Στο πέμπτο αυτό άρθρο της σειράς «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας», που επιμελήθηκε το 1932 ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», γίνεται εκτενής αναφορά στο στοιχειωμένο Κάστρο του Ρίου.
Με το ξημέρωμα, λοιπόν, έπρεπε να αλλάξουν οι φρουροί στη σκοπιά του τείχους του κάστρου, όπου διαδραματίστηκαν όσα εξιστορήθηκαν στο προηγούμενο άρθρο μας.
Όταν, όμως, οι δύο άλλοι στρατιώτες, που θα αντικαθιστούσαν τους πρώτους, τουρτουρίζοντας από την παγωνιά του Γενάρη (του 1906), ανέβηκαν την πέτρινη σκάλα και έφτασαν στο τείχος, μάταια περίμεναν να ακούσουν το γνωστό «Αλτ» και το σύνθημα.
Αρχικά, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι συνέβαινε, αλλά γρήγορα διέκριναν έναν περίεργο μαυριδερό όγκο. Έσκυψαν και είδαν τον διπλοσκοπό σωριασμένο πάνω στο τείχος, αναίσθητο. Στη σκοπιά, όμως, ο άλλος φρουρός ήταν άφαντος. Κάλεσαν, τότε, στα όπλα και σε λίγο οι στρατιώτες, που αλλόφρονες προσέτρεξαν, μετέφεραν στον θάλαμο τον διπλοσκοπό, που δεν είχε συνέλθει ακόμα. Ο τρόμος που δοκίμασε και το φοβερό κρύο, τον είχαν βυθίσει σε μια νάρκη, από την οποία πέρασε πολλή ώρα για να ξυπνήσει.
Σε όλο αυτό το διάστημα, χιλιάδες εικασίες γίνονταν από τους Αξιωματικούς και τους στρατιώτες και ο καθένας τους εξηγούσε την αινιγματική εξαφάνιση του σκοπού όπως ήθελε. Οι περισσότεροι, όμως, μιλούσαν ψιθυριστά για τα απόκοσμα φίδια του στοιχειωμένου Κάστρου του Ρίου.
Μα, πέρασαν οι ώρες και κάποτε ο διπλοσκοπός βρήκε τις δυνάμεις του, αν και η ωχρότητα του θανάτου ήταν ακόμη χυμένη στο πρόσωπό του. Άνοιξε μόνο τα μάτια κι ευθύς, περίτρομος, τα έκλεισε σφιχτά, ουρλιάζοντας: «Τα φίδια! Τα φίδια…»
Οι στρατιώτες, που είχαν μαζευτεί ολόγυρά του, πάγωσαν. Πίστευαν όλοι τους στην ύπαρξη των καταραμένων εκείνων φιδιών, που φώλιαζαν στα άδυτα του κάστρου. Μάλιστα, ένας Αξιωματικός πλησίασε διστακτικά τον διπλοσκοπό και τον ρώτησε τι είχε πραγματικά συμβεί τη νύχτα πάνω στο τείχος. Και ο στρατιώτης, τρεμάμενος, με τον φόβο κατάφωρο στο βλέμμα του, άρχισε να λέει:
Ο Αξιωματικός αυτός, που ήταν ο αρχηγός της φρουράς του Κάστρου του Ρίου, συνοδευόμενος από δύο-τρεις άλλους Αξιωματικούς, ανέβηκε στο τείχος για επιτόπια έρευνα. Πολιτισμένος άνθρωπος και μορφωμένος καλά, δεν ήθελε και δεν μπορούσε να παραδεχθεί ότι ήταν δυνατόν να ήταν το κάστρο στοιχειωμένο και να εξαφανίζονται οι σκοποί του από τα καταραμένα φίδια, που είχαν τις μιαρές φωλιές τους στα ανήλιαγα υπόγειά του.
Ο ήλιος είχε ανεβεί πια για τα καλά και έτσι, μπόρεσε να ερευνήσει σχολαστικά κάθε γωνιά της σκοπιάς και του τείχους, στο σημείο εκείνο στο οποίο διαδραματίστηκε, μέσα στην παγερή νυχτιά η σκηνή, που είχε ως συνέπεια τη μυστηριώδη εξαφάνιση του στρατιώτη. Έσκυψε εδώ, γονάτισε εκεί, κοίταξε τα αγκωνάρια του τείχους και το αποτέλεσμα της έρευνά του ήταν οι λιγοστές τούτες λέξεις, που εκστόμισε βαρύθυμα στους Αξιωματικούς, που τον συνόδευαν:
Έπειτα, εκείνη η μοναδική σταλαγματιά αίματος, που ξεχώριζε πίσω από το φυλάκιο, έλεγε τη δική της ιστορία, μα ποιος την άκουγε;
Ήρθε το βράδυ, αλλά ο χαμένος στρατιώτης παρέμενε χαμένος, άφαντος, σαν να τον κατάπιε η γης. Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, λήφθηκαν αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας και οι σκοποί πολλαπλασιάστηκαν και στο σημείο που εξαφανίστηκε ο σκοπός το προηγούμενο βράδυ, αλλά και εμπρός στις πόρτες των φυλακών των βαρυποινιτών.
