Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και ακάματος δημοσιογράφος, δημοσίευσε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», με τίτλο «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Μετέβη επί τόπου σε διάφορα κάστρα της χώρας μας, με τη συνοδεία των συνεργατών του, προκειμένου να ερευνήσει από κοντά τις αιματοβαμμένες ιστορίες τους, που γέννησαν μαγευτικούς θρύλους, οι οποίοι γαλούχησαν ολόκληρες γενιές Ελλήνων.
Αυτό είναι το τέταρτο άρθρο, που αναφέρεται στη συγκλονιστική ιστορία του στοιχειωμένου Κάστρου του Ρίου.
Το Κάστρο του Ρίου, λοιπόν, πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους και μέχρι το 1926, χρησίμευε ως στρατιωτική φυλακή και ταυτοχρόνως, ως φυλακή βαρυποινιτών. Αυτό και το Παλαμήδι ήταν τα δύο ονόματα, που είχαν στο στόμα, όσοι βρέθηκαν στο περιθώριο της κοινωνίας και όσοι ήταν τόσο επικίνδυνοι, ώστε να λαμβάνονται γι’ αυτούς μέτρα φρούρησης.
Όποιος περνούσε τη γέφυρα, που ήταν ριγμένη πάνω από την τάφρο, μπορούσε να ήταν βέβαιος ότι δεν είχε καμιά απολύτως πιθανότητα να δραπετεύσει, είτε εξαπατώντας τους φρουρούς, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Από τη μια, τα πανύψηλα στιβαρά τείχη με τις πυκνές σκοπιές και την απαραβίαστη τάφρο και από την άλλη, η θάλασσα, που απλωνόταν ολόγυρα και πάντα σχεδόν φουρτουνιασμένη ως το Αντίρριο αντίκρυ, απέκλειαν κάθε ενδεχόμενο και ελπίδα διαφυγής.
Αλλά ακόμη κι αν κάποιος κατόρθωνε να ξεγελάσει τους σκοπούς ή να διατρυπήσει τους τοίχους της φυλακής, πάλι δε θα κατάφερνε να ξεφύγει. Από την αυλή του κάστρου, για να φτάσει στα χωράφια και στα αμπέλια, που το περιέβαλαν τότε, θα έπρεπε να περάσει από αλλεπάλληλες πύλες, που τις φρουρούσε μέρα-νύχτα ο στρατός, πράγμα δηλαδή αδύνατο. Και πάλι, όμως, αν δοκίμαζε να φύγει από τη θάλασσα, η διαβόητη Λάμια του βυθού, δε θα του το επέτρεπε.
Όχι τόσο γιατί τα νερά ήταν βαθιά, αλλά γιατί στο σημείο εκείνο του Πατραϊκού Κόλπου, ανοιγόταν στον βυθό ένα αβυσσαλέο χάσμα, στο οποίο σημειωνόταν συνεχής δίνη. Υπήρχε μια τρομακτική «ρουφήχτρα», έτοιμη να καταπιεί τον τολμηρό, που θα προσέγγιζε τα νερά της. Δεκάδες καταδίκων, που δούλεψαν για μήνες και χρόνους ολάκερους με έναν σουγιά, μια λίμα, για να κόψουν τα κάγκελα ενός παραθύρου ή με τα χέρια, για να αποσπάσουν τεράστιους βράχους και να ανοίξουν ένα στενό πέρασμα, που θα τους έβγαζε κάτω από τα υπόγεια στην ακρογιαλιά, αρπάχτηκαν από τη δίνη και χάθηκαν για πάντα.
Ήταν, λοιπόν, ήσυχοι οι φρουροί ότι και από τη μεριά της θάλασσας, οι κατάδικοι δεν μπορούσαν να έχουν καμιά ελπίδα δραπέτευσης και διαφυγής.
Το 1932 πια, τα κελιά των φυλακών απόμεναν αδειανά. Οι τρεις-τέσσερις άνθρωποι, που έμεναν τότε μες στο Κάστρο του Ρίου, το είχαν μεταβάλει σε στάβλους. Από το πρωί ως το βράδυ μπαινόβγαιναν τα κοπάδια των γουρουνιών, που είχαν κυλιστεί στις λάσπες, αλλά και πρόβατα και κότες, που ράμφιζαν ακατάπαυστα τη γη.
Έβλεπε, δηλαδή, κανείς μια αγροτική εικόνα, που αυτομάτως αυτοαναιρούνταν, μόλις σήκωνε τα μάτια του και αντίκριζε τις σκοπιές και τα βαριά επιβλητικά τείχη, που σαν γίγαντες ορθώνονταν στο γαλάζιο φόντο του ουρανού.
Μέσα στα μπουντρούμια του κάστρου, οι τοίχοι ήταν υγροί και καταπράσινοι από την υγρασία, ενώ η ανασφάλεια, που εκπορεύεται πάντα από το σκοτάδι των χώρων, ήταν το βασικό αίσθημα που κυριαρχούσε. Από τα φειδωλά παράθυρα κατέρρεε ένα φως μισακό, που δεν έφτανε ούτε για να οδηγηθεί κανείς ψηλαφώντας μέσα στο χάος εκείνο των στοών και των διαδρόμων.
