Τη νύχτα της 3ης Νοεμβρίου του 1796, η νεαρή Κυρία των Τιμών της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας, Αικατερίνης της Μεγάλης, αγρυπνούσε στον προθάλαμο της κρεβατοκάμαρας της Αυτοκράτειρας. Έξαφνα, ανασηκώθηκε τρομαγμένη, γιατί της φάνηκε ότι κάποιος πέρασε από μπροστά της βιαστικά.
Όλα τα φώτα του παλατιού είχαν σβήσει πριν από πολλή ώρα, αλλά η Κυρία των Τιμών διέκρινε καθαρά, στο βάθος της απέραντης αίθουσας στην οποία βρισκόταν, την τρεμουλιάρικη φλόγα ενός κεριού. Προχώρησε θαρρετά προς το σημείο που έκαιγε το αμυδρό φως, αλλά σταμάτησε απότομα, κοκαλωμένη. Είδε μπροστά της την ίδια την Αικατερίνη τη Μεγάλη, ντυμένη στα ολόλευκα, να κατευθύνεται προς το μέρος της, με το γνωστό, μεγαλοπρεπές της βάδισμα, βαστώντας ένα κερί αναμμένο.
Το κερί σκόρπιζε ολόγυρα μια χλωμή, σχεδόν πράσινη φωταψία. Φαινόταν, μάλιστα, σαν να διαχεόταν η φωταψία εκείνη από την ίδια την Αυτοκράτειρα. Με τεράστια δυσκολία η νεαρή κοπέλα κατόρθωσε να αρθρώσει τα εξής λόγια: «Τι επιθυμεί η Μεγαλειότης σας;»
Η Αυτοκράτειρα, όμως, απλά την προσπέρασε, χωρίς να πει λέξη και προχώρησε προς την αίθουσα του θρόνου. Στην Κυρία των Τιμών φάνηκε σαν να άνοιξαν από μόνες τους οι βαριές μπρούτζινες πόρτες με τα κομψά σκαλίσματα. Η φωτεινή σιλουέτα της Αικατερίνης χάθηκε μες στο σκοτάδι και οι πόρτες σφαλίστηκαν και πάλι, με βουβό κρότο, καθώς απομακρυνόταν. Η νεαρή κοπέλα είχε παγώσει από τον φόβο της. Μαρμαρωμένη καθώς ήταν, συνήλθε με μιας, μόλις ακούστηκε ένα δυνατό κουδούνισμα από την κρεβατοκάμαρα της Αυτοκράτειρας.
Οι ακόλουθοι, που αγρυπνούσαν στο διπλανό δωμάτιο και δυο θωρακοφόροι αξιωματικοί, έτρεξαν αναστατωμένοι από το ξαφνικό κουδούνισμα. Η Κυρία των Τιμών, όμως, τούς έγνεψε καθησυχαστικά, λέγοντάς τους ότι η Αυτοκράτειρα είχε αφήσει το δωμάτιό της και είχε πάει στην αίθουσα του θρόνου. Ένας από τους ακολούθους, όμως, έπιασε το πόμολο της κρεβατοκάμαρας και διαπίστωσε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα.
«Κάνετε λάθος, κυρία. Θα ονειρευθήκατε, μάλλον. Η Μεγαλειοτάτη βρίσκεται εντός, καθώς η πόρτα είναι αμπαρωμένη από μέσα», είπε διστακτικά ο ακόλουθος.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το κουδούνισμα επαναλήφθηκε και σε λίγο, η πόρτα άνοιξε. Όλοι τραβήχτηκαν τρομαγμένοι και υποκλίθηκαν με σεβασμό. Η Αικατερίνη παρουσιάστηκε μπροστά τους. Η λευκή, μεταξωτή της ρόμπα ήταν ζαρωμένη και τα άσπρα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα. Το σαγόνι της έτρεμε.
«Γιατί δεν έρχεται κανείς, όταν χτυπώ το κουδούνι; Κάποιος πέρασε από το δωμάτιό μου. Άκουσα βήματα και θόρυβο. Γιατί απομακρύνθηκε η Κυρία των Τιμών μου;» ρώτησε η Αυτοκράτειρα.
«Δεν απομακρύνθηκα, Μεγαλειοτάτη. Πέρασε μπροστά μου μια κυρία με αναμμένο κερί, που μπήκε στην αίθουσα του θρόνου και μου φάνηκε πως ήταν η Εξοχότης σας», αποκρίθηκε σαστισμένα η κοπέλα.
Μετά από διαταγή της Αικατερίνης, που είχε θυμώσει με τις ανοησίες της νεαρής, οι ακόλουθοι έφεξαν τους κηροστάτες τους και όλοι μαζί έτρεξαν προς την μεγάλη σάλα του θρόνου, για να διερευνήσουν το μυστήριο.
