Η νέα επιστημονική αποστολή διοργανώθηκε τη νύχτα της 14ης Μαρτίου του 1928, προκειμένου να μελετηθούν σε βάθος τα υπερφυσικά φαινόμενα που διαδραματίζονταν στο στοιχειωμένο σπίτι του συνοικισμού Συγγρού.
Αυτή τη φορά οπωσδήποτε η ομάδα ανέμενε καλύτερα αποτελέσματα, διότι αφ’ ενός είχαν πάρει μαζί τους κι ένα δοκιμασμένο από τους επιστήμονες της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών μέντιουμ κι αφ’ ετέρου παρίστατο και η μητέρα του παιδιού, η χήρα Ελένη Παπουτσιδάκη, η οποία έμεινε μέχρι τέλους, δηλαδή έως και τις 5:30 π.μ.Η έρευνα υπήρξε ιδιαιτέρως αποδοτική. Σίγουρα, όμως, τα πράγματα θα πήγαιναν ακόμη καλύτερα, εάν δεν είχε διακοπεί το μέντιουμ από το γεγονός ότι οι άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί μέσα στο σπίτι δεν αποτελούσαν έναν ομοιογενή κύκλο. Τούτο, όμως, δε συνέβαινε.Αν και η ομάδα δεν είχε ανακοινώσει σε κανέναν την επικείμενη επίσκεψή τους, θα έλεγε κανείς πως την είχε πληροφορηθεί όλος ο κόσμος. Ίσως η αναγγελία ότι θα πήγαιναν ξανά σύντομα,συνδυασμένη με την πληροφορία ότι τα υπερφυσικά φαινόμενα εκδηλώνονταν τη νύχτα της Τρίτης προς την Τετάρτη και τη νύχτα της Παρασκευής προς το Σάββατο, έκανε πολλούς να μαντέψουν ευκόλως την προσχεδιασμένη τους επίσκεψη.Από το πρωί εκείνης της Τρίτης, λοιπόν, ο ορίζοντας άρχισε να θολώνει. Τα σύννεφα που είχαν συναχτεί, θέριευαν με την ώρα. Το τηλέφωνο της εφημερίδας
“Η ΒΡΑΔΥΝΗ” είχε κατακλυστεί από τηλεφωνήματα ανθρώπων που ήθελαν διακαώς να συμμετάσχουν στην ομάδα, ώστε να έχουν μια τέτοια παράδοξη εμπειρία.Ωστόσο, δινόταν στερεότυπα η ίδια απάντηση σε όλους τους περίεργους, ότι δηλαδή δε θα γινόταν η αποστολή, επειδή κινδύνευε το στοιχειωμένο σπίτι να μεταβληθεί σε κέντρο ψυχαγωγίας και ότι η συνεδρίαση, καθαρώς επιστημονική, θα γινόταν συνάθροιση ανθρώπων που θα έρχονταν για να περάσουν τον χρόνο τους.Μα, για καλή τους τύχη, άρχισε να βρέχει κι έτσι, πολλοί τολμηροί, οι οποίοι διατράνωναν πως δε φοβούνταν το φάντασμα, ευτυχώς φοβήθηκαν τη βροχή και δε φάνηκαν.Παρά ταύτα, όμως, ήρθαν αρκετοί, συμπεριλαμβανομένων και μερικών προσφύγων από τα γύρω σπίτια της Καισαριανής.Ο δημοσιογράφος είχε ειδοποιήσει την Ελένη Παπουτσιδάκη ότι θα περνούσε να την έπαιρνε. Στις 23:00, λοιπόν, τρία αυτοκίνητα είχαν ήδη φτάσει στον συνοικισμό. Σταμάτησαν μπροστά στο σπίτι της χήρας, την πήραν μαζί τους και έπειτα κατευθύνθηκαν προς την οδό Ελευσίνος, όπου έστεκε το περιβόητο σπίτι. Τα οχήματα είχαν σβηστά τα φώτα τους και κινούνταν αργά, για να μην ξυπνήσουν όλη τη γειτονιά και μαζευτούν πολλοί περίεργοι.Η ομάδα είχε μαζί της πολλά μέλη του πνευματιστικού κύκλου, όπως τον ζωγράφο κύριο Αποστολίδη και το μέντιουμ, ιατρό Ιωάννη Μουζάκη. Όταν έφτασαν στο σπίτι, το βρήκαν κλειστό. Η θύρα ήταν κλειδωμένη. Πρώτο εμπόδιο… Και τη στιγμή εκείνη, η βροχή έπιασε να δυναμώνει. Δοκίμασαν δυο-τρία κλειδιά. Τίποτα.