Το ατελιέ του ζωγράφου Αποστολίδη στη λεωφόρο Αμαλίας, στο οποίο μπήκαν από μια πολύ στενή πόρτα που μετά βίας χωρούσε ένα άτομο να περάσει, αποτελούνταν από δύο δωμάτια, έναν προθάλαμο ή γραφείο και δίπλα ένα μεγάλο δωμάτιο, το καθαυτό εργαστήριο, μέσα στο οποίο γίνονταν τα πειράματα.
Στο βάθος, μια ηλεκτρική λάμπα, τυλιγμένη με κόκκινο πανί, ήταν το μοναδικό φως κατά τη διάρκεια των πνευματιστικών συνεδριάσεων. Στους τοίχους, στα τρίποδα, υπήρχαν παντού ελαιογραφίες.Σε μια άκρη, ένας ψεύτικος άνθρωπος, φυσικού μεγέθους, καθόταν με σταυρωμένα τα πόδια, χρησιμεύοντας ως μοντέλο για τον καλλιτέχνη. Η παρουσία του μεγάλου ανδρείκελου μπέρδευε τον κόσμο που έμπαινε στο ατελιέ. Μια βραδιά, μάλιστα, ένας κύριος που παρακολουθούσε ένα πείραμα και στεκόταν κοντά του, χωρίς να έχει προηγουμένως παρατηρήσει τον ψεύτικο άνθρωπο με το κατάλευκο, σαν πανί, πρόσωπο, όταν τον είδε απότομα προς το τέλος, τινάχτηκε στον αέρα, ουρλιάζοντας άγρια, επειδή νόμισε ότι είχε δει βρυκόλακα.Η χήρα Ελένη Παπουτσιδάκη κοιτούσε τριγύρω σαστισμένη, κατάπληκτη. Ρώτησε, λοιπόν, τον δημοσιογράφο:
-Τι θα γίνει εδώ;-Ό,τι έγινε και στο στοιχειωμένο σπίτι.Έγειρε το κεφάλι της, χωρίς να καταλαβαίνει. Μα, πώς θα μπορούσαν να δουν τα ίδια πράγματα, εφόσον τούτος ο χώρος δεν ήταν στοιχειωμένος;Ο κύριος Αποστολίδης μπήκε μέσα στην αίθουσα των πειραμάτων με το μέντιουμ ιατρό κύριο Μουζάκη και τον υπνώτισε, δίνοντάς του την εντολή να διοχετεύσει στη χήρα την υποβολή. Έπειτα, μπήκε και η κυρία Ελένη στην αίθουσα, βγήκε ο κύριος Αποστολίδης και έμειναν οι δυο τους μόνοι. Είκοσι λεπτά χρειάστηκε για να γίνει η διοχέτευση.Επιτέλους, ο ζωγράφος, που μπήκε μέσα και είδε, επέστρεψε και ανακοίνωσε στους υπολοίπους:
-Τώρα πια μπορείτε να εισέλθετε.Είδαν μπροστά τους τη γυναίκα να κάθεται σε μια πολυθρόνα με τα χέρια στα γόνατα, ακίνητη. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Δίπλα της στέκονταν οι κύριοι Μουζάκης και Αποστολίδης.Ο δημοσιογράφος έκατσε πλάι της, για να μπορεί να ακούει κάθε της λέξη. Μετά από μια σύντομη ανάπαυση δύο λεπτών, ο ζωγράφος, επικεφαλής του κύκλου, της είπε:
-Τώρα θα πας στο στοιχειωμένο σπίτι και θα συνεχιστεί η έρευνα. Πήγες; Έφτασες;-Ναι.-Τι βλέπεις;-Τίποτε. Είναι σκοτεινά.-Τώρα θα σου δώσω ένα φανάρι. Να, αυτό είναι ένα φανάρι, είπε, πιάνοντας το χέρι της.
Έχεις αρκετό φως για να δεις;-Βλέπω.-Λοιπόν, κοίταξε καλά. Τι έγινε μέσα σε τούτο το σπίτι;-Ό,τι έγινε, έγινε μέσα στην κουζίνα, ξεστόμισε η χήρα, τονίζοντας κάθε λέξη, κάθε συλλαβή, με ύφος απόλυτης βεβαιότητας.
