Η 9η Ιουνίου 1895 υπήρξε ημέρα ζωηρών συγκινήσεων για τη μικρή πόλη του ιστορικού Ναυπλίου. Την προηγούμενη νύχτα, ένα φάντασμα είχε φανερωθεί στο Παλαμήδι, το φρούριο που υψώνει τον μεγαλοπρεπή όγκο του πάνω από τη γραφική πόλη.
Κατά τα μεσάνυχτα, πολύ δυνατοί κρότοι ακούστηκαν μέσα στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, που βρίσκεται στο πρώτο προαύλιο των φυλακών. Την ίδια στιγμή, το ανοιχτό παράθυρο της εκκλησίας σφραγίστηκε ορμητικά, εξαπολύοντας δριμύ πάταγο, χωρίς να φυσά ούτε πνοή ανέμου.
Οι σκοποί, που βρίσκονταν στις επάλξεις, ακούγοντας τους τρομακτικούς θορύβους, ρώτησαν από πάνω τον συνάδελφό τους σκοπό του προαυλίου να μάθουν από πού προέρχονταν οι απροσδιόριστοι κρότοι.
Ο σκοπός πήγε στο άλλο ανοιχτό παράθυρο του ναού κι άκουγε ισχυρότατους τριγμούς στο εσωτερικό του, σαν να γινόταν μέγας σεισμός. Κοίταξε μέσα στην εκκλησία προσεχτικά κι είδε έναν μαυροφορεμένο άνθρωπο να πηγαινοέρχεται πάνω – κάτω, πότε προς το τέμπλο και πότε προς την πόρτα. Σε μια στιγμή, η μαύρη αυτή σκιά χάθηκε στο Ιερό, κρύφτηκε πίσω από την Αγία Τράπεζα και πάλι φανερώθηκε.
Ο σκοπός κάλεσε αμέσως τον υπαρχιφύλακα δεκανέα, πλησίασαν μαζί κι είδαν τον μυστηριώδη άνθρωπο να κάθεται ήρεμα στο σκαλοπάτι της Ωραίας Πύλης. Ειδοποιήθηκε κι ο αρχιφύλακας λοχίας του φυλακίου του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος, μόλις έμαθε ότι υπάρχει κάποιος μέσα στον ναό, άνοιξε ευθύς το κελί των φυλακών που συνόρευε με την εκκλησία, δηλαδή το μόνο κελί που πίστευε ότι μπορούσε να γίνει απόδραση κρατουμένου. Ο λοχίας καταμέτρησε τους κατάδικους και τους βρήκε σωστούς σε αριθμό, δηλαδή 26.
Πραγματικά έκπληκτος ο λοχίας, μαζί με δυο συντρόφους του, κατευθύνθηκαν στο παράθυρο που είχε κλείσει ανεξήγητα. Ο λοχίας το έσπρωξε με δύναμη και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον μαυροφορεμένο άντρα.
«Τις ει;», τον ρώτησε με βροντερή φωνή, αλλά δεν έλαβε καμιά απάντηση. Ετοίμαζαν τα όπλα τους και ξαναρώτησαν πιο έντονα αυτή τη φορά. Το φάντασμα, όμως, γύρισε απλώς και τους κοίταξε μ’ ένα πολύ σοβαρό ύφος. Για κάποιον λόγο ανεξήγητο, οι σκοποί απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους και προτίμησαν να ειδοποιήσουν όλη τη φρουρά, καθώς και τον φρούραρχο του Παλαμηδίου Δημ. Κανέλλη, λοχαγό του Πεζικού.
Ο φρούραρχος, συνοδευόμενος από λοιπούς αξιωματικούς, μπήκε στην εκκλησία, έψαξαν παντού, αλλά δεν βρήκαν απολύτως κανέναν. Στο διάστημα αυτό, όλο το Παλαμήδι ήταν ανάστατο. Είχαν ξυπνήσει οι φυλακισμένοι, είχαν ανάψει κεριά και κοίταζαν περίεργοι έξω από τα κάγκελα.
Η φήμη ότι ο Άγιος Ανδρέας είχε φανεί ολόσωμος μέσα στον ναό του, είχε δημιουργήσει στις ψυχές των κρατουμένων μια ιερή ανατριχίλα. Στο απέναντι κελί, ένας παπάς, Γκρίλλιας ονόματι, καταδικασμένος για φόνο σε 11 χρόνια φυλάκιση μαζί με τον γιο του, έψελνε μεγαλοφώνως τα τροπάρια του Αγίου και εξόρκιζε τους άλλους συγκαταδίκους του να μετανοήσουν για τα εγκλήματά τους, για να σωθούν. «Είμαστε βουτηγμένοι στο αίμα, στο αίμα! Ο Άγιος ζητάει τη μετάνοιά μας!», ούρλιαζε αλλόφρων ο αμαρτωλός παπάς.
Η ξεκούρντιστη φωνή του αντηχούσε αφύσικη κι απόκοσμη μέσα στο σκοτάδι. Εν τω μεταξύ, ο φρουρός του προαυλίου, που είχε τη φήμη του γενναίου άντρα, πληροφόρησε σε λίγο τον φρούραρχο πως ξαναείδε μέσα στην εκκλησία το μυστηριώδες άτομο, μόνο που εκείνη τη φορά ήταν ασπροντυμένο.
Όσοι είδαν με τα ίδια τους τα μάτια την παράξενη μορφή μέσα στο μικρό εκκλησάκι του Παλαμηδίου, έπαιρναν όρκο πως επρόκειτο για τον Άγιο Ανδρέα.
Από εκείνη τη νύχτα κι έπειτα, οι Ναυπλιώτες είχαν χάσει για αρκετό καιρό τον ύπνο τους. Αγρυπνούσαν, κοιτάζοντας τις επάλξεις του φρουρίου, που κρεμόταν επιβλητικά πάνω από τα κεφάλια τους, αλλά το φάντασμα δεν ξαναφάνηκε. Αντιθέτως, οι κρατούμενοι του Παλαμηδίου ένιωθαν μια απροσδιόριστη γλυκύτητα στην ψυχή τους και μια περίσσεια ανάγκη για μετάνοια και περισυλλογή.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 29/11/1934…