Είχαν ήδη συμφωνήσει μεταξύ τους πως στις 9 το βράδυ της Δευτέρας 19 Μαρτίου του 1928, όλη η παρέα θα συναντιόταν εκ νέου στο ατελιέ του ζωγράφου και πνευματιστή κυρίου Αποστολίδη, όπου θα γινόταν απόπειρα να εκδιωχθεί το κακόβουλο πνεύμα που είχε καταλάβει τον Στέλιο Γραβαρία.
Ο δημοσιογράφος έφτασε εκεί μαζί με τον ιατρό κύριο Κανελλόπουλο. Βρήκαν στη μεγάλη αίθουσα του ατελιέ, όπου τελούνταν οι πνευματιστικές συνεδριάσεις και τα πειράματα, τον Στέλιο, μαζί με τον γιο της νονάς του, τον Δημήτρη Φαμελίτη, ο οποίος τον είχε περιποιηθεί καλύτερα κι από αδερφός. Επίσης, είχαν έρθει και τρεις φίλοι τους από τη γειτονιά τους, από τα Παλαιά Σφαγεία. Ήταν οι Σάββας Παπαδόπουλος, Γεώργιος Χατζηπέτρος και Θεόδωρος Παπαδόπουλος.Ο Στέλιος, μ’ ένα χακί πανωφόρι, με τα χέρια στις τσέπες, άτολμος και συνεσταλμένος, κοίταζε ολόγυρά του, μην έχοντας την παραμικρή ιδέα του τι θα επακολουθούσε. Επίσης, έφτασε και μια μικρή ομάδα ανθρώπων της εφημερίδας
“Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, δημοσιογράφοι και φωτογράφοι.Ο κύριος Αποστολίδης πλησίασε τον Στέλιο και του είπε να φανεί δυνατός, ψύχραιμος, θαρραλέος και τον βεβαίωσε πως θα τον έκανε καλά. Οι περισσότεροι που δεν τον είχαν δει κατά τη διάρκεια της κρίσης του, τον πολιορκούσαν με ερωτήσεις. Με τα μάτια κατεβασμένα, φανερά ντροπαλός, απαντούσε σε όλες τους τις ερωτήσεις, πάντα με τα χέρια στις τσέπες. Αμήχανος.Η ώρα είχε πάει 9:30 μ.μ. και το μέντιουμ, ο ιατρός κύριος Μουζάκης, δε είχε φανεί ακόμα.Εν τω μεταξύ, ήρθαν και δύο δεσποινίδες, που όταν έμαθαν, όμως, ότι το πείραμα αφορούσε στην εξαγωγή δαιμονίου από έναν νέο άνθρωπο, σηκώθηκαν κι έφυγαν ευθύς.Σε μια στιγμή, ο κύριος Αποστολίδης είπε χαμογελώντας φιλικά:
-Σε λίγο θα έρθει κι ο Μουζάκης και θα τακτοποιήσει το πνεύμα που κατέχει τον Στέλιο μια χαρά!Ο Στέλιος τον κοίταζε εύπιστα και μια ελάχιστη ελπίδα αχνοφώτισε τα μάτια του. Αλλά δεν πέρασαν μερικά λεπτά και ξάφνου, άρχισαν οι σπασμοί.Ο Τούρκος ξεκίνησε να μιλά μέσα από τον νεαρό άντρα πολύ νωρίτερα από ό,τι είχε ανακοινώσει την προηγούμενη μέρα και λίγο πριν εισέλθει στην αίθουσα το μέντιουμ.
-Ήρθες για να προλάβεις, ε; ειρωνεύτηκε ο Αποστολίδης.
-Ναι, ήρθα για να προλάβω, κάγχασε ο Τούρκος με μια φωνή πέτρινη.Ο ζωγράφος άρπαξε ένα μπουκάλι, το έδειξε στον Στέλιο και του είπε:
-Ξέρεις πού θα σε κλείσω; Εδώ μέσα! Κι έπειτα θα σε κάψω!-Δε σε φοβάμαι. Είμαστε πολλοί! Απόψε ήρθα για να παλέψουμε. Παλέψαμε και με άλλους. Και νικήσαμε. Θα νικήσουμε κι εσάς!Εκείνη τη στιγμή μπήκε τρέχοντας ο Μουζάκης, ο οποίος προχώρησε προς τον Στέλιο άφοβα, τον έπιασε από το πηγούνι και του είπε:
-Κοίταξέ με καλά! Εμένα κοίτα! Θα σε διώξω από δω μέσα!-Είμαστε πολλοί! Είμαστε 24. Εγώ είμαι ο αρχηγός τους!, ωρυόταν η τραχιά φωνή, μιλώντας ταχύτατα και ανακατεύοντας ελληνικές και τουρκικές φράσεις.
-Δεν είσαι αρχηγός, δεν είσαι τίποτα. Ένας είσαι. Ένας και μοναχός. Απόψε είναι η τελευταία σου βραδιά. Είσαι ένα πνεύμα ακάθαρτο και τίποτε άλλο. Θα σε πιάσουμε, θα τα πεις όλα και θα σε τιμωρήσουμε!-Σίμντι τσοτζουγιού ντοβετζέιμ (Τώρα θα δείρω το παιδί!)
. Γκέλνις, σίμντι Αμπντουλάχ, Χασάν, Αλή, Μεχμέτ (και ακολούθησαν γρήγορα κι άλλα τουρκικά ονόματα).Ο Στέλιος σήκωσε τα χέρια του, τύλιξε το κορμί του, το οποίο συστρεφόταν, ωσάν ανθρώπου που τον μαστίγωναν.