-Πες μας ποιος είναι ο άντρας που είδες προηγουμένως στην κουζίνα. Παρακάλεσε το πνεύμα της ξανθής κόρης και θα σου πει. Ετοιμάσου να ακούσεις τη φωνή του πνεύματος. Θα σου αποκαλύψει το όνομά του.Η χήρα, ωστόσο, παρέμεινε άφωνη, ασάλευτη.
-Είσαι στην κουζίνα;-Ναι.-Τι βλέπεις μπροστά σου;-Βλέπω τον τάφο.-Πλησίασε. Κοίταξε προσεκτικά.-Να ο άντρας. Τον βλέπω.-Πώς είναι;-Δεν μπορώ να δω το πρόσωπό του. Ένας άλλος άντρας μπαίνει μπροστά και το κρύβει.Μετά από επίμονες ερωτήσεις του επικεφαλής, που διήρκεσαν περίπου μία ολόκληρη ώρα, ο κύριος Αποστολίδης πλησίασε τον δημοσιογράφο και τον ρώτησε:
-Πόσον καιρό είναι νεκρό το παιδί της;-Δύο μήνες περίπου, φαντάζομαι.-Καλώς.Ύστερα, ο ζωγράφος βάδισε προς την κυρία Ελένη και της είπε:
-Τώρα θα σου δώσω το παιδί σου. Θα είστε μαζί μέσα στο στοιχειωμένο σπίτι. Μην τρέμεις. Γιατί τρέμεις; Τώρα είσαι ήρεμη. Είσαι στο σπίτι. Θα δεις το αγοράκι σου.Η χήρα στάθηκε άλαλη για μερικές στιγμές. Κατόπιν, αναφώνησε:
-Να την! Βλέπω το ξανθό κορίτσι! Είναι μέσα στην κουζίνα.Στη συνέχεια, η φωνή της γλύκανε, έγινε τρυφερή, μελένια.
-Να το το παιδάκι μου! Το κρατά στην αγκαλιά της η ξανθή κόρη. Αχ, το παιδί μου! Το παιδάκι μου! Το αγόρι μου το χρυσό!Σήκωσε το χέρι της, δείχνοντας σε μια ορισμένη θέση, επαναλαμβάνοντας τρεις φορές:
-Να το! Να το! Να το!-Τώρα η ξανθή κοπέλα θα σου αποκαλύψει την ιστορία. Παρακάλεσέ την. Είναι πνεύμα αγαθό. Θα σε βοηθήσει. Θα σου μιλήσει. Θα σου δείξει όλα όσα επιθυμούμε να μάθουμε. Κοίταξέ την καλά. Παρακάλεσέ την, τη συμβούλεψε ο κύριος Αποστολίδης.Ξάφνου, η χήρα δήλωσε σοβαρά:
-Η ξανθή κόρη βαστά δύο φωτογραφίες.-Τι φωτογραφίες;-Ανδρών.-Περίγραψέ τες μας λεπτομερώς.Ο χρόνος μαρμάρωσε. Η αναμονή έγινε αγωνιώδης. Τα δάχτυλα είχαν μπλεχτεί. Οι ανάσες ζύγιζαν βαριά. Το πορφυρό φως που έντυνε το ατελιέ, τις ελαιογραφίες και τους παρισταμένους, προσέδιδε μια διάσταση ονείρωξης.Δυστυχώς, όμως, η χήρα Ελένη Παπουτσιδάκη, όπως αποδείχτηκε, δεν αποτελούσε ένα καλό διάμεσο επικοινωνίας με το Υπερπέραν. Παρά τις προσπάθειες, επαναλάμβανε στερεότυπα και κουραστικά τα ίδια ακριβώς πράγματα, ανήμπορη να εμβαθύνει.Ο επικεφαλής, αποκαμωμένος από τον πολύωρο, άκαρπο μόχθο, πλησίασε τον δημοσιογράφο και του είπε ότι το μυστήριο θα διαλευκανθεί οπωσδήποτε, αλλά με άλλον τρόπο.Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 18/03/1928…