Η Ελένη Παπουτσιδάκη ήξερε πως στο γειτονικό σπίτι είχαν ένα δεύτερο κλειδί. Χτύπησαν. Καμία απάντηση. Ξαναχτύπησαν, φώναξαν, τίποτε. Θα έλεγε κανείς ότι οι ένοικοί του, φοβισμένοι, κρατούσαν σφιχτά κλεισμένα και πόρτες και παράθυρα, σαν να ήταν καρφωμένα. Τους χτύπους και τις φωνές τους άκουσαν και άλλα σπίτια, αλλά κανείς δεν εννοούσε να ξεμυτίσει.Με τα πολλά, ο σοφέρ ενός αυτοκινήτου τους έφερε μια μανιβέλα, παραβίασαν το παράθυρο, το άνοιξαν, μπήκε ένας μέσα απ’ αυτούς και μετά από δυο στιγμές, άνοιξε διάπλατα και η πόρτα και το μικρό δωμάτιο γέμισε κόσμο.
-Μπορούμε να ξεκινήσουμε; ρώτησε ο κύριος Αποστολίδης.
-Θα έρθουν κι άλλοι, όμως, συμπλήρωσε κάποιος.
-Πρέπει να περιμένουμε και τους άλλους. Δεν μπορούσε να ξεκινήσουμε, διότι, μέχρι τέλους του πειράματος, η πόρτα πρέπει να μείνει κλειστή. Ούτε θόρυβος επιτρέπεται να γίνει, διότι θα διέκοπτε την απομόνωσή μας, το μέντιουμ θα ξυπνούσε και όλα θα ματαιώνονταν.Ευτυχώς, οι υπόλοιποι κατέφτασαν εντός δεκαλέπτου.Εν τω μεταξύ, η Μαρία Στραβαρίδου τους έφερε καθίσματα από το σπίτι της και μια λάμπα. Άναψαν τη λάμπα και την τύλιξαν μ’ ένα κόκκινο χαρτί. Οι ξένοι που παρίσταντο δήλωσαν στην ομήγυρη ότι σκόπευαν να παραμείνουν έως το τέλος, οπότε και έκλεισαν πια τη μισάνοιχτη πόρτα. Θα υφίσταντο τα πάντα με καρτερικότητα, αρκεί να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους.Η θύρα έκλεισε καλά και ο κύριος Αποστολίδης, βαστώντας το πορφυρό φως, μπήκε μέσα στη μικρή κουζίνα μαζί με το μέντιουμ, τον ιατρό Μουζάκη. Σύντομα τον υπνώτισε.Τόσο ο κύριος Αποστολίδης, όσο και ο κύριος Μουζάκης ελάχιστα γνώριζαν για την παράξενη αυτή ιστορία. Τα λιγοστά που έμαθαν, άλλωστε, τους τα αφηγήθηκε συντόμως η χήρα Ελένη Παπουτσιδάκη κατά το βραχύ διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή της εισόδου τους στο στοιχειωμένο σπίτι μέχρι και την έναρξη της πνευματιστικής συνεδρίασης.Κυρίως η κυρία Ελένη τόνιζε ότι ένα φάντασμα, με τη μορφή ενός όμορφου, ξανθού κοριτσιού, την καταδίωκε και της σκότωσε το παιδί.Ο κύριος Μουζάκης, αφού κατόρθωσε να συνδεθεί με το οδηγόν πνεύμα του κύκλου τους, ανακοίνωσε τα εξής:Τούτα μεταδόθηκαν με χαμηλή φωνή προς όλους όσους ήταν συγκεντρωμένοι στον χώρο από τον κύριο Οικονόμου, ενεργό μέλος του πνευματιστικού κύκλου.Χωρίς να ακουσθεί μήτε ψίθυρος, ένιωθε κανείς τη συγκίνηση, την ικανοποίηση, αλλά και το δέος. Άραγε θα παράγονταν υπερφυσικά φαινόμενα; Θα έβλεπαν κάτι παράδοξο; Θα άκουγαν κάτι αινιγματικό;Ο κύριος Αποστολίδης πλησίασε σιγά την κυρία Ελένη, η οποία Κύριος οίδε πώς έβλεπε όλα αυτά, τα οποία ούτε φανταζόταν ποτέ της, και της είπε:
-Το πνεύμα που βλέπατε είναι αγαθό. Δε σας σκότωσε το παιδί. Απλώς, σας προειδοποίησε για το ατύχημα που θα συνέβαινε. Άλλωστε, τα πνεύματα δε σκοτώνουν…Πριν το μέντιουμ μπει μες στο κουζινάκι, κάποιος είπε στον κύριο Αποστολίδη:
-Δε νομίζετε ότι θα ήταν φρόνιμο να αφήσουμε έναν από εμάς έξω να επιτηρεί το σπίτι;-Μα, γιατί; ρώτησε ο κύριος Αποστολίδης.
