Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με θέμα «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Τούτο που ακολουθεί είναι το ενδέκατο, που αφηγείται τη συγκλονιστική ιστορία του πολυθρύλητου Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Ο δήμιος, λοιπόν, στάθηκε αντίκρυ στην Ξανθή και την αναμέτρησε από κεφαλής μέχρι ποδών. Έβλεπε τα χρυσαφένια μαλλιά της, που κυλούσαν ποτάμι στην πλάτη της. Έβλεπε τα ολοκάθαρα μάτια της, που τα περιέβαλλαν μπλάβοι στέφανοι. Έβλεπε το στητό κορμί της, που άνθιζε σαν τριανταφυλλιά και σκεπτόταν ότι, αν είχε το δικαίωμα και το καθήκον να αποκεφαλίζει ανθρώπους, που υπήρξαν κακούργοι και εγκληματίες, δεν είχε κανένα, μα κανένα απολύτως δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή αθώων πλασμάτων, όπως της Ξανθής. Γι’ αυτό, έμεινε ακίνητος να θωρεί την όμορφη κόρη και σε μια στιγμή, μονολόγησε: «Ω, αν μπορούσα να τη σώσω… Αν ήμουν μόνος…»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, όταν ακούστηκε απότομα:
Και οι στρατιώτες, εφαρμόζοντας τη διαταγή, πλησίασαν την ερειπωμένη πύλη και στάθηκαν ολόγυρά της.
Ο φρούραρχος έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα προς την πύλη, στην οποία θα θυσιαζόταν η Ξανθή, ώστε να στοιχειωθεί το κτίσμα και να πάψει να κατακρημνίζεται. Κατόπιν, έστρεψε το κεφάλι του, ψέλλισε κάτι που δεν το άκουσε κανείς και με βήματα βιαστικά, εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του φρουρίου.
Δύο από τους στρατιώτες, που περικύκλωσαν την πύλη, αποσπάστηκαν απ’ το σύνολο και προσέγγισαν την Ξανθή. Άπλωσαν τα γερά χέρια τους, που ήταν συνηθισμένα να κραδαίνουν τα βαριά σπαθιά και θέλησαν να κάμψουν το σώμα της. Η κόρη του Ιωάννη Λογοθέτη, πριν σκύψει το κεφάλι της στο σπαθί του δημίου, όρθωσε μια φορά ακόμη το ανάστημά της, κοίταξε τον ήλιο και τη θάλασσα, που απλωνόταν γαλήνια μέχρι το αγαπημένο της Ναύπλιο, εκεί που βρισκόταν ο δόλιος ο πατέρας της.
Απ’ το μυαλό της πέρασε ολάκερη η παιδιάτικη ζωή της, η μάνα που έχασε νωρίς, ο στοργικός πατέρας, κάθε χαρά που γνώρισε και κάθε λύπη. Τα μάτια της γέμισαν ανταριασμένα κύματα. Δίχως να χάσει το κουράγιο και την υπερηφάνεια της, ούτε κι εκείνη την αποφράδα ώρα, στράφηκε προς τον βουρκωμένο δήμιο και τους πάνοπλους στρατιώτες και γύρεψε να μάθει:
Οι Βενετσιάνοι στρατιώτες και ο δήμιος του Μπούρτζι έσκυψαν το κεφάλι. Τι να πουν σε τούτο το αθώο πλάσμα, το όμορφο, το καλό…
Μα, ο επικεφαλής Αξιωματικός βρήκε σθένος κι είπε:
Ο δήμιος ύψωσε το σπαθί. Στα μάτια του ίσα που πρόλαβε να σχηματιστεί μια υδαρή σταγόνα. Κι απότομα, σαν να ήθελε να αποδιώξει το αίσθημα εκείνο, που τον έκανε ξαναθυμηθεί πως ήταν άνθρωπος κι αυτός, κατέβασε με δύναμη το σπαθί του. Το ωραιότατο κεφάλι με τα χρυσαφένια τα μαλλιά κύλισε στο χώμα, ενώ το νεανικό κορμί σπαρταρούσε και συσπόταν. Το αίμα ανέβλυσε μπόλικο, ζεστό και πότισε τα θεμέλια.
Έτσι, με τον τρόπο τούτον τον φριχτό, πραγματοποιήθηκε το όνειρο, που είχε δει ