Το 1907 εκδόθηκε το βιβλίο του διάσημου Άγγλου συγγραφέα Charles George Harper, με τίτλο «Στοιχειωμένα Σπίτια», που πυροδότησε πληθώρα συζητήσεων, αλλά και αντεγκλήσεων, όπου κι αν διαβάστηκε στον κόσμο.
Το βιβλίο διηγούνταν συνταρακτικές μεταφυσικές ιστορίες, που λάμβαναν χώρα στα φημισμένα στοιχειωμένα σπίτια της Αγγλίας. Ειπώθηκαν γεγονότα, που διάβρωναν την κοινή λογική και εμφυσούσαν τον τρόμο για το άγνωστο.
Ο Επίσκοπος του Winchester, Samuel Wilberforce, είχε διηγηθεί στον συγγραφέα Charles George Harper ένα καταπληκτικό περιστατικό, που του είχε συμβεί, όταν ήταν ακόμη ένας απλός ιερέας σ’ ένα χωριό του Hampshire.
Ο Επίσκοπος του Winchester και ο ξακουστός συγγραφέας συμφώνησαν να μην αποκαλύψουν ποτέ δημοσίως το όνομα του χωριού, αλλά κυρίως της οικογένειας, ώστε να προστατέψουν τα μέλη της από την αδιακρισία των ανθρώπων.
Τον φιλοξενούσε στο σπίτι της μια γνωστή καθολική οικογένεια της περιοχής. Ήταν ένα βράδυ παγερό του Δεκεμβρίου. Ο αιδεσιμότατος Wilberforce, καθώς έβγαινε από το δωμάτιό του, για να παραστεί στο δείπνο, που θα σερβιριζόταν στις 19:00, συνάντησε στον διάδρομο έναν καλόγηρο, που κατευθυνόταν στη βιβλιοθήκη του σπιτιού.
Αρχικά, νόμισε πως ήταν κάποιος επισκέπτης της οικογένειας κι έτσι, δεν ξαφνιάστηκε καθόλου. Ύστερα από λίγο, κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο αιδεσιμότατος Wilberforce ρώτησε την οικοδέσποινα αν θα καθόταν μαζί τους κι ο καλόγηρος, που είχε συναντήσει προηγουμένως στη βιβλιοθήκη.
Η οικοδέσποινα κιτρίνισε αυτομάτως κι άρχισε να τρέμει. Η ταραχή της δε μπορούσε να κρυφτεί, παρά τα προσχήματα. Αφού κατάφερε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της, παραδέχτηκε στον ιερωμένο που είχε μπροστά της, ότι ο καλόγηρος ήταν το φάντασμα του σπιτιού της. Ήταν άλλοτε ο πνευματικός της οικογένειάς της για πολλά χρόνια και είχε πεθάνει εντελώς ξαφνικά κι απροσδόκητα.
Γύρω στις 23:30 το ίδιο βράδυ, ο αιδεσιμότατος Wilberforce καθόταν αναπαυτικά στη βιβλιοθήκη, επιφανειακά αφοσιωμένος στο διάβασμά του και συνάμα, αρκετά αναστατωμένος από τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί, όταν είδε την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει ο καλόγηρος. Ο αιδεσιμότατος δεν έχασε την ψυχραιμία του. Μόλις, όμως, είδε το φάντασμα να κατευθύνεται στο ερμάρι των βιβλίων και να ψάχνει εναγωνίως κάτι να βρει, σαν να ήταν πλάσμα ολοζώντανο, ο Samuel Wilberforce φοβήθηκε πραγματικά.
Μάλιστα, μη βρίσκοντας προφανώς εκείνο που ζητούσε, ο καλόγηρος έριξε μια φευγαλέα ματιά στον χώρο και αποχώρησε ήρεμα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Ο αιδεσιμότατος έμεινε κατάπληκτος. Δε μπορούσε να συνέλθει από τον φόβο και πήγε γρήγορα στο δωμάτιό του, για να πλαγιάσει. Για πολλή ώρα, όμως, δε μπορούσε να ησυχάσει, προσπαθώντας να συμβιβάσει την απιστία του στην ύπαρξη φαντασμάτων, με την οπτασία που είχε αναμφισβήτητα δει.
Την επόμενη βραδιά, ο αιδεσιμότατος Wilberforce πήγε και πάλι στη βιβλιοθήκη, όπου αποφάσισε να περιμένει στωικά την εμφάνιση του φαντάσματος. Γύρω στις 23:00, ακούστηκε η σκάλα να τρίζει, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και εισήρθε στον χώρο η απόκοσμη φιγούρα. Χωρίς να φοβηθεί, τον ρώτησε τι ήταν αυτό που γύρευε.
Ο καλόγηρος τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε με γλυκύτητα. Μάλιστα, διευκρίνισε ότι αδυνατούσε να απευθύνει τον λόγο σε κάποιον, αν δεν του μιλούσε εκείνος πρώτα. Έπειτα, του εξήγησε πως έψαχνε να βρει έναν φάκελο με έγγραφα, που έπρεπε οπωσδήποτε να παραμείνουν μυστικά και τα οποία είχε κρύψει σε μια θέση της βιβλιοθήκης, λίγο πριν πεθάνει, ώστε να μην πέσουν σε λάθος χέρια. Αν δεν τα έβρισκε, είπε στον αιδεσιμότατο, δε θα αναπαυόταν ποτέ εν ειρήνη μέσα στον τάφο του.
Ο Samuel Wilberforce, λοιπόν, προσφέρθηκε με μεγάλη χαρά να τον βοηθήσει να βρει τα πολύτιμα έγγραφά του κι ο καλόγηρος δέχτηκε. Πήρε την κινητή ξύλινη σκάλα, τη μετέφερε σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος της βιβλιοθήκης κι άρχισε να ψάχνει επιμόνως. Κάποια στιγμή, εντόπισε τα έγγραφα, τα έδειξε στον καλόγηρο και τον ρώτησε τι έπρεπε να κάνουν με αυτά.
Ο μυστηριώδης επισκέπτης από το υπερπέραν κοίταξε τον αιδεσιμότατο Wilberforce με βλέμμα παράδοξο και του είπε κατηγορηματικά πως τα έγγραφα αυτά έπρεπε να καούν, καθ’ ότι περιείχαν σοβαρά μυστικά της οικογένειας, της οποίας αυτός είχε για πολλά χρόνια διατελέσει πνευματικός, άρα και εξομολογητής. Η αποκάλυψή τους, πρόσθεσε, θα έφερνε τεράστια δεινά και συμφορές στους ανθρώπους του σπιτιού.
Έτσι, οι δυο τους συμφώνησαν να ρίξουν τα κιτρινισμένα χαρτιά στο τζάκι κι όταν έγιναν όλα στάχτη, ο καλόγηρος χάθηκε από μπροστά του και δεν ξαναφάνηκε ποτέ και σε κανέναν.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 12/04/1928…