Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με θέμα «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Τούτο που ακολουθεί είναι το έβδομο μέρος της συγκλονιστικής ιστορίας του Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Ο φρούραρχος του Μπούρτζι είχε δει ένα καταπληκτικό όνειρο. Είδε, λέει, πως μεταφέρθηκε έξαφνα σ’ ένα σπίτι στο Ναύπλιο, το οποίο μέχρι τότε δεν το είχε προσέξει. Ήταν ένα αληθινό παλάτι! Όλα του τα δωμάτια ήταν υπέροχα διακοσμημένα, ενώ υπήρχαν παντού γλάστρες με λογιών-λογιών λουλούδια. Αίφνης, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, είδε ένα θέαμα, που γέμισε την ψυχή του αρμονία και τον νου του θάμβος. Μια νέα κοπέλα, έως είκοσι ετών, όμορφη όσο καμιά άλλη, που έλαμπε σαν τον ήλιο, πρόβαλε εμπρός του και του είπε:
Ακούγοντας αυτά τα ακατανόητα λόγια από το στόμα της όμορφης κόρης, ο Βενετσιάνος φρούραρχος ξύπνησε και ευθύς, πετάχτηκε όρθιος. Ντύθηκε βιαστικά, κατέβηκε στην ακρογιαλιά, κάθισε σ’ έναν βράχο και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο στρωτό κρύσταλλο της θάλασσας. Το όνειρο, που είχε δει, του έκαμε πελώρια εντύπωση και επειδή συνέβαινε να πιστεύει στα όνειρα, απόμεινε για πολλή ώρα σκεπτικός.
Ένας στρατιώτης, που τον πλησίασε στο διάστημα αυτό, για να ζητήσει κάποια πληροφορία, ούτε μια στιγμή δεν κατόρθωσε να τον αποσπάσει απ’ την προσήλωσή του.
Όταν, εν τούτοις, σηκώθηκε, ήδη είχε λάβει ορισμένες κρίσιμες αποφάσεις. Το όνειρο, το θεώρησε ως μια θεία παρέμβαση, ως ένα θεϊκό φως, που θα τον βοηθούσε να λύσει το μυστήριο της θεμελίωσης της πύλης του κάστρου.
Χωρίς να πει τίποτε σε κανένα για τις σκέψεις και τις αποφάσεις του, κάλεσε έναν στρατιώτη και τον έστειλε να πει στον Αξιωματικό Υπηρεσίας ότι έπρεπε να ετοιμάσουν τη μεγάλη βάρκα, γιατί θα έβγαινε στην ξηρά. Και όταν η διαταγή εξετελέσθη και η βάρκα άραξε στην αποβάθρα, επιβιβάστηκε ο ίδιος ο φρούραρχος, συνοδεία δύο Αξιωματικών του.
Μετά από δεκαπέντε λεπτά, η βάρκα είχε φτάσει στην παραλία του Ναυπλίου. Ο φρούραρχος πήδησε στη στεριά και μαζί με τους Αξιωματικούς του, άρχισε να περιφέρεται στα γραφικά δρομάκια της όμορφης τούτης πελοποννησιακής πόλης. Προσπαθούσε εναγωνίως να εντοπίσει το αρχοντικό εκείνο σπίτι, που είχε δει στο όνειρό του, διότι έτρεφε συνάμα την ελπίδα ότι ίσως και να αντίκριζε την ωραιότατη εκείνη Ελληνοπούλα. Πίστευε ότι το αίμα της νεαρής αυτής αρχόντισσας θα ήταν το κατάλληλο αίμα, για να στοιχειωθεί το κάστρο και έτσι, θα ήταν δυνατό να ολοκληρωθεί επιτέλους και η θεμελίωση της πύλης της εισόδου του Μπούρτζι. Για το κακό που θα έκανε, δεν είχε κανέναν απολύτως ενδοιασμό μέσα στη σκληρή καρδιά του. Αυτός που είχε δώσει διαταγή να κρεμαστούν δεκάδες Ελλήνων σκλάβων, θα δίσταζε να θυσιάσει μια Ελληνοπούλα;
Μολονότι περιφερόταν επί τρεις ολόκληρες ημέρες, δεν κατόρθωσε να βρει το σπίτι, που θα έμοιαζε με εκείνο που είχε δει στο όνειρό του.
Κουρασμένος πια και αποκαρδιωμένος, κίνησε για τη Διοίκηση του Ναυπλίου, αποφασισμένος, όμως, να εφαρμόσει ένα άλλο σχέδιο. Κάλεσε τον Διευθυντή της Αστυνομίας και του ζήτησε να του διαθέσει τα καλύτερα λαγωνικά του και τους πιο αξιόπιστους χαφιέδες του. Γνώριζε καλά, εξάλλου, ότι οι συμπατριώτες του Βενετοί είχαν αναγάγει τον χαφιεδισμό και την κατασκοπία σ’ ολόκληρη επιστήμη. Είχε, λοιπόν, την πεποίθηση ότι με τους χαφιέδες της Διοίκησης, θα κατάφερνε τουλάχιστον να μάθει ποια ήταν η ομορφότερη Ελληνίδα του Ναυπλίου. Γιατί, αν πραγματικά το όνειρό του ήταν ένα φως στο σκοτάδι του μυαλού του, τότε, η κόρη, που είχε δει, ήταν σίγουρα η πιο ωραία σε όλη την πόλη. Από τη σκέψη αυτή ορμώμενος, ζήτησε απ’ τους χαφιέδες να μάθουν αμέσως αυτό που ήθελε.
Δεν πήρε στους χαφιέδες πολλή ώρα για να μάθουν και να επιστρέψουν με τη σχετική πληροφορία. Στάθηκαν μπροστά στον φρούραρχο και του ανακοίνωσαν:
Ο φρούραρχος βυθίστηκε σε βαρύ συλλογισμό. Αν πράγματι ο Ιωάννης Λογοθέτης ήταν τόσο αγαπητός από φίλους και εχθρούς, τότε θα ήταν πολύ επικίνδυνο να επιχειρούσε τη θυσία της κόρης του. Αλλά, πάλι, σκέφτηκε πως ήταν θέμα αξιοπρέπειας και γοήτρου για τον ίδιο να αποτελειώσει επιτέλους το χτίσιμο του κάστρου, που χωρίς τη μνημειώδη πύλη της εισόδου του, ήταν σαν ένα σπίτι δίχως πόρτα. Αλλά και για την ίδια την πανίσχυρη Βενετία θα ήταν ένα πλήγμα, που δαπανούσε τόσα χρήματα, για να εξασφαλίσει την κυριαρχία της και να επιδεικνύει το μεγαλείο της. Αφού το καλοσκέφτηκε, λοιπόν, στράφηκε στους κατασκόπους και τους διέταξε δίχως τον παραμικρό δισταγμό:
Οι χαφιέδες σάστισαν, μα δεν τόλμησαν να αντιμιλήσουν. Χαιρέτησαν τον ανώτερό τους και έφυγαν αμέσως. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, άρχιζε το δράμα της πεντάμορφης Ελληνοπούλας.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 17/10/1932…