Το απόγευμα της 5ης Απριλίου του 1928, στις 16:30, πήγαν στο σπίτι της Κωνσταντίας Νικολαΐδου, προκειμένου να συνεχίσουν την έρευνα για το στοιχειωμένο σπίτι του συνοικισμού Συγγρού και για το φάντασμα της ξανθής κόρης.
Προηγήθηκαν μερικές ερωτήσεις, οι οποίες κατέπληξαν τους άλλους δύο παρευρισκομένους, που είχαν έρθει για να πεισθούν. Το μέντιουμ τους είπε όχι μόνο πράγματα γνωστά, αλλά και περιέγραψε με θαυμαστή ταχύτητα, ευχέρεια και ακρίβεια σκηνές άγνωστες. Όπως εξακριβώθηκε, η Κωνσταντία είχε ανεπτυγμένη την ιδιότητα της τηλεπάθειας, αλλά και της διόρασης. Ακριβώς γι’ αυτό κρίθηκε πολύτιμη η συμβολή της στην έρευνά τους.Σχετικώς με ό,τι συνέβη στη χήρα Ελένη Παπουτσιδάκη, η Κωνσταντία ανέφερε:
-Η γυναίκα αυτή είδε το φάντασμα πρώτα στον ύπνο της και την προειδοποίησε για το τραγικό δυστύχημα που επρόκειτο να συμβεί στο παιδί της. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό, ώστε πίστεψε πως το είδε στην πραγματικότητα. Έπειτα, το φάντασμα της παρουσιάστηκε και στον ξύπνιο της. Είδε απλώς μια φωτεινή σκιά από την οποία έπλασε η φαντασία της ένα κορίτσι. Είναι συνδεδεμένη με το πνεύμα αυτό. Το πνεύμα, που παρακολουθεί τη χήρα σε κάθε της βήμα, δεν μπορώ να το διακρίνω. Μπορώ μονάχα να δω την ίδια τη χήρα, πάντα φοβισμένη, πολύ φοβισμένη…-Τι είναι το πνεύμα της ξανθής κόρης; Είναι πνεύμα μιας γυναίκας τρελής, όπως περιγράφτηκε;-Όχι. Είναι πνεύμα γυναίκας που πέθανε προ πολλού.-Βλέπεις κάποιο έγκλημα;-Όχι. Δε βλέπω κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, βλέπω πως το πνεύμα που παρουσιάστηκε στη χήρα είναι συνδεδεμένο μαζί της πολύ πριν κατοικήσει σε τούτο το σπιτικό.Η Κωνσταντία, όταν αφυπνιζόταν, δε θυμόταν τίποτε από όλα όσα είχαν προηγηθεί. Όταν, λοιπόν, ρωτήθηκε για το στοιχειωμένο σπίτι, εάν υπήρχαν οστά, αποκρίθηκε ξανά κατηγορηματικώς πως στο έδαφος του σπιτιού δεν κρυβόταν κανένας σκελετός.Αργότερα, ο δημοσιογράφος θέλησε να ρωτήσει το μέντιουμ και για τον Στέλιο Γραβαρία. Χωρίς να της αποτείνει καμία ερώτηση, απέθεσε το χέρι του στο χέρι της Κωνσταντίας και ο σύζυγός της της είπε:
-Πήγαινε τώρα, Κωνσταντία, με τον κύριο.-Ο κύριος με πηγαίνει σε μια φτωχική συνοικία. Βλέπω έναν νέο. Τον λένε Στέλιο.-Συνδέσου με το πνεύμα του. Παρακολούθησέ το. Να δεις πού θα σε οδηγήσει…-Μα, πού με πάει; Α! Μια σιδηροδρομική γραμμή. Μπαίνουμε στο τρένο. Έπειτα, σ’ άλλο τρένο. Πού είμαστε εδώ άραγε; Στάσου να ρωτήσω. Α! Στη Λαμία! Ο Στέλιος γυρεύει εδώ το ίδιο πράγμα με τη χήρα, δηλαδή γυρεύει το ξανθό κορίτσι.-Κοίταξε να το βρεις, Κωνσταντία.-Δεν υπάρχει εδώ.-Να σου πω το όνομά του, για να βρεις το κορίτσι (της ανέφερε το όνομα που τους είχε δοθεί κατά τη διάρκεια του υπνωτισμού του Στέλιου).
-Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα εδώ. Ο Στέλιος το φαντάστηκε. Δεν ξέρει κανείς ένα τέτοιο όνομα στη Λαμία. Στη Λαμία ψάχνουν πολλοί, αλλά κανείς δε θα βρει τίποτε. Ούτε στο στοιχειωμένο σπίτι αν ψάξετε, δε θα βρείτε τίποτε.-Κωνσταντία, τι έχει ο Στέλιος; Ξέρεις;-Αυτή τη στιγμή, το πνεύμα του είναι ταραγμένο. Νομίζει πως είναι δαιμονισμένος, αλλά όχι πια. Δεν είναι δαιμονισμένος πια. Αυτό που τον βασανίζει είναι ο ίδιος του ο φόβος.-Θα γίνει καλά;-Θα γίνει καλά, όχι, όμως, ακόμη. Πρέπει πρώτα να ησυχάσει το πνεύμα του.-Μήπως νοσεί από κάποια οργανική ασθένεια;-Όχι. Όχι. Δεν έχει καμία αρρώστια. Μόνο το μυαλό του υποφέρει. Θα γίνει καλά. Αλλά όχι τώρα.-Έλα πίσω τώρα. Πες μας πού θα πάει απόψε ο πρώτος κύριος που κάθεται δίπλα σου;-Ο κύριος είναι προσκεκλημένος απόψε σ’ ένα δείπνο.Και η Κωνσταντία ανέφερε με αφοπλιστική ακρίβεια το όνομα και τη διεύθυνση.Στο τέλος, ο σύζυγός της είπε:
-Τώρα, θα πας όπου θα σε στείλει ο άλλος κύριος, αναφερόμενος στον δημοσιογράφο.
-Α! Ο κύριος αυτός με στέλνει σ’ ένα τρένο των Πατρών. Πηγαίνω σ’ ένα χωριό. Ω! Τι όμορφο μέρος! Άνοιξη! Τα πάντα μοσχοβολούν! Να και μια βίλα. Μπαίνω σ’ ένα σπίτι. Βλέπω έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, έναν άλλον άντρα κι ένα κορίτσι. Είναι ντυμένο φτωχικά, σαν βοσκοπούλα.-Παρακολούθησε το κορίτσι.Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 06/04/1928…