-Είδατε πώς τον χτυπώ; Θα τον κάνω ό,τι θέλω! Εγώ είμαι ο δυνατός! Θα κάνω κακό σε όλους σας!-Είσαι ανίκανος! Σε λίγο ο Στέλιος θα ελευθερωθεί από την παρουσία σου κι εσύ θα χαθείς μια για πάντα!, πρόσθεσε ο Αποστολίδης.Αίφνης, ο Μουζάκης πήρε στα χέρια του το Ευαγγέλιο και το άνοιξε μπροστά στον Στέλιο, του οποίου τα μάτια ήταν κατάκλειστα.
-Ξέρεις τι είναι αυτό; ρώτησε τον νεαρό.
-Η Σολομωνική. Τίποτα δεν είναι. Σκουπίδια. Παρ’ το από μπροστά μου! Παρ’ το, είπα! Τώρα!-Αυτό θα σε εξολοθρεύσει! Πες ποιος είσαι! Ποιο ακάθαρτο πνεύμα είσαι!, διέταξε ο Μουζάκης.Τότε, ο Αποστολίδης βγήκε από την αίθουσα, πέρασε στο άλλο δωμάτιο, μπήκε στον σκοτεινό προθάλαμο και ανέκραξε από εκεί:
-Ξέρεις πού βρίσκομαι τώρα; Ξέρεις τι είναι εδώ;-Νε γιαπατζάιμ σίμντι; (Τι θα κάμω τώρα;) ψέλλισε το δαιμόνιο μέσα απ’ το στόμα του Στέλιου με φωνή παράδοξη, αλλά ασθενική.Όταν ο ζωγράφος επέστρεψε στην αίθουσα, οι παριστάμενοι τον ρώτησαν τι υπήρχε εκεί μέσα που έκανε το ακάθαρτο πνεύμα να φοβηθεί. Και τους απάντησε:
-Ξέρει αυτός τι είναι. Είναι ο τάφος του άλλου δαιμονίου που κάψαμε πριν από έξι μήνες. Έχει έναν σταυρό στον τοίχο. Έτσι θα καεί κι αυτό!-Σίμντι έπσι γιαπατζάιμ (Τώρα όλα θα τα κάμω), αποκρίθηκε σιγανά.
-Λοιπόν, αν θες να φανούμε επιεικείς, θα μας πεις ποιος είσαι. Το όνομά σου! Λέγε!-Εωσφόρο με λένε. Εγώ είμαι ο σκύλος ο άσπρος. Εγώ είμαι ο σκύλος ο μαύρος. Εγώ είμαι η γάτα. Εγώ είμαι η σκιά. Εγώ είμαι το φάντασμα. Εγώ είμαι ΟΛΑ.-Πού κατοικείς; Λέγε!-Κατοικούμε στο πηγάδι του ζόφου, στο Μοσχάτο. Βγαίνουμε για να βλάψουμε τους άπιστους τους Χριστιανούς.Στα τζάμια των παραθύρων ακούστηκαν οξείες γραντζουνιές. Το φως τρεμόπαιξε. Μια πόρτα έτριξε ανοίγοντας πολύ σιγά και κατόπιν έκλεισε με ξέφρενο πάταγο.
-Θα βγεις, αν θέλεις να σωθείς!, ούρλιαξε ο Αποστολίδης.
-Μπέντα ιστέριμ τσικμάκ (Κι εγώ θέλω να βγω).Κι έπειτα, με φωνή απελπισίας, ψιθύρισε:
-Νε γιαπατζάιμ σίμντι.-Πάει, σε λιγάκι θα τον έχουμε του χεριού μας. Δε βλέπετε πως τα ‘χασε;Αλλά, πάλι το δαιμόνιο πήρε θάρρος κι άρχισε χαμηλόφωνα να ψέλνει στίχους από το Κοράνι.
-Σε ποιο τάγμα ανήκεις; ζήτησε να μάθει ο ζωγράφος.
-Αυτό δεν μπορώ να το πω.-Είπα! Σε ποιο τάγμα ανήκεις; Πες αμέσως!-Δεν το λέω!-Θα σε κάνω να τα πεις όλα!Ένα γουργούρισμα αλλόκοτο, σαν να χύνονταν ορμητικά όμβρια ύδατα σε φρεάτιο, διαπέρασε τον χώρο. Αναδυόταν από την κοιλιά του Στέλιου, που φούσκωνε, ξεφούσκωνε, ανταριαζόταν, πρηζόταν, ξεπρηζόταν, τρανταζόταν, και έλεγε κανείς πως θα διαρραγεί εκεί, μπροστά στα μάτια τους. Οι ψυχές τους σφίχτηκαν κόμπο. Μια φωνή αηδιαστική, εμετική, φουρκισμένη, πρόσταξε τον νεαρό:
-Στέλιο, σήκω τώρα! Θα τους παλέψεις! Διάλυσέ τους, είπα! Τώρα!Ο Στέλιος, με τα βλέφαρα ακόμη ερμητικά σφαλιστά, τρέμοντας σύγκορμος, με σφαίρες ιδρώτα σε όλο του το σώμα, τρέκλιζε παράξενα, παλεύοντας να σταθεί στα πόδια του. Τότε, έτρεξαν μερικοί, πρωτοστατούντος του Δημήτρη Φαμελίτη, οι οποίοι προσπάθησαν να τον κρατήσουν στη θέση του. Άλλοι, όμως, παραμέρισαν τρομοκρατημένοι, φοβούμενοι πως θα τους έβλαπτε, πως θα τους επιτιθόταν.
-Μη φοβάται κανείς! Δεν μπορεί να κάνει τίποτε το μιαρό αυτό πνεύμα, διότι κατάλαβε ότι πλησιάζει η καταδίκη του, φώναξε ζωηρά ο Αποστολίδης.Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 21/03/1928…