Ένας Άγγλος ναυτικός, ο πλοίαρχος Frederick Marryat, κυβερνήτης ενός υπερωκεανίου, αλλά και μετέπειτα συγγραφέας, σ’ ένα από τα τελευταία του ταξίδια, ξεκουραζόταν μια νύχτα στην καμπίνα του, όταν άκουσε έναν παράξενο θόρυβο.
Τέντωσε τα αυτιά του κι αφουγκράστηκε προσεχτικά. Ο θόρυβος ακούστηκε κάπου πλάι του, μα δεν μπορούσε να προσδιορίσει από ποιο σημείο ακριβώς προήλθε.
Καθώς περιέφερε το βλέμμα του ανήσυχα τριγύρω, είδε ξαφνικά κάτι που τον έκανε να πεταχτεί όρθιος, σαν ελατήριο. Σε μια γωνία της καμπίνας του, στεκόταν η μορφή του μικρότερου αδερφού του, ο οποίος βρισκόταν στην πατρίδα τους, την Αγγλία. Η μορφή μειδίασε γλυκά, αλλά συγχρόνως, θλιβερά και λυπημένα.
Ο πλοίαρχος Marryat ετοιμάστηκε να μιλήσει στον αδερφό του, μα δεν πρόφτασε, καθώς η απόκοσμη μορφή έγινε αμέσως άφαντη. Για κάμποση ώρα, ο πλοίαρχος απόμεινε κερωμένος, με τα μάτια καρφωμένα στη γωνιά της καμπίνας, αδημονώντας να ξαναφανεί η οπτασία.
Μάταια, όμως, περίμενε. Κατόπιν, στράφηκε μηχανικά στο ημερολόγιο και στο ρολόι του. Ήταν η ώρα έντεκα νυχτερινή, της 17ης Μαρτίου. Το ταξίδι, όπως ήταν φυσικό, συνεχίστηκε κανονικά κι όταν έφτασαν στη Νέα Υόρκη, ο πράκτορας της εταιρίας έδωσε στον πλοίαρχο ένα τηλεγράφημα, που προερχόταν από την οικογένειά του και τον πληροφορούσε πως στις 17 Μαρτίου, στις έντεκα τη νύχτα, ο μικρότερος αδερφός του είχε αφήσει, εντελώς αναπάντεχα, την τελευταία του πνοή.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 05/02/1933…