Υπάρχουν πολλές καταγεγραμμένες περιπτώσεις, κυρίως από αξιόπιστους πνευματιστές, όπου οι νεκροί επιστρέφουν στον κόσμο μας, προκειμένου να φανερώσουν τα κρυφά εγκλήματα που είχαν διαπράξει, όσο βρίσκονταν εν ζωή.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σε μια ενορία του Παρισιού, διορίστηκε ένας νέος εφημέριος, ο οποίος στάλθηκε να κατοικήσει στο σπίτι του προκατόχου του, που είχε πλέον αποβιώσει.
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες για να καταλάβει ο εφημέριος ότι το δωμάτιό του ήταν στοιχειωμένο. Όπως εξιστορούσε ο ίδιος, ένα βράδυ διέκρινε το φάντασμα ενός ανθρώπου, που φορούσε έναν πολύ φαρδύ, χυτό μανδύα, σαν ράσο ιερωμένου, και στεκόταν μπροστά σ’ ένα γραφείο, πάνω στο οποίο ήταν ακουμπισμένο ένα ογκώδες βιβλίο.
Η φασματώδης εκείνη μορφή ξεφύλλιζε το συγκεκριμένο βιβλίο αργά και στοχαστικά, ενώ πλάι του, δεξιά κι αριστερά του, στέκονταν δυο μικρά αγόρια, που τα κοιτούσε συχνά με εξόφθαλμη θλίψη, αναστενάζοντας βαθιά.
Κατόπιν, το φάντασμα έκλεισε το βιβλίο και παίρνοντας τα παιδιά από το χέρι, τα οδήγησε στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο εφημέριος, έντρομος, αλλά και συνάμα περίεργος, ακολούθησε διστακτικά τα παράξενα όντα, ως τη στιγμή που χάθηκαν πίσω από τη μεγάλη, χτιστή θερμάστρα, που βρισκόταν στην πιο απόμερη γωνιά του χώρου.
Ευθύς αμέσως, ο εφημέριος κατάλαβε. Έτρεξε στο συρτάρι και έψαξε να βρει τη φωτογραφία του προκατόχου του. Την πήρε στα χέρια του και κοιτώντας την, αναγνώρισε στη φυσιογνωμία του τα χαρακτηριστικά του φαντάσματος.
Η σύμπτωση αυτή κίνησε την περιέργεια του νέου εφημέριου. Ζήτησε, λοιπόν, αμέσως πληροφορίες για τον αποθανόντα συνάδελφό του κι έμαθε γι’ αυτόν παράξενα πράγματα. Οι γείτονες τον πληροφόρησαν ότι ο μακαρίτης ιερέας διατηρούσε ένοχες σχέσεις με κάποια κυρία καλής οικογενείας κι ότι είχε αποκτήσει μαζί της δυο παιδιά, εκτός γάμου.
Μάλιστα, ο νεωκόρος του ναού τού ανέφερε ότι πράγματι είχε δει στο σπίτι του αποθανόντα εφημέριου δυο μικρά αγόρια έως πέντε ετών περίπου. Τα παιδιά αυτά είχαν χαθεί μυστηριωδώς λίγο καιρό πριν πεθάνει ο ιερέας από καρδιακό νόσημα.
Η υπερφυσική οπτασία δεν ξαναφάνηκε κι έτσι, σιγά σιγά η ιστορία ξεχάστηκε.
Μόλις, όμως, έφτασε ο χειμώνας και θέλησαν να ανάψουν τη μεγάλη, χτιστή θερμάστρα, για να ζεσταθούν, ένας πυκνός, κατάμαυρος καπνός ξεχύθηκε στο δωμάτιο, μαζί με μια απαίσια κι ανυπόφορη δυσωδία. Έτσι, φώναξαν έναν ειδικό εργάτη να καθαρίσει τη θερμάστρα. Αυτός, παντελώς σοκαρισμένος, ανακάλυψε στο βάθος της τους μισοαποτεφρωμένους σκελετούς δυο μικρών παιδιών.
Όπως φάνηκε, λοιπόν, ο προηγούμενος εφημέριος είχε σκοτώσει τα δυο παιδιά του και είχε κάψει τα κορμάκια τους στη θερμάστρα, ώστε να κρύψει το αποτρόπαιο έγκλημά του.
Αμέσως μετά από αυτή τη φριχτή αποκάλυψη, ο νέος εφημέριος παραιτήθηκε από τη θέση του, καθώς δεν άντεχε να μείνει ούτε μια στιγμή ακόμα σε εκείνο το καταραμένο μέρος.
Σε μιαν άλλη περίπτωση, ένας Άγγλος γιατρός, καθώς ταξίδευε στην ύπαιθρο για τις υποθέσεις του, αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει σε κάποιο εξοχικό πανδοχείο.
Ενώ κοιμόταν, πετάχτηκε ξαφνικά επάνω, καθώς ένα απροσδιόριστο αίσθημα ανομολόγητου φόβου τον είχε καταβάλει. Είδε με μιας μια αλλόκοτη αέρινη φιγούρα να στριφογυρίζει ολόγυρά του. Το σώμα του φαντάσματος διακρίνονταν πεντακάθαρα, αλλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν ακαθόριστα και σκοτεινά. Πάντως, στο ένα του χέρι βαστούσε κάτι που έμοιαζε με μαχαίρι.
