Ο πόνος της μάνας, της χήρας Ελένης Παπουτσιδάκη, ήταν ανείπωτος, όχι μόνο γιατί έχασε το επτάχρονο αγοράκι της, αλλά και γιατί ένα κακό δαιμόνιο, ένα φάντασμα με πρόσωπο αγγελικό, διέταξε τον χαμό του.
-Ό,τι κι αν κάνεις, το παιδί σου θα το σκοτώσει αυτοκίνητο. Εγώ θα το σκοτώσω!Η μάνα τότε, ανήσυχη, καταρρακωμένη, το έστειλε στη γιαγιά του, στην Ελευσίνα. Σκεφτόταν πως εκεί το παιδί της θα ήταν οπωσδήποτε ασφαλές. Το αγόρι, προειδοποιημένο για τον ανατριχιαστικό οιωνό, μόλις είδε το μεγάλο λεωφορείο να το πλησιάζει, παραμέρισε αλαφιασμένο, κολλώντας το κορμάκι του στον αντικρινό τοίχο. Μα, το μεγάλο όχημα, δίχως προφανή αιτία, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, έπεσε πάνω στο μικρό παιδί και του σφάλισε τα μάτια μια για πάντα.Η κυρία Ελένη είπε στον δημοσιογράφο:-Τις πρώτες μέρες πάλευα με την παράνοια. Νόμιζα πως θα τρελαθώ και δε θα ξαναβρώ τα συγκαλά μου. Δεν μπορούσα να βρω την ησυχία πουθενά. Τα δάκρυα δε στέρευαν. Όταν του έκανα τα σαράντα, γονάτισα εμπρός στην εικόνα της Μεγαλόχαρης και την παρακαλούσα:
“Κάνε, Παναγιά μου, τουλάχιστον να δω το παιδάκι μου έστω μια φορά, έστω και στον ύπνο μου. Να το ξαναδώ όπως το ήξερα…” Και η Παναγιά με λυπήθηκε, γιατί ξέρει τον πόνο της χαροκαμένης μάνας. Έτσι, την επόμενη νύχτα παρουσιάστηκε το αγόρι μου στον ύπνο μου. Ήταν σ’ ένα λιβάδι ολοπράσινο, με λουλούδια που μοσχοβολούσαν και με βρύσες που έρεαν γάργαρα νερά. Μόλις το είδα, σκίρτησε η καρδιά μου.
“Έλα κοντά μου, ζωούλα μου”, του είπα.
“Όχι, δεν μπορώ, μανούλα. Είμαι καλά, μην ανησυχείς. Είμαι ευχαριστημένος, ευτυχισμένος”. Ήταν όνειρο, το ξέρω. Μα, μια δυο φορές που άνοιξα τα μάτια μου, έβλεπα το σπλάχνο μου ακόμα εκεί μπροστά μου. Και το πρωί, το ένιωθα διαρκώς στο πλάι μου. Σαν να ήταν μαζί μου, αλλά δεν μπορούσα να το δω, επειδή λαμπύριζε το φως της μέρας της καλής. Μου φαινόταν πως αν γύριζα την πλάτη μου, τα μάτια μου θα το θωρούσαν. Είναι κι αυτή μια παρηγοριά, έστω κι αν δεν μπορείς να το πιάσεις, απλά να το δεις…Καθώς μιλούσε η κυρία Ελένη, ένα φως πράο και καθησυχαστικό, σαν την ανταύγεια κάποιας κρυφής χαράς, έλουζε το πρόσωπό της. Ήξερε πως αν προσευχόταν για να βλέπει το παιδί της στον ύπνο της, θα το έβλεπε. Ήταν πεπεισμένη πως δεν ήταν απλώς ένα όνειρο σαν όλα τ’ άλλα.Στο νέο σπιτικό της Ελένης Παπουτσιδάκη, ενώ διεξαγόταν η παραπάνω συζήτηση, παρίστατο και η σύζυγος του Δημητρίου Κούμουτζη, η Μαρία. Ο δημοσιογράφος την είχε επισκεφτεί νωρίτερα και την είχε παρακαλέσει να έρθει μαζί τους.Η Μαρία Κούμουτζη είχε πάει να μείνει στο στοιχειωμένο σπίτι με τον άντρα της, αφού είχε ήδη μετακομίσει η κυρία Ελένη, διότι, μετά τον θάνατο του παιδιού της, φοβόταν και για τη ζωή των δύο μικρών θυγατέρων της που απειλούσε το φάντασμα. Η Μαρία διηγήθηκε τα γεγονότα που ακολούθησαν με ψυχραιμία, ενώ η ίδια ομολόγησε πως ούτε είδε ούτε άκουσε τίποτε.Η περίπτωση του ζεύγους Κούμουτζη, ωστόσο, ήταν εξόχως περίεργη…Η Μαρία είχε ακούσει, φυσικά, τα πάντα για τον παράδοξο θάνατο του μικρού αγοριού και από την ίδια του τη μητέρα, αλλά και από άλλες γειτόνισσες. Όλα αυτά είχαν επιδράσει μέσα της τόσο καταλυτικά, που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να μείνει σε εκείνο το τρισκατάρατο κτίριο. Απέφευγε να περάσει κι απ’ έξω, ακόμη και όταν ήταν μέρα-μεσημέρι.