Στο Κάστρο του Ρίου, όμως, δεν υπήρχε ένα μονάχα κτίριο φυλακών, αλλά κι ένα ακόμη, στην αντίθετη πλευρά και ένα ξεχωριστό διαμέρισμα εντός του κάστρου, προς το μέρος της θάλασσας. Σε αυτό, η φρούρηση, χωρίς να ήταν χαλαρή, δεν ήταν και τόσο αυστηρή, όσο στα υπόλοιπα τμήματα του χώρου. Και τούτο, διότι ήταν αδύνατο από τη θάλασσα να διαφύγουν οι κατάδικοι, έστω κι αν κατόρθωναν να βγουν στην ακρογιαλιά.
Τρεις στρατιώτες, σε μια έκταση τριακοσίων μέτρων, φρουρούσαν την παραλία. Η νύχτα, όμως, δεν ήταν φεγγαρόλουστη, όπως η προηγούμενη. Η σελήνη ήταν διαρκώς κρυμμένη πίσω από τα σύννεφα κι αν καμιά φορά πρόβαλλε, οι ακτίνες της ήταν ανήμπορες, χτικιάρικες, αναιμικές.
Ο βοριάς, αδυσώπητος τύραννος της νύχτας, ούρλιαζε και εξακόντιζε πελώρια κύματα, που έσπαγαν παταγωδώς πάνω στην ακτή. Και ήταν τόσος ο σάλαγος, που οι φωνές των σκοπών χάνονταν και σβήνονταν, σαν να μην είχαν αρθρωθεί ποτέ.
Ένας από τους στρατιώτες πλησίασε και ακούμπησε στον τοίχο του κάστρου. Πίσω του ακριβώς ήταν ένα μεγάλο κιγκλιδόφραχτο παράθυρο, που χρησίμευε για τον εξαερισμό ενός μεγάλου μέρους του διαμερίσματος των φυλακών.
Εκεί έμεινε κουκουλωμένος, όσο μπορούσε καλύτερα, να κοιτάζει τη θάλασσα, που άφριζε στο βάθος, να αφουγκράζεται το μουγκρητό της και το αλύχτισμα του ανέμου. Αν δεν κυριευόταν από την αλλοπαρμένη αυτή μουσική, δε θα πάθαινε αυτό, που όντως έπαθε δύο λεπτά μόλις μετά. Αλλά, κυριεύθηκε σύσσωμος από την αλλόκοτη μουσική κι έμεινε ασάλευτος. Και τότε, μέσα από τη φυλακή, κάποιο χέρι οπλισμένο μ’ ένα πελώριο δίκοπο μαχαίρι, προτάθηκε και με αφάνταστη δύναμη το κάρφωσε στον τράχηλο του στρατιώτη.
Ο δύσμοιρος σκοπός έβγαλε μια άναρθρη κραυγή και έπεσε με το πρόσωπο στην άμμο της ακρογιαλιάς. Την ίδια ακριβώς στιγμή, πολλά άλλα χέρια άρχισαν να βγάζουν μια-μια τις διπλές σιδερένιες κιγκλίδες του παραθύρου, που τις είχαν φαίνεται λιμάρει από πριν και σε λίγα λεπτά, πέντε κατάδικοι πηδούσαν στην ξηρά. Γύρισαν, κοίταξαν ολόγυρα και άρχισαν να σέρνονται στην άμμο, μέσα στο πηχτό έρεβος. Οι δύο άλλοι σκοποί δεν πήραν είδηση. Ο βοριάς ούρλιαζε πάντα και δεν μπόρεσαν να ακούσουν τίποτε.
Οι πέντε κατάδικοι έφτασαν έρποντας ως τη θάλασσα, αλλά ο ένας σκοπός τους αντιλήφθηκε την ύστατη στιγμή και άρχισε να πυροβολεί. Όλοι οι σκοποί ξεσηκώθηκαν και πυροβολούσαν κι εκείνοι προς το μέρος τους. Μα, καμιά σφαίρα δεν τους πέτυχε κι έτσι, οι δραπέτες ρίχτηκαν στα νερά και απομακρύνονταν, κολυμπώντας με όλη τους τη δύναμη. Ώσπου έφτασαν μέχρι την πανίσχυρη δίνη, τη ρουφήχτρα κι έπεσαν στο κέντρο της. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα χάθηκαν για πάντα στα βάθη της θαλάσσιας αβύσσου.
Οι στρατιώτες, που έβλεπαν τη σκηνή από τα τείχη του κάστρου, έλεγαν χαμηλόφωνα και συνωμοτικά αναμεταξύ τους: «Τους κατάπιε η λάμια της θάλασσας και πάει, χάθηκαν κι αυτοί…»
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 03/10/1932…