Μια πραγματικά ανατριχιαστική ιστορία, την οποία αφηγούνταν με κάθε λεπτομέρεια οι αγγλικές εφημερίδες στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1933, είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Η Λαίδη Άννα Λέιστερ, ένα χαϊδεμένο παιδί της βρετανικής αριστοκρατίας, λουλούδι του θερμοκηπίου των γαλαζοαίματων και μανιώδης τενίστρια, είχε βυθιστεί στο πένθος, εξαιτίας της μυστηριώδους εξαφάνισης του συζύγου της, του Λόρδου Άρθουρ Γκόμπερυ-Λέιστερ, ένα μήνα νωρίτερα.
Ο Λόρδος έφυγε μια νύχτα του Αυγούστου από το σπίτι του, για να μην επιστρέψει ποτέ. Η σύζυγός του έτρεξε την επομένη να καταγγείλει την εξαφάνισή του στην Αστυνομία. Έγιναν έρευνες παντού, ακολούθησαν δημοσιεύσεις στις εφημερίδες και ενημερώθηκαν οι πάντες. Οι φίλοι του υπέθεσαν ότι ενδεχομένως υπέφερε από αμνησία. Αν και ανακρίθηκαν όλοι όσοι θα μπορούσαν να γνωρίζουν κάτι σχετικό, κανείς, ωστόσο, δεν τον είχε δει τη μοιραία εκείνη νύχτα.
Απαρηγόρητη η Λαίδη Άννα, βουτήχτηκε στην άβυσσο της θλίψης και δεν έπαψε ούτε στιγμή να διαδίδει ότι ο άντρας της είχε πέσει οπωσδήποτε θύμα κακοποιών, καθώς συνήθιζε να περιφέρεται στις κακόφημες συνοικίες του Λονδίνου, φέροντας μαζί του μεγάλα χρηματικά ποσά.
Τρεις μέρες μετά τη μυστηριώδη εξαφάνιση του Λόρδου Άρθουρ, οι υπηρέτες της συζύγου του είδαν μια θελκτική νεαρή γυναίκα να καταφτάνει στο μέγαρο των Λέιστερ και να ρωτά, με πολλές προφυλάξεις, εάν ήταν αληθής η είδηση της εξαφάνισης του Λόρδου. Σε καταφατική απάντηση του θυρωρού της έπαυλης, η αινιγματική νεαρή δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της.
Την επόμενη ημέρα, μία από τις πιο αγαπημένες και διάσημες χορεύτριες των Λονδρέζων, η Ίρμα Μπάουμερ, επισκέφτηκε κι εκείνη το μέγαρο και ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες για την τύχη του Λόρδου. Αν και φορούσε ένα ημιδιαφανές μαύρο βέλο, μολαταύτα ο θυρωρός την αναγνώρισε.
Το υπηρετικό προσωπικό γνωστοποίησε τις επισκέψεις αυτές στην απαρηγόρητη Λαίδη, η οποία έδειξε εξαιρετική ψυχραιμία. Δεν πέρασαν, εν τούτοις, πολλές μέρες και η πενθούσα απέλυσε όλους τους εργαζόμενους του αχανούς μεγάρου χωρίς καμιά δικαιολογία και κράτησε μόνο την πιο έμπιστη καμαριέρα της, μια Σκωτσέζα, που έμοιαζε σαν αντρογυναίκα, εξαιτίας του μεγάλου της μεγέθους.
Από τότε, η Λαίδη Άννα απέφευγε να δέχεται τους συγγενείς και τους φίλους της στο σπίτι της και έβγαινε μόνο από αυτό μόλις νύχτωνε, για να κάνει τη συνηθισμένη της βόλτα με το πολυτελές της αμάξι στα περίχωρα του Λονδίνου.
Οι γνωστοί της απέδωσαν την απομόνωσή της στον σπαραγμό που βίωνε με την ανεξήγητη απώλεια του συζύγου της. Όμως, στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι αραιοί νυχτερινοί διαβάτες της οδού Μάξγουελ, εκεί που βρίσκεται το μέγαρο των Λέιστερ, αντιλήφθηκαν μια γυναίκα στον εξώστη της πολυτελούς κατοικίας να χειρονομεί σαν τρελή και να συγκρατεί με κόπο τις κραυγές της φρίκης.
Επειδή ήταν περασμένα μεσάνυχτα, οι κατάπληκτοι διαβάτες περιορίστηκαν να ζητήσουν πληροφορίες από τον θυρωρό της έπαυλης. Όταν έμαθαν ότι η κυρία του σπιτιού βαρυπενθούσε, έδειξαν κατανόηση και τη συμπόνεσαν, γιατί υπέθεσαν ότι οι απεγνωσμένες χειρονομίες της και οι υπόκωφες κραυγές της οφείλονταν σε νευρικό παροξυσμό.
Την επόμενη νύχτα, οι περίοικοι άκουσαν ξανά παράξενα ουρλιαχτά, σχεδόν άναρθρα, από το μέγαρο της Λαίδης, την ίδια περίπου ώρα. Έμεναν, εν τούτοις, με τη βεβαιότητα ότι η δύσμοιρη γυναίκα υπέφερε μαρτυρικά από τον χαμό του συζύγου της.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ποιο φρικτό δράμα παιζόταν πίσω από τους ψηλούς τοίχους του πλουσιότατου εκείνου σπιτιού, όπου μέσα στα δωμάτιά του είχαν απομείνει ολομόναχες οι δυο γυναίκες, η Λαίδη και η Σκωτσέζα καμαριέρα της.
