Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με θέμα «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Τούτο που ακολουθεί είναι το ένατο άρθρο, που αναφέρεται στη συγκλονιστική ιστορία του κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Η Ξανθή Λογοθέτη, λοιπόν, γύρισε και κοίταξε τον άνθρωπο, που μόλις μπήκε στο κελί, που την είχαν ρίξει οι στρατιώτες. Ήταν ο Giordano Aquilio, ο Βενετσιάνος φρούραρχος του κάστρου του Μπούρτζι.
Ο φρούραρχος προχώρησε αργά προς το μέρος της και στάθηκε απέναντί της. Η κορμοστασιά του δε μαρτυρούσε πλέον τον ίδιο αγέρωχο Αξιωματικό. Κάποια μεγάλη μεταβολή είχε συμβεί μέσα του εντός λίγων ωρών και αυτή η μεταβολή είχε γλυκάνει κάπως την πάντοτε αγριωπή του όψη. Η Ξανθή, δε, από έμφυτη υπερηφάνεια, όρθωσε το ανάστημά της και περίμενε να ακούσει τι ήθελε, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Κι αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, σε τόνο που πάσχιζε να τον κάνει σταθερό, της είπε:
Η νεαρή τον κοίταζε κατάπληκτη. Ποτέ της δεν περίμενε ν’ ακούσει παρόμοια πρόταση. Απάντησε, δίχως να διστάσει:
Η κοπέλα δεν απάντησε, μόνο έστρεψε το κεφάλι της απ’ την άλλη, φανερά αηδιασμένη. Τότε, ο φρούραρχος απομακρύνθηκε με βήμα αργό και ψυχή νεκρωμένη. Έσυρε πίσω του τη βαριά πόρτα του κελιού της και εξαιρετικά βαρύθυμος, άρχισε να κατεβαίνει αργά τα σκαλιά του πύργου.
Τις ώρες εκείνες, ο άρχοντας Ιωάννης Λογοθέτης ήταν βυθισμένος στο μεγαλύτερο πένθος. Μόλις πληροφορήθηκε τη σύλληψη της κόρης τους από τους Βενετούς, με την αγωνία στην καρδιά και τρεμάμενα μέλη, κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο. Αλλά εκεί κανείς δεν τον δέχτηκε. Οι φρουροί, εφαρμόζοντας τις διαταγές που είχαν, τον απέπεμψαν, γελώντας με τον πόνο και την τραγωδία τούτου του δυστυχή πατέρα.
Κι ύστερα πάλι, όταν θέλησε να επιβιβαστεί σε κάποιο πλοίο, για να περάσει απέναντι στο ζοφερό Μπούρτζι, οι σκοποί του λιμανιού τον εμπόδισαν ξανά, όπως είχαν διαταχθεί από τους προϊσταμένους τους. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, επέστρεψε στο σπίτι του, ανέβηκε στο δωμάτιό του και σωριάστηκε σ’ ένα κάθισμα. Με τα χέρια του βαστούσε το κεφάλι του, δαγκώνοντας τα χείλη του. Άφησε απλά τον εαυτό του να κυλήσει στο πάτωμα κι έμεινε εκεί, κυλισμένος καταγής, μέχρι το πρωί.
Για την όμορφη Ξανθή, ξημέρωσε η τελευταία, η στερνή, η πιο πικρή ημέρα της σύντομης ζωής της. Όλη νύχτα πελαγοδρομούσε μες στις σκέψεις της, βουτηγμένη στον ανείπωτο πόνο της, νηστική και διψασμένη, μέχρι που έπεσαν πάνω της οι πρώτες αχτίδες του ήλιου.
Ξάφνου, μια οχλαγωγία έσπασε τη μελαγχολική σιγή. Βήματα πολλών ανθρώπων, που ανέβαιναν γοργά τα πέτρινα σκαλοπάτια του πύργου. Η Ξανθή έσιαξε, κατά πώς είχε μάθει μια ζωή, το φόρεμα και τα μαλλιά της και περίμενε. Η πόρτα του κελιού άνοιξε διάπλατα και πέντε στρατιώτες πάνοπλοι εισέβαλαν μέσα.
Οι στρατιώτες τάχθηκαν δεξιά και αριστερά της και με αυτή την τάξη, την οδήγησαν στην πύλη της εισόδου, εκεί στο τρομερό Μπούρτζι. Στην πύλη, την περίμεναν κι άλλοι στρατιώτες και ανάμεσά τους, με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο, ο Βενετσιάνος φρούραρχος, ο Εξοχότατος Giordano Aquilio.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 19/10/1932…