Κι όμως, οι δυσοίωνοι εκείνοι τοίχοι ήταν κατάμεστοι από προσωπικές επιγραφές. Μια αλλόκοτη φιλολογία απλωνόταν με τη μορφή των στίχων. Οι κατάδικοι ή οι υπόδικοι δεν σκάλιζαν απλώς το όνομά τους, αλλά απαθανάτιζαν το πέρασμά τους από κει, χρησιμοποιώντας αυτοσχέδιες ρίμες. Ιδού μερικά ανάγλυφα παραδείγματα:
Ένα άλλο παράδειγμα ήταν το εξής:
Μεταξύ των ιδιότυπων αυτών ποιητών, υπήρχαν και μερικά ενδοξότατα ονόματα, όπως του λήσταρχου Σκαρτσώρα, οι πέντε συγγενείς Κωστάκηδες, που απέδρασαν κατόπιν από το Παλαμήδι, όπου μεταφέρθηκαν και πολλοί ακόμα.
Σε όλα αυτά τα χρόνια, πολλοί φρουροί είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς από τη θέση τους, χωρίς να ξέρει κανείς τι απέγιναν. Να ήταν άραγε αλήθεια ότι τους τύλιγαν ασφυκτικά τα καταραμένα φίδια της Κολάσεως, που έβγαιναν από τα υπόγεια του κάστρου και τους έσερναν στη φωλιά τους, για να τους καταβροχθίσουν με την ησυχία τους, όπως έλεγαν οι φυλακισμένοι, αλλά και οι φρουροί τους;
Μα, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τι ήταν αυτά τα φίδια, παρά τα στοιχειά του κάστρου;
Αυτά έλεγαν και ξανάλεγαν οι κατάδικοι, έως ότου έφτασε και η ώρα να ανακαλυφθεί πώς εξαφανίζονταν οι σκοποί στρατιώτες και ποια ήταν ακριβώς τα στοιχειά του Κάστρου του Ρίου.
Επάνω από τις φυλακές και κατά μήκος των τειχών υπήρχαν σειρές σκοπιών, που προφύλασσαν τον χειμώνα τους φρουρούς από τη βροχή και τον άνεμο. Ο βοριάς, όταν ξεσπούσε στο στενό του Ρίου, βογκούσε σαν δαιμονισμένος και μπορούσε να παρασύρει κι άνθρωπο ακόμα, αν δεν είχε κάπου να ακουμπήσει και να προφυλαχθεί.
Μια νύχτα του Ιανουαρίου του 1906, ήταν η σειρά να φυλάξει σκοπός ένας νεαρός στρατιώτης από την Ακράτα, ένα γερό και θαρραλέο παλικάρι. Επειδή, όμως, τις προηγούμενες ημέρες είχαν σημειωθεί η μία μετά την άλλη δύο ανεξήγητες εξαφανίσεις φρουρών, τοποθετήθηκε και διπλοσκοπός. Έτσι, το νούμερο και για τους δύο στρατιώτες άρχισε κατά τις τρεις το πρωί.
Το κρύο τη νύχτα εκείνη ήταν φοβερό. Δε φυσούσε, αλλά η βραδιά ήταν παγωμένη και στη λάμψη του γεναριάτικου φεγγαριού, όλα είχαν μια αποκρυσταλλωμένη όψη θανάτου. Τα τείχη του κάστρου φάνταζαν σαν απειλητικοί τιτάνες και κάθε φορά που ο διπλοσκοπός κινούνταν πάνω στο τείχος, αστραποβολούσε η λόγχη του στο φεγγαρόφως.
Οι δύο στρατιώτες δεν είχαν διάθεση να ανταλλάξουν μήτε λέξη και ο καθένας τους, τη νύχτα εκείνη την παγερή, αποζητούσε με τις σκέψεις του τη θαλπωρή του σπιτιού του, το τζάκι, το χωριό του, τη γλυκιά μάνα του και το καλό φαΐ της.
Θα είχε περάσει κάπου μιαν ώρα, όταν:
Τα δυο παλικάρια έμειναν ακίνητα και πάσχιζαν να αφουγκραστούν τους μυστηριώδεις θορύβους της κρύας εκείνης νύχτας. Πράγματι, μες στη σιγαλιά ακούστηκε καθαρά κάτι σαν σφύριγμα, μα κάπου-κάπου τους φαινόταν ότι κατέφθανε στα αυτιά τους ο χαρακτηριστικός ήχος ενός πλάσματος να σέρνεται βαριά στο χώμα.
Τότε, ο διπλοσκοπός, με προτεταμένο το όπλο, προχώρησε στο τείχος. Στάθηκε ακίνητος και περίμενε. Δεν πέρασαν, όμως, πολλά δευτερόλεπτα και ένα σφύριγμα στριγκό, απαίσιο, ανατριχιαστικό υψώθηκε. Ο τρόμος παρέλυσε τα μέλη του. Ίσα που πρόλαβε να ψιθυρίσει: «Τα φίδια του κάστρου…»
Μέσα στη νύχτα κάτι άστραψε, όπως αστράφτει ο καθρέφτης, όταν βρεθεί λοξά στο φως κι ένα δεύτερο σφύριγμα, αγριότερο από το πρώτο, αντιλάλησε, ενώ όλοι οι ένοικοι του κάστρου άκουσαν τα διαπεραστικά ουρλιαχτά του σκοπού και κατόπιν, έφτασε στα αυτιά τους ο μακάβριος αχός ενός σώματος που πέφτει από ψηλά. Ένα στερνό σφύριγμα και ένα βαρύ σύρσιμο, που έσβηνε μακριά, ενώ τον σκοπό δεν τον ξαναείδε ποτέ κανένας.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 02/10/1932…