Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με τίτλο «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Ιδού το έβδομο και τελευταίο μέρος της έρευνάς του, η οποία ασχολήθηκε εκτενώς με το στοιχειωμένο Κάστρο του Ρίου:
Ό,τι συνέβη δύο νύχτες συνεχώς, συνέβη και τη νύχτα εκείνη, που ο Αξιωματικός ανέβηκε στο τείχος. Η φρουρά κλήθηκε στα όπλα από τους σκοπούς και οι άντρες, οι οποίοι προσέτρεξαν, πήραν τον αρχηγό τους και τον μετέφεραν τραυματισμένο στο δωμάτιό του. Το χτύπημα, που του είχαν καταφέρει τα άγνωστα χέρια με κάποιο βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι, δεν υπήρξε χωρίς συνέπειες. Από το τραύμα του έτρεχε το αίμα, καταπλημμυρούσε το πρόσωπό του και για πολλή ώρα ήταν αναίσθητος.
Όταν συνήλθε, ο ιατρός των φυλακών του είχε επιδέσει το τραύμα κι έτσι, ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να ξέρει σε ποια κατάσταση βρέθηκε. Το έμαθε μόνο, όταν ζήτησε να σηκωθεί, για να πάει στο τείχος. Ο ιατρός του το απαγόρευσε προς ώρας και του επέβαλε να ησυχάσει για λίγες ώρες. Άλλωστε, η μέρα είχε προχωρήσει πια και το μυστικό των καταραμένων φιδιών δε θα κατόρθωνε να το ανακαλύψει.
Σκέφτηκε βαθιά, ανέπλασε με τον νου του τη σκηνή του τραυματισμού του στο τείχος και κάλεσε κατόπιν τους σκοπούς.
Περίτρομοι ακόμη οι στρατιώτες, παρουσιάστηκαν και στάθηκαν ακίνητοι εμπρός του, μα κατάφωρα ταραγμένοι. Του είπαν:
Το μεσημέρι κατόρθωσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και τράβηξε κατά το τείχος. Στις σκάλες και στους τοίχους ήταν καταφανή τα σημάδια, που καταδείκνυαν εσπευσμένη φυγή. Τίνων τα σημάδια, όμως; Των φιδιών; Όχι βέβαια, μουρμούρισε.
Μια ιδέα τριβέλιζε το μυαλό του. Κατέβηκε κάτω, κάλεσε τη φρουρά και τη διέταξε να εκκενώσει το διαμέρισμα των φυλακών, που ήταν χτισμένο πλάι στο τείχος. Και αφού πραγματοποιήθηκε η διαταγή του, άρχισε να ερευνά κάθε σπιθαμή της φυλακής, σαν ακαταπόνητο λαγωνικό.
Επί τρεις ολόκληρες ημέρες έσκαβε και έσκαβε, συρόταν καταγής, γονάτιζε και μπουσουλούσε, αλλά στο τέλος, το μυστικό των φιδιών έπαψε να είναι πια τόσο μυστικό. Στη μέση ακριβώς του διαμερίσματος, άνοιγε μια καταπακτή, την οποία δεν την είχαν εντοπίσει μέχρι τότε, ίσως επειδή ήταν κρυμμένη τόσο φανερά, που φάνταζε αδιανόητο να υπάρχει.
Ο Αξιωματικός άνοιξε την καταπακτή, κατέβηκε, βαστώντας στο ένα χέρι μια λάμπα και τότε, είδε ότι ο υπόνομος, που ξεκινούσε από εκεί, συγκοινωνούσε με όλα τα τμήματα των φυλακών του Ρίου και προχωρούσε προς το σημείο εκείνο, μέχρι του οποίου είχαν φτάσει οι κατάδικοι, που έμεναν στο διαμέρισμα των φυλακών εντός του κάστρου.
Από τη στιγμή εκείνη, δεν ήταν δύσκολο να ανακαλύψει, βαδίζοντας προσεκτικά, πώς εξαφανίζονταν οι σκοποί μυστηριωδώς. Οι κατάδικοι, απελπισμένοι, σκέφτηκαν και αποφάσισαν να βάλουν σε εφαρμογή ένα αληθινά πρωτότυπο σχέδιο, που πρότεινε ένας από αυτούς, που περνούσε για σπουδασμένος.
Ο δήθεν σπουδασμένος έγκλειστος είπε:
Έτσι άρχισαν να εξαφανίζονται οι σκοποί. Το πράγμα δεν ήταν πάντα εύκολο και πολλές φορές περνούσαν μήνες ολάκεροι δίχως να χαθεί κάποιος στρατιώτης. Πολλές φορές, πάλι, αν οι συνθήκες το ευνοούσαν, εξαφανίζονταν δυο-τρεις, μέσα σε λίγες μόλις μέρες.
Ο αρχηγός της φρουράς, με την πίεση, την απειλή, τη βία, απέσπασε πολλές πλήρεις ομολογίες καταδίκων και σε μια γωνιά των υπογείων βρήκε πεταμένο και τον δύστυχο σκοπό, που τον σκότωσαν με μια μαχαιριά στον λαιμό, πριν τρεις νύχτες. Η σήψη του σώματός του είχε ήδη ξεκινήσει. Παρ’ όλα αυτά, διέταξε να σηκώσουν το πτώμα και να το μεταφέρουν στην εκκλησία του κάστρου, όπου έκανε στο άμοιρο παλικάρι μια συγκινητική κηδεία.
Το μυστήριο των φιδιών είχε πλέον διαλευκανθεί. Το περίεργο, όμως, ήταν ότι οι στρατιώτες δεν ήθελαν να το παραδεχθούν και πίστευαν ακράδαντα ότι τα φίδια υπήρχαν πάντοτε μες στις υπόγειες εγκολπώσεις του κάστρου. Το ίδιο, άλλωστε, πίστευαν και όλοι όσοι κατοικούσαν ολόγυρα στο Ρίο, γι’ αυτό και δεν περνούσαν ποτέ από κει τη νύχτα. Μα, αν τύχαινε να περάσουν, δεν παρέλειπαν να κάνουν τον σταυρό τους.
Το Κάστρο του Ρίου σφυρηλάτησε τα ανομολόγητα στοιχειά του μέσα στα χοντρά του τείχη για χρόνια ολάκερα και δεν είναι λίγοι εκείνοι, που ακόμη θαρρούν πως τούτος ο χώρος είναι σφόδρα στοιχειωμένος.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 05/10/1932…