Κοντά στη γαλλική κωμόπολη Limagne, στεκόταν αγέρωχος από πολύ παλιά ένας Πύργος, που κανείς δεν τολμούσε να τον κατοικήσει πλέον. Μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει και οι βαριοί ίσκιοι απλώνονταν στις μεγάλες αίθουσές του, δυο αλλόκοτα μάτια φαίνονταν να παρακολουθούν τον επισκέπτη.
Αν άναβε κάποιος το φως, τα μάτια χάνονταν και ακουγόταν ένα κλάμα λυπητερό και ατελείωτο, σαν μοιρολόι. Μα, σβήνοντας το φως, ο θρήνος σταματούσε και τα απόκοσμα μάτια ξαναφαίνονταν.
Έτσι, κανείς δεν μπορούσε να μείνει εκεί μέσα τις νύχτες και οι χωρικοί περνούσαν εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον στοιχειωμένο Πύργο.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κάποτε στον Πύργο ζούσε ένας βαθύπλουτος ευγενής, που είχε μια πανέμορφη σύζυγο, την οποία την υπεραγαπούσε, αλλά και τη ζήλευε παράφορα. Μια μέρα που την έπιασε να γλυκοκοιτάζει κάποιον νεαρό της ακολουθίας του, έσφαξε τον ακόλουθο και σε εκείνην της απαγόρευσε να ξαναβγεί από τον Πύργο. Μάλιστα, την κλείδωσε σ’ ένα δώμα, που βρισκόταν στα επάνω πατώματα, μα εκείνη κοίταζε από ψηλά τα μεστωμένα χωριατόπουλα, που δούλευαν στα χωράφια του κάμπου. Από τις τρυφερές ματιές της, τα παλικάρια είχαν ξετρελαθεί, άφηναν τις δουλειές τους και τριγύριζαν στις παρυφές του Πύργου. Έτσι, τα στάρια έμεναν αθέριστα, τα κριθάρια αλώνιστα και τα καλαμπόκια απότιστα.
Σαν τα είδε όλα αυτά ο άρχοντας, άναψε απ’ τον θυμό του και πάνω στο μάνιασμά του το άγριο, χίμηξε μες στην κάμαρα που κρατούσε την όμορφη γυναίκα του φυλακισμένη, ρίχτηκε κατά πάνω της με μένος φοβερό και της έβγαλε τα μάτια με τα δάχτυλά του, ώστε να μην ξανακοιτάξει ποτέ της άλλον άντρα. Έτσι, τυφλή όπως την κατάντησε, την πήρε και την πέταξε στα υγρά υπόγεια του Πύργου, όπου η δύστυχη πέθανε, χωρίς να τον συγκινήσουν τα παρακάλια και οι θρήνοι της.
Τα μάτια της όμορφης κυράς του, ο πυργοδεσπότης τα κρέμασε στην εξώθυρα του Πύργου. Μα, ένα πρωί, ανήμερα της Αναλήψεως, τα μάτια εξαφανίστηκαν από τη θέση τους. Ο θυμωμένος άρχοντας έβγαλε τότε έναν ντελάλη, που διαλαλούσε πως όποιος φανέρωνε εκείνον που είχε αρπάξει τα βγαλμένα μάτια της γυναίκας του από την εξώθυρα, ο άρχοντας θα τον γέμιζε χρυσάφι και θα του χάριζε άφθονη γη.
Μα, το βράδυ, μόλις πήρε να νυχτώνει, τα μάτια εμφανίστηκαν μόνα τους, αγριοκοιτάζοντας τον ευγενή που τα είχε ξεριζώσει. Τότε, εκείνος, κατατρομαγμένος, έφυγε τρέχοντας από τη μεγάλη σάλα, μα όπου κι αν πήγαινε, τα απόκοσμα μάτια τον καταδίωκαν.
Έπεφτε να κοιμηθεί και μόλις σφάλιζε τα μάτια του, το σκοτάδι το τρυπούσαν τα πυρωμένα μάτια της κυράς του, σαν του αιμοβόρου θεριού και δεν τον άφηναν να ησυχάσει ούτε μια στιγμή.
Έτσι, κάλεσε ιερείς και πνευματικούς να ξορκίσουν το κακό, μα τα μάτια δεν έλεγαν να εξαφανιστούν. Οι υπηρέτες και οι εργάτες του Πύργου άρχισαν να τον εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλο, ώσπου ο άρχοντας απόμεινε μονάχος του μες στον καταραμένο Πύργο. Τριγυρνούσε εκεί μέσα αφηνιασμένος, σχεδόν τρελός, έως ότου μια μέρα ακούστηκε μια σπαραχτική κραυγή και οι χωρικοί που φρόντιζαν τα χωράφια, τον είδαν να πέφτει από την κορυφή του κάστρου.
Έκτοτε, ο στοιχειωμένος Πύργος ρήμαξε. Κανείς δεν τον πλησίαζε. Κάθε βράδυ, τα άγρια μάτια της όμορφης αρχόντισσας περιπλανιόνταν στα έρημα δωμάτια.
Έψαξαν να βρουν το σώμα της άμοιρης γυναίκας, για να το θάψουν και να τελειώσει αυτό το φοβερό μαρτύριο. Μα, ο σκληρός άρχοντας είχε φροντίσει να το καταχωνιάσει μέσα σε κάποια κρύπτη, όπου κανείς δε θα το ανακάλυπτε ποτέ, ώστε να μη βρει ποτέ ανάπαυση κι ηρεμία η ψυχή της.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 08/11/1928…