-Επειδή μπορεί να έρθει κάποιος φαρσέρ, να πλησιάσει στον φεγγίτη της κουζίνας και να μας χαλάσει τη συνεδρίαση.-Μπα, δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. Το μέντιουμ θα τον αντιληφθεί αμέσως και θα μας τον καταγγείλει. Προ καιρού, στο εργαστήριό μου, ενώ κάναμε πνευματιστικά πειράματα, ανέβηκε κάποιος λωποδύτης για να κλέψει ό,τι έβρισκε πρόχειρο. Το μέντιουμ, εν υπνώσει, διέκοψε την ομιλία του και μας είπε: “Κάποιος ανεβαίνει για να κλέψει”
. Πήγαμε και τον πιάσαμε στα πράσα. Συνεπώς, μη φοβάστε, ο κύκλος μας θα απομονωθεί. Κάθε ξένη επίδραση ή προσέγγιση θα την αισθανθεί το μέντιουμ αμέσως, αποκρίθηκε ο ζωγράφος κύριος Αποστολίδης.Εκείνο που έκανε ζωηρότατη εντύπωση στους παρευρισκομένους κατά τη στιγμή της ανακοίνωσης του ιατρού κύριου Μουζάκη, ο οποίος ήταν υπνωτισμένος και συνδεδεμένος με το πνεύμα, ήταν ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε.Κανένας άνθρωπος, ούτε ο ευφραδέστερος ρήτορας δε θα μπορούσε να αφηγείται κατά τέτοιον τρόπο, χωρίς να προσκόπτει σε καμία λέξη, χωρίς να προσπαθεί να βρει τον κατάλληλο όρο, να συνδέσει τις έννοιες. Το μέντιουμ μιλούσε σαν να διάβαζε ταχύτατα από ένα ανοικτό βιβλίο ή σαν να ήξερε απ’ έξω ό,τι έλεγε. Κι όμως, επρόκειτο για μια υπόθεση για την οποία γνώριζε ελάχιστα, ούτε τα στοιχειώδη.Περισσότερο ακόμη και από τα μυστηριώδη φώτα, που πολλοί είδαν από την ομάδα (και τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν σε οφθαλμαπάτη), περισσότερο και από τα οράματα της κυρίας Ελένης Παπουτσιδάκη (τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν σε υποβολή), ο τρόπος που μιλούσε το μέντιουμ ήταν κάτι το ανεξήγητο.Διότι, ποιος θα μπορούσε να υποβάλλει όλα αυτά τα λόγια και τις ιδέες, κατά τρόπο τόσο χειμαρρώδη, στο μέντιουμ, από του οποίου το στόμα έρρεαν ακατάπαυστα οι φθόγγοι;Κατόπιν, το μέντιουμ, μετά από αίτημα του κυρίου Αποστολίδη, κλήθηκε να μεταδώσει το
“ρεύμα” στη χήρα, ώστε να μπορέσει να συνδεθεί με το φάντασμα της ξανθής κόρης που είχε δει μες στο σπίτι της.Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 15/03/1928…