Αντιθέτως, ο άντρας της, άνθρωπος του μόχθου, της εργατιάς και του σκληρού μεροκάματου, που απουσίαζε από το πρωί ίσαμε το βράδυ, κοπιάζοντας για τον άρτο τον επιούσιο, όταν επέστρεφε πια στο κονάκι του, με τον ήλιο από ώρα γερμένο στη δύση, ούτε καιρό είχε ούτε όρεξη για τα κούφια κουβεντολόγια της γειτονιάς.Εκτός τούτου, δεν έδινε καμία πίστη σε τούτα τα τερτίπια, όπως έλεγε. Κατόρθωσε, λοιπόν, να πείσει τη λιγόψυχη γυναίκα του να πάνε να καθίσουν σε εκείνο το σπίτι, έστω και για λίγες μέρες, να δούνε αν τους κάνει. Η σύζυγος σχεδόν σύρθηκε ξοπίσω του, φανερά τρομοκρατημένη, σφίγγοντας τις χούφτες της.Η Μαρία Κούμουτζη αφηγήθηκε στον δημοσιογράφο:-Εγώ περίμενα να δω το φάντασμα οπωσδήποτε. Κουβαλήσαμε, ξαπλώσαμε να ξαποστάσουμε και την πρώτη νύχτα δε συνέβη τίποτα απολύτως. Το γλυκοχάραμα, ο άντρας μου μου είπε γελώντας:
“Βλέπεις που είχα δίκιο; Τι φαντάσματα και ανοησίες; Δεν υπάρχει τίποτε. Το σπίτι είναι καλό. Θα μείνουμε”. Πήρα, λοιπόν, θάρρος κι εγώ και το δεύτερο βράδυ ο φόβος μου ξεφούσκωσε. Μα, μες στη νύχτα, ξάφνου ο άντρας μου με ξύπνησε τόσο τρομαγμένος, που πρώτη φορά τον είδα να τρέμει. Μέχρι και το δόντια του κροτάλιζαν από την ταραχή του. Και μου διηγήθηκε γρήγορα πως είδε στον ύπνο του το ξανθό κορίτσι, που όρμησε να τον πνίξει! Πάλεψε μαζί της και κατόρθωσε να της ξεφύγει. Πετάχτηκε όρθιος και παρηγορήθηκε για μια στιγμή, γιατί κατάλαβε ότι έβλεπε εφιάλτη. Μόλις έκανε δυο βήματα πέρα από το κρεβάτι, για να πάει στην κουζίνα να πιει μια γουλιά νερό, είδε πάλι το φάντασμά της να τον κοιτάζει μοχθηρά. Αυτή τη φορά στον ξύπνιο του! Τον κάρφωνε στα μάτια και γλιστρούσε απειλητικά προς το μέρος του, σαν να έπλεε πάνω σε αόρατη θάλασσα. Τότε, με άρπαξε απ’ το μπράτσο, με έβγαλε έξω μες στη νύχτα και πριν ξημερώσει ακόμη είχαμε φύγει. Σε όλον τον δρόμο έκανε το σταυρό του και μουρμούριζε:
“Αυτό δεν το περίμενα, Παναγία μου, ε, δεν το περίμενα καθόλου!”Μεταξύ εκείνων που επισκέφτηκαν το σπίτι εσχάτως, αφού έμεινε έρημο κι ορφανεμένο δηλαδή, διότι κανείς δεν αποκοτούσε να διαβεί το κατώφλι του, ήταν κι ένα νέο παλικάρι, ο Κυριάκος Κουλικουντζαλής.Ο Κυριάκος, λοιπόν, για να αποδείξει σε όλους τους άλλους πως όλα τούτα ήταν παραμύθια για φαντασιόπληκτους, πήγε νύχτα μες στο στοιχειωμένο σπίτι, έχοντας μαζί του μια λάμπα. Ήταν αργά τα μεσάνυχτα και το παλικάρι ήταν μόνο του, χωρίς καμία συντροφιά. Δεν πρόφτασε να μείνει μέσα ούτε μια ώρα, όταν, ξαφνικά, μια ριπή ανέμου, που επικεντρώθηκε μονάχα στη λάμπα του, έσβησε τη λιγοστή, μα παρήγορη φωταψία της. Τα πορτοπαράθυρα ήταν όλα σφαλιστά και δεν υπήρχε καμία λογική στο παράδοξο αυτό σκοτείνιασμα. Δεν έδωσε καμία ιδιαίτερη σημασία, όμως. Άναψε ξανά τη λάμπα, την τοποθέτησε σε ένα σημείο όπου ήταν σίγουρος ότι δε θα την πείραζε ο αέρας και περίμενε στωικά. Πάλι μια παγερή αύρα απλώθηκε στον χώρο και αμέσως μετά, μια κατάψυχρη πνοή, σαν ξεροβόρι μες στο καταχείμωνο, έσβησε τη λάμπα μονομιάς. Ούτε και τότε φοβήθηκε κι απλώς, έγειρε να κοιμηθεί. Αίφνης, τον ξύπνησε ένας δυνατός κρότος, σαν κάτι να έσπασε σε μύρια κομμάτια και είδε, ενώ ήταν ακόμη θεοσκότεινα, ένα αλλόκοτο φως χαμηλά μες στην κουζίνα.Αυτά τα είχαν διηγηθεί οι γυναίκες της γειτονιάς στον δημοσιογράφο, ο οποίος δεν κατόρθωσε να βρει τον Κυριάκο να τον ρωτήσει από πρώτο χέρι, γιατί δεν είχε επιστρέψει ακόμη από τη δουλειά του.Τη στιγμή εκείνη γύρισε στο σπίτι και η οκτάχρονη κόρη της χήρας Ελένης Παπουτσιδάκη, η Μελπομένη, η οποία αποκάλυψε πως κι αυτή είχε δει το φάντασμα της όμορφης ξανθής κοπέλας. Επανειλημμένως…Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 13/03/1928…