Μόλις μπήκαν στον σκοτεινό χώρο, έκπληκτοι είδαν στο βάθος, εκεί που ξεχώριζε με τα στολίδια του στο μισοσκόταδο ο αυτοκρατορικός θρόνος, να λάμπει ένα μυστηριακό, πρασινωπό φως. Η Αικατερίνη προχώρησε δυο βήματα κι έπειτα ανέκραξε: «Θεέ μου, τι είναι τούτο;»
Όλοι είδαν πως από τον θρόνο σηκώθηκε μια μεγαλοπρεπής γυναίκα, περιτριγυρισμένη από πράσινη αχλή. Η γυναίκα εκείνη φορούσε επίσημη αυτοκρατορική αμφίεση και εκθαμβωτικά κοσμήματα. Ήταν το φάντασμα της ίδιας της Αικατερίνης, που κατέβαινε με κομψή βραδύτητα τις βαθμίδες του θρόνου και κατευθυνόταν προς την τρομοκρατημένη Αυτοκράτειρα.
«Ο θάνατος! Ο θάνατος!», φώναξε άγρια η Αικατερίνη και σωριάστηκε αναίσθητη στο πάτωμα.
Τρεις ημέρες μετά από εκείνη την τραγική νύχτα, στις 6 Νοεμβρίου του 1796, η Αικατερίνη η Μεγάλη απεβίωσε, καταπλακωμένη από τον βαρύ ίσκιο του έκλυτου βίου της. Από τότε, κάθε φορά που επρόκειτο να συμβεί κάτι κακό στην οικογένεια Ρομανώφ, εμφανιζόταν το μυστηριώδες φάντασμα της Αυτοκράτειρας.
Πέντε μέρες πριν από τη δολοφονία του, ο Αυτοκράτορας Παύλος Α’, ο γιος της Αικατερίνης, είχε βγει έφιππος για έναν περίπατο, μαζί με τον Μεγάλο Αυλάρχη του. Ήταν πρωί και ο καιρός ήταν ομιχλώδης. Ξάφνου, το άλογο του Αυτοκράτορα αγρίεψε και ανασηκώθηκε θυμωμένο στα πισινά του πόδια.
«Φύγε, γριά μάγισσα!», ούρλιαξε με πνιγμένη φωνή από τον φόβο ο Παύλος. Ο Αυλάρχης κοίταξε ολόγυρα. Δεν υπήρχε κανείς. Μόνο η ομίχλη απλωνόταν παντού.
«Η Μεγαλειότης σας θα έκανε λάθος», ψέλλισε άτολμα ο συνοδός του.
«Όχι, δεν έκανα κανένα λάθος! Να η μητέρα μου, η Αυτοκράτειρα, με την κορώνα της και τα λευκά της φορέματα… Μου γελάει σαρκαστικά… Η γριά μάγισσα θέλει να με πάρει μαζί της, στον τάφο… Πνίγομαι, δεν μπορώ να αναπνεύσω, μου φαίνεται πως θα πεθάνω!…»
Ύστερα από πέντε ημέρες, ο Αυτοκράτορας Παύλος δολοφονήθηκε.
Από τότε, το φάντασμα της Μεγάλης Αικατερίνης δεν έπαψε να εμφανίζεται και να προαναγγέλλει συμφορές για τον οίκο της. Για τελευταία φορά, φανερώθηκε πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ένας Ρώσος συγγραφέας διηγούνταν τι του είχε πει ο φύλακας του Ανακτορικού Μουσείου κατά το 1917, ο οποίος είχε δει το φάντασμα.
«Το φάντασμα είχε τη μορφή γριάς γυναίκας και ήταν σκεπασμένο με έναν λευκό μανδύα. Κρατούσε ένα κερί και στο κεφάλι της δέσποζε μια κορώνα με πολύτιμες πέτρες. Φορούσε αμφίεση αυτοκρατορική. Περπατούσε αργόσυρτα από την μια αίθουσα στην άλλη. Σ’ ένα από τα παράθυρα, που βλέπουν προς τον Νέβα ποταμό, κοντοστάθηκε. Σήκωσε ψηλά το κερί, σαν να ήθελε να δώσει ένα σύνθημα και αναστέναξε. Το φάντασμα αυτό μας προαναγγέλλει πράγματα φοβερά και δυσοίωνα. Οι γεροντότεροι λένε ότι θα γίνουν ταραχές και θα καταστραφεί ολόκληρη η αυτοκρατορική οικογένεια μια για πάντα», εξιστορούσε ο φύλακας.
Πράγματι, η οικογένεια Ρομανώφ ξεκληρίστηκε και δεν απόμεινε άλλος τσάρος στη Ρωσία. Επομένως, το φάντασμα της Μεγάλης Αικατερίνης δεν έχει πια κανέναν λόγο να εμφανίζεται και να προμηνύει καταστροφές και θανάτους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 02/08/1934…