Όταν η Χαρίκλεια Νικολακοπούλου ή Βλάχου μπήκε στο τρένο, για να επιστρέψει από την Πάτρα στο χωριό της, τα Γρανιτσαίικα Ηλείας, ταξίδευε μαζί με το φάντασμα του νέου, που δεν την άφηνε σε ησυχία.
Η κοπέλα, παντελώς ανυποψίαστη, μην έχοντας την παραμικρή ιδέα του τι πραγματικά συνέβαινε, ζήτησε από τον άντρα να μην κατεβεί μαζί της στον ίδιο σταθμό, γιατί δεν επιθυμούσε να τους δουν μαζί και να την κακολογήσουν για απρεπή κι ανάρμοστη συμπεριφορά.Ο νέος πάντοτε στεκόταν στ’ αριστερά της.Εκείνος, όμως, αδιάλλακτος και αποφασισμένος, την ακολουθούσε όπως η σκιά της. Της μιλούσε ακατάπαυστα, ενώ το κορίτσι διαμαρτυρόταν έντονα. Ο κόσμος, αποσβολωμένος, έβλεπε μια νεαρή κοπέλα που μιλούσε μονάχη της και χειρονομούσε ζωηρά. Τον άντρα δεν τον έβλεπε κανείς…Όταν η Χαρίκλεια έφτασε επιτέλους στο χωριό της, οι οικείοι της νόμισαν πως το κορίτσι τους πάει, τρελάθηκε, έχασε το μυαλό της. Αλλά εκείνη δεν έδειχνε κανένα σημείο διανοητικής διαταραχής. Ήταν λογική, κανονική σε όλα.Κατά τις συζητήσεις μεταξύ της κοπέλας και των οικείων της, η κόρη άρχισε για πρώτη φορά να υποπτεύεται (τόσο πλήρης ήταν η υλοποίηση του φαντάσματος) ότι ο νεαρός δεν ήταν διόλου πραγματικός! Ήταν τόση η επιμονή της, εν τούτοις, ότι ο άντρας αυτός υπήρχε στ’ αλήθεια, ώστε οι οικείοι της απέδωσαν την κατάστασή της σε σατανικές επιδράσεις και προέβησαν σε παρακλήσεις, δεήσεις και προσευχές, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να αποτρέψουν την επίδραση του
“Έξω από δω”, όπως έλεγαν, από την κόρη τους.Φυσικά, τα μέσα αυτά δε βοήθησαν καθόλου και τα φαινόμενα που άρχισαν να παράγονται ήταν ακόμη πιο συνταρακτικά, πιο καθηλωτικά!Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως από ντροπή και αιδώ, η Χαρίκλεια δεν είχε αποκαλύψει στα μέλη της οικογένειάς της πως ο νεαρός, που έβλεπε πάντοτε στ’ αριστερά της, ήταν κάποιος που ήταν σφοδρά ερωτευμένος μαζί της.Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, όταν εξακολουθούσαν να καταφτάνουν οι μυστηριώδεις ερωτικές επιστολές, όπου κάποιος άγνωστος επιθυμούσε διακαώς να πάρει γυναίκα του τη Χαρίκλεια, κανείς δεν τις συνδύασε με το φάντασμα.Αντιθέτως, ο πατέρας της έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τον επιστολογράφο, γιατί θεωρούσε πως είχε φτάσει η στιγμή να παντρευτεί η κόρη του αυτόν τον παθιασμένο θαυμαστή, ώστε και η ίδια να ησυχάσει, να μερέψει και να απαλλαγεί από τις ανομολόγητες σκιές.Μια μέρα, όμως, που η Χαρίκλεια ήταν έξω στα χωράφια, είδε να εμφανίζονται ξαφνικά δύο άτομα, που άρχισαν να την καταδιώκουν. Τρομοκρατημένη, επέστρεψε τρέχοντας στο σπιτικό της και διηγήθηκε τα πάντα στους οικείους της.Συγχρόνως, όμως, της εμφανίστηκε κι ένα άλλο πνεύμα, το οποίο την προστάτευε από κάθε κακό, την καθοδηγούσε και τη συμβούλευε, όπως θα δούμε παρακάτω.Το προηγούμενο καλοκαίρι, εκείνο του 1927, η Χαρίκλεια, ενώ βρισκόταν ακόμη στο χωριό της, τα Γρανιτσαίικα, είδε αίφνης τρεις άντρες που την άρπαξαν, της φίμωσαν το στόμα με μια κοτσίδα από αντρικά μαλλιά και της έκοψαν πέρα για πέρα τα πανέμορφα μακριά, κατάξανθα μαλλιά της. Φαντάζεται κανείς την ντροπή τη δική της και της οικογένειάς της, που κάτι τέτοιο θεωρούνταν ασχήμια, ατίμωση και προσβολή.Όσο κι αν έψαξαν όλοι οι χωριανοί να βρουν τους ενόχους, οι δράστες έμοιαζαν να είχαν εξαφανιστεί. Λες και τους είχε καταπιεί η γη. Ωστόσο, ο άντρας της αδελφής της, ένα παλικάρι υπερήφανο και ανδρείο, σκέφτηκε να πάρει τη Χαρίκλεια στο χωριό που έμενε μαζί με τη γυναίκα του, το Κολίρι Ηλείας. Εκεί, ήταν σίγουρος, πως κανείς δε θα τολμούσε να πειράξει πάλι τη γυναικαδέλφη του, να της κάνει κακό και να την ατιμάσει.Η Χαρίκλεια τους ακολούθησε στο Κολίρι, αλλά αυτά που σημειώθηκαν εκεί, συντάραξαν τους πάντες.Μια μέρα, ενώ η κοπέλα βρισκόταν σ’ ένα δωμάτιο μαζί με τα μέλη της οικογένειάς της, εντελώς ξαφνικά το κορμί της άρχισε να σβήνει, μέχρι που διαλύθηκε σαν καπνός! Σάστισαν οι άνθρωποι! Ούρλιαζαν! Έκλαιγαν! Έκαναν σταυρούς και προσευχές! Σκόρπισαν τριγύρω και βάλθηκαν να την ψάχνουν. Τη βρήκαν ατάραχη να κάθεται καταγής, καταμεσής του κήπου…Μια άλλη μέρα, μια μέρα τραγική, είδαν τη Χαρίκλεια να ανυψώνεται αργά και να στέκεται μετέωρη στο κενό. Γονάτισαν οι Χριστιανοί και γύρεψαν βοήθεια από τον Θεό. Τι άλλο να έκαναν, στ’ αλήθεια;Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 08/04/1928…