Με χέρια που έτρεμαν από φόβο, ο γιατρός άρπαξε ένα κουτί με σπίρτα από το διπλανό τραπεζάκι κι άναψε ένα κερί. Το φάντασμα, απτόητο από το λιγοστό φως, επέμενε να τον περικυκλώνει απειλητικά. Έπειτα από μερικά λεπτά, όμως, η αέρινη μορφή άρχισε να ξεθωριάζει, ώσπου χάθηκε εντελώς.
Ο γιατρός ανέφερε τα καθέκαστα στον ξενοδόχο, αλλά και την αστυνομία. Έγιναν κάποιες ανακρίσεις και εξακριβώθηκε ότι εξήντα χρόνια νωρίτερα, κάποιος χωρικός είχε σφάξει σ’ εκείνο το δωμάτιο έναν περαστικό ξένο. Από τότε, το φάντασμα του δολοφόνου επέμενε να στοιχειώνει τον χώρο, επιστρέφοντας στον τόπο του εγκλήματός του, σαν να τον καταδίωκε αιωνίως το βαρύ του κρίμα.
Επιπλέον, στο κάστρο του Bolsover, στην Αγγλία, οι διηγήσεις έλεγαν πως μια φορά τον χρόνο παρουσιαζόταν κάποιος βρυκολακιασμένος καβαλάρης. Φορούσε ένα κοστούμι παλιάς εποχής, ενώ το άλογό του είχε αλλόκοτη όψη. Από τα παράθυρα του κάστρου, οι μεταγενέστεροι κάτοικοι έβλεπαν έντρομοι τον απόκοσμο καβαλάρη να καλπάζει στον μεγάλο δρόμο σαν δαιμονισμένος και να σταματάει απότομα μπροστά στην είσοδο του πύργου.
Τότε, κατέβαινε από το άλογό του κι αφού ανέβαινε την επιβλητική δρύινη σκάλα, έμπαινε σ’ ένα από τα δωμάτια του πύργου. Μετά από λίγο, αντηχούσαν από το δωμάτιο φοβερές γυναικείες κραυγές, απαίσιοι αναστεναγμοί και βογγητά πόνου, που ακούγονταν σε ολόκληρο το κάστρο. Κατόπιν, ο βρυκολακιασμένος καβαλάρης εξαφανιζόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που είχε εμφανιστεί.
Η παράδοση λέει πως κάποιος από τους μακρινούς προγόνους του πυργοδεσπότη είχε σκοτώσει την άπιστη γυναίκα του μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, το οποίο επισκεπτόταν το φάντασμα κατά τις εμφανίσεις του. Επρόκειτο για το φάντασμα του δολοφόνου, που κάθε χρόνο ξαναγύριζε στο μέρος, όπου είχε διαπράξει το έγκλημά του.
Κάποτε, ο Επίσκοπος της Νέας Υόρκης, Joseph Jefferson, πηγαίνοντας να εξομολογήσει έναν ετοιμοθάνατο, βρέθηκε μια νύχτα ολομόναχος σε μια πεδιάδα, έντεκα χιλιόμετρα μακριά από την αμερικανική μεγαλούπολη. Ξάφνου, άκουσε τρομερές κραυγές, αλλά δε μπορούσε να καταλάβει από πού προέρχονταν, καθώς δεν έβλεπε κανέναν κοντά του. Ταραγμένος στον υπέρτατο βαθμό από τις μυστηριώδεις και φοβερές κραυγές, μόλις έφτασε στην πλησιέστερη κωμόπολη, ο Επίσκοπος ζήτησε πληροφορίες. Τότε, τού είπαν πως σε εκείνο το σημείο, πριν αρκετά χρόνια, είχε γίνει μια άγρια δολοφονία και έκτοτε, τα σπαραχτικά ουρλιαχτά του θύματος στοίχειωναν το μέρος.
Επίσης, μια Λαίδη, ενώ βρισκόταν μόνη της στην καμπίνα ενός βαποριού, με το οποίο ταξίδευε για Γαλλία, είδε έξαφνα να παρουσιάζονται μπροστά της δυο κομμένα, ματωμένα χέρια. Άρχισε να ουρλιάζει αλλόφρων κι αμέσως έτρεξαν στην καμπίνα της όσοι άκουσαν τις απεγνωσμένες κραυγές της. Κατάπληκτοι, είδαν κι εκείνοι το αποκρουστικό θέαμα, το οποίο άργησε να χαθεί.
Οι ναύτες του καραβιού παραδέχτηκαν ότι τα ματωμένα χέρια είχαν κι άλλοτε εμφανιστεί στην ίδια καμπίνα, στην οποία, πριν από κάποια χρόνια, κάποιος κακούργος είχε σκοτώσει έναν επιβάτη, για να τον ληστέψει. Ύστερα, επιχείρησε να τον κομματιάσει και να ρίξει τα κομμάτια του στη θάλασσα. Αλλά δεν πρόφτασε, καθώς τον αντελήφθησαν και τον συνέλαβαν. Είχε, όμως, προλάβει να του κόψει τα χέρια.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 20/11/1932…