Ο δημοσιογράφος της
“ΒΡΑΔΥΝΗΣ” Κώστας Φαλτάιτς, μαζί με τον διευθυντή του πνευματιστικού κύκλου
“Χαραυγή” Χρήστο Δημάρατο επέστρεψαν σαγηνεμένοι από το χωριό Γρανιτσαίικα Ηλείας, όπου είδαν με τα μάτια τους και κατέγραψαν σχολαστικά τα όσα απίθανα εκτυλίχτηκαν εκεί, εκπορευόμενα από μια απλή χωριατοπούλα, τη Χαρίκλεια Νικολακοπούλου ή Βλάχου.
Η 18χρονη κοπέλα, λοιπόν, λάμβανε τα τελευταία δυόμισι χρόνια ερωτικές επιστολές από πρόσωπο που κανείς δεν είδε, που χανόταν ξαφνικά από τα μάτια των συγγενών της μέσα σε μια λεπτή στήλη καπνού, που προφήτευε τα μελλούμενα με θαυμαστή ακρίβεια, που έβλεπε μέσα από τοίχους, που κακοποιούνταν από άγνωστες δυνάμεις, που υπέπιπτε σε καταληπτικές κρίσεις υπό την επίδραση των οποίων μεταβαλλόταν παράδοξα η σωματική της υπόσταση, που συνομιλούσε με φαντάσματα, που μπορούσε να αιωρείται στο κενό…Όλα αυτά έπρεπε να μελετηθούν επιστημονικώς. Έτσι, οι δύο αυτοί άντρες αναχώρησαν από την Αθήνα τη Μεγάλη Τετάρτη και τη Μεγάλη Πέμπτη, λίγο μετά το μεσημέρι, ρουφούσαν τον καθαρό αέρα στα Γρανιτσαίικα του Πύργου Ηλείας.Δύο γνωστότατοι Πύργιοι έμποροι, οι κύριοι Χρύσανθος Μαραγκόπουλος και Χαράλαμπος Μπέλμπας, οι οποίοι γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις, τους συνόδευσαν με το αυτοκίνητο από τον Πύργο στο χωριό τούτο, το οποίο τόσες μυστηριώδεις και άγνωστες δυνάμεις το συντάρασσαν τα τελευταία δυόμισι χρόνια, ούτως ώστε να μην καταλήξει η αποστολή τους σε ναυάγιο φαντασιοκοπίας.Τα Γρανιτσαίικα απείχαν από τον Πύργο μόλις δύο ώρες. Ήταν ένα χωριό αρκετά ορεινό, με τους κατοίκους του να ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι χωρικοί ήταν άνθρωποι φιλότιμοι, εγκάρδιοι, ειρηνικοί, φιλόξενοι και καλοσυνάτοι.Μα, εκείνον τον καιρό, τα πράγματα είχαν πάρει άλλη ρότα, τρικυμισμένη. Οι χωρικοί είχαν μεταλλαχτεί σε όντα καχύποπτα και φοβισμένα.Το σπιτικό της Χαρίκλειας βρισκόταν στο μέσον του χωριού. Ήταν όλο κι όλο μια χαμηλή καλύβα με ανοιχτή αυλή. Είχε κι έναν λιλιπούτειο κήπο με λιγοστά δέντρα. Η καλύβα που άλλοτε τρανταζόταν από γέλια και χαρές, σιωπούσε από πένθος και ερήμωση.Δυο παιδιά του χωριού που πέρασαν από μπροστά τους, έσπευσαν να απομακρυνθούν τρέχοντας μακριά από το μέρος, ρίχνοντας πίσω τους τρομαγμένες ματιές και αλαφιασμένες, κοφτές ανάσες.
-Αυτό είναι το σπίτι της Χαρίκλειας Νικολακοπούλου ή Βλάχου; πρόκανε να ρωτήσει ο Δημάρατος.Καμιά απάντηση δεν έλαβαν από τα παιδιά, που όπου φύγει, φύγει… Τα βήματά τους τάχυναν ακόμη περισσότερο, ώσπου οι φιγούρες τους έσβησαν στην καμπή του δρόμου.
-Θα μάθουμε ό,τι θέλουμε σε κανένα μαγαζί, είπε ο Μαραγκόπουλος.Το σπίτι με τα μικρά παράθυρα φαινόταν έρημο, αδειανό. Μέσα, όμως, έμεναν απομονωμένοι από τον κόσμο όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και πνεύματα. Δυνάμεις διαβολικές, όπως πίστευε το χωριό και όπως βεβαίωνε ο Δημάρατος.Ο δημοσιογράφος Κώστας Φαλτάιτς, του οποίου οι αμφιβολίες για το όλο ζήτημα ήταν πολλές, στη θέα του σπιτιού με την ερειπωμένη όψη, άρχισε να σκέπτεται κι εκείνος ότι κάποιο ανομολόγητο μυστήριο πλανιόταν πάνω από το καλύβι, αλλά και πάνω από το χωριό.Έτσι, οι ξένοι κατέφυγαν στο μικρό παντοπωλείο του Παναγιώτη Κατσιλέρη, που ήταν κοντά στο σπιτικό του Βλάχου. Ο παντοπώλης ήταν ο μόνος άνθρωπος του χωριού που μπορούσε να εξασκήσει κάποια επίδραση στον γέρο Βλάχο.Παρ’ όλα αυτά, κοπίασαν πολύ μέχρι να πείσουν τον παντοπώλη να στείλει κάποιο παιδί να γυρέψει τον γέρο Βλάχο.
-Έχει ένα πείσμα γαϊδουρινό τούτος ο άνθρωπος! Το σπουδαιότερο είναι ότι δεν εννοεί να αφήσει το σπίτι του ούτε για μια στιγμή, υπογράμμισε με έμφαση ο Κατσιλέρης.
-Γιατί;-Φυλάει οπλισμένος την κόρη του. Πιστεύει ότι θα καταφέρει να πιάσει αυτούς που της στέλνουν τα παράξενα γράμματα και που της επιτέθηκαν.-Μα, ποιοι να είναι άραγε οι άνθρωποι αυτοί;-Μπα, δεν είναι άνθρωποι… Αν ήταν άνθρωποι, θα τους είχαμε πιάσει δυόμισι χρόνια τώρα. Δεν μπορώ να σας πω τίποτε άλλο. Αν θελήσει, να σας τα πει ο πατέρας της, όχι εγώ. Δε θέλω να φανώ κακός.Αφού περίμεναν και περίμεναν και η ώρα περνούσε και είχαν πεισθεί πια πως ο Βλάχος δε θα ερχόταν, ξάφνου φάνηκε στην πόρτα του παντοπωλείου ένας γεράκος με άσπρα γένια, με σοβαρή κι επιβλητική μορφή, αλλά με μάτια που δεν ήταν σίγουρο αν φανέρωναν μίσος ή θυμό.
-Κάθισε, μπάρμπα-Νικόλα. Μη στέκεις όρθιος. Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να σου μιλήσουν, είπε ο παντοπώλης στον γέρο, δείχνοντας τους ξένους.Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 17/04/1928…