Λίγες μέρες μετά, οι φίλοι του εξαφανισμένου Λόρδου αποφάσισαν να του κάνουν ένα επιβλητικό μνημόσυνο, επειδή ο Λόρδος Άρθουρ ήταν μέλος της Μεγάλης Λέσχης των Ευγενών του Λονδίνου και σύμφωνα με το καταστατικό τους, το μνημόσυνο θα πραγματοποιούνταν με έξοδα του ταμείου της.
Τη στιγμή, όμως, που ο γραμματέας της Λέσχης ρύθμιζε τις λεπτομέρειες, μια αδιανόητη πληροφορία έφτασε στα αυτιά του. Ο Λόρδος, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ένα εκλεκτό μέλος της Λέσχης των Ευγενών, δεν είχε εξαφανιστεί, αλλά είχε δολοφονηθεί από την ίδια τη γυναίκα του και το πτώμα του είχε τοποθετηθεί στο υπόγειο του μεγάρου, μέσα σ’ ένα κιβώτιο.
Έτσι, δίχως να χάσει καιρό ο γραμματέας, έσπευσε στο μέγαρο των Λέιστερ, όπου εκεί ενημερώθηκε πως η Λαίδη, μαζί με την έμπιστη καμαριέρα της, βρίσκονταν στα γραφεία της Κεντρικής Αστυνομικής Διεύθυνσης.
Στα γραφεία της Αστυνομίας τον περίμενε μια απροσδόκητη έκπληξη. Κατάφερε να φτάσει στο δωμάτιο, όπου κρατούνταν τελικά η ένοχη Λαίδη μαζί με την καμαριέρα και συνένοχό της, όπως αποδείχτηκε. Τη βρήκε ένα ανθρώπινο κουρέλι, που δεν έμοιαζε καθόλου με την πανέμορφη και υπεροπτική γαλαζοαίματη που γνώριζε.
Πράγματι, η ίδια η Λαίδη είχε σκοτώσει τον άντρα της σε έναν παροξυσμό ζήλιας, καθώς συνήθιζε να την απατά. Οι συχνές απιστίες του, άλλωστε, ήταν ο λόγος που τον σκότωσε. Προηγήθηκε μια σφοδρή λογομαχία ανάμεσά τους, όπου ο Λόρδος της είχε μιλήσει με μεγάλη σκληρότητα. Εκείνη, τότε, άρπαξε τα καλώδια της θερμάστρας και του προκάλεσε ηλεκτροπληξία. Το σώμα του τινάχτηκε σπασμωδικά και κατόπιν, πέθανε μέσα σε ανηλεείς σφαδασμούς.
Με μια πρωτοφανή ψυχραιμία, η Λαίδη πήρε το άψυχο κορμί του και βοηθούμενη από την πιστή καμαριέρα της, το κατέβασε στα δαιδαλώδη υπόγεια του μεγάρου, χωρίς να αντιληφθεί κανείς το παραμικρό και το παράχωσε μέσα σ’ ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, μέσα στο οποίο είχε τοποθετήσει διάφορες αποσυνθετικές χημικές ουσίες, που εμπόδιζαν τη δυσοσμία του πτώματος.
Μα, από την ειδεχθή εκείνη νύχτα, ξεκίνησε το μαρτύριο της Λαίδης. Μόλις σφάλιζε τα μάτια της για να κοιμηθεί, ένα τρομακτικό όραμα ξεσπάθωνε εμπρός της. Ο άντρας της, μέσα σ’ ένα κατάλευκο πέπλο και με μάτια που γυάλιζαν απόκοσμα πάνω σ’ ένα αποσκελετωμένο πρόσωπο, εμφανιζόταν ξαφνικά και κουνούσε απειλητικά το χέρι του.
Τότε, η Λαίδη τιναζόταν έντρομη και καλούσε γοερά την καμαριέρα της, την οποία έβαζε να κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Για να μην προδοθεί το αποκρουστικό μυστικό της, αναγκάστηκε να διώξει άρον-άρον όλο το υπηρετικό της προσωπικό.
Δεν περνούσε ούτε μια νύχτα δίχως να φανεί το εφιαλτικό φάντασμα του δολοφονημένου από το χέρι της Λόρδου. Πότε με το κατάλευκο πέπλο του, πότε με τη φοβερή λάμψη του εξαγριωμένου του βλέμματος, πότε με μια φασματώδη ωχρότητα, παρουσιαζόταν ενώπιον και των δύο γυναικών, που σαν τρελές ξεχύνονταν στον εξώστη του μεγάρου, άναβαν τα φώτα και περίμεναν με αγωνία να ξημερώσει, για να λυτρωθούν από τον υπερκόσμιο εφιάλτη.
Το μαρτύριό τους διήρκεσε έναν μήνα. Έφτασαν στο σημείο να βλέπουν το φάντασμα του δολοφονημένου Λόρδου και την ημέρα ακόμη, σε διάφορες γωνιές της έπαυλης. Σωστό ερείπιο από τη συνεχή αϋπνία, τον εκνευρισμό και τον ασταμάτητο τρόμο, η γαλαζοαίματη φόνισσα πήγε μόνη της στην Αστυνομία, παραδόθηκε και ομολόγησε το έγκλημά της. Με έναν λυγμό στη φωνή και με μέλη που έτρεμαν, είπε στους Αστυνομικούς:
Κι ένας νευρικός σπασμός σκιαγράφησε μια έκφραση φρίκης στο κάτωχρο πρόσωπό της. Φρίκης, ενοχής και απορίας…
Το φάντασμα του Λόρδου, που αποκάλυψε το στυγερό αυτό έγκλημα, πήρε την εκδίκησή του από τη φόνισσα γυναίκα του και όταν πλέον ενταφιάστηκε όπως του άρμοζε, χάθηκε για πάντα κι έτσι, το μέγαρο των κοσμικών ευγενών ξαναβρήκε τη γαλήνη του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 14/09/1933…