Το 1932, ο διακεκριμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος Χρήστος Αγγελομάτης επιμελήθηκε μια σειρά άρθρων για την εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», με τίτλο «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Ο δημοσιογράφος, μαζί με τους συνεργάτες του, βρέθηκε στο πολυθρύλητο Κάστρο του Ρίου, που ήταν ο πρώτος του σταθμός και όπου πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα. Εκεί, συνάντησε έναν γέρο βοσκό, ο οποίος του εξιστόρησε όλη την παράδοξη, όσο και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία του εν λόγω κάστρου.
Σε αυτό το τρίτο μέρος της ιστορίας, διαδραματίστηκαν τα εξής:
Καθώς περπατούσαν μέσα στα τείχη του κάστρου, η ετερόκλητη συντροφιά ακολούθησε έναν διάδρομο, που κατευθυνόταν ανάμεσα από τον λαβύρινθο των υπογείων, κατηφορίζοντας ολοένα προς τη μεγάλη πύλη, που ήταν η μοναδική έξοδος του φρουρίου προς τη θάλασσα. Και ήταν τόσο μακρύς εκείνος ο διάδρομος, που το φως των κεριών, που έσφιγγαν στα χέρια τους, δεν κατόρθωνε να σκορπίσει σ’ ολόκληρο το μήκος του. Τρεμούλιαζε και έσβηνε στο βάθος. Και εκεί, καταμεσής του διαδρόμου, ένα μπουντρούμι φάνηκε και στον πολυχρονισμένο πέτρινο τοίχο του, δέσποζαν βασανιστικά οι τρεις σιδερένιοι κρίκοι.
Μα, εκείνο που τους έδεσε τα πόδια στη γη, ανίκανοι να σύρουν τα βήματά τους, με στόμα ανοιχτό, αδειανό από λόγια, ήταν η αποτρόπαια θέα ενός σκελετού. Ένας ανθρώπινος σκελετός, που, μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος… Είχε δεθεί στον τοίχο, για να τιμωρηθεί για τα κρίματά του, ενδεχομένως. Πέθανε ο δύστυχος και κανείς δε νοιάστηκε να τον θάψει ή έστω, να τον πετάξει στη θάλασσα. Παρά απόμεινε εκεί, να λιώνει αργά-αργά, ίσως για να θυμίζει τη μαύρη εκείνη εποχή, που η ζωή του ανθρώπου άξιζε όσο κι ένα βενετσιάνικο φλουρί και τίποτε άλλο…
«Ας φύγουμε…» ίσα που ψιθύρισε κάποιος από τη συντροφιά, που ερευνούσε το κάστρο. Κανείς τους δεν έφερε αντίρρηση. Προσπέρασαν τον σωρό από τα σκορπισμένα οστά και επέστρεφαν πια πίσω στον μεγάλο θάλαμο, όπου θα τους συνέχιζε ο γέρος βοσκός την αιματοβαμμένη ιστορία του. Τεράστιοι ποντικοί έτρεχαν ανάμεσα στους τοίχους και οι οφθαλμοί τους λαμπύριζαν ξέφρενα μες στο ημίφως, ενώ πελώριες αράχνες ακροβατούσαν εδώ κι εκεί πάνω στους ασημένιους ιστούς τους. Η αγωνία, που ελλόχευε στις ανταριασμένες τους ψυχές, γιγαντωνόταν καθώς περνούσαν οι ώρες.
Στον μεγάλο θάλαμο, ο υπέργηρος τσομπάνος κάθισε πάνω σ’ ένα κομμάτι μαρμάρου. Ολόγυρα, τα μπουντρούμια κατασκότεινα, ανήλιαγα, απειλητικά, έκαναν τον καθένα τους να βάζει με τον νου του χίλιες τρομακτικές ιστορίες. Μπάλες σιδερένιες ήταν σκορπισμένες τριγύρω κι άλλες μαρμάρινες, αυτές που στην επίσημη γλώσσα χαρακτηρίζονταν τότε ως όλμοι.
Ο γέρος τσομπάνης, κέρινος, σκιασμένος, συνέχισε την ιστορία του. Η φωνή του αντιλαλούσε στον θολωτό θάλαμο και όλη αυτή η σκηνή, σαν βγαλμένη από αρχαία τραγωδία, είχε κάτι το μυστηριακό και το φανταστικό, σχεδόν παραμυθένιο. Είπε, λοιπόν:
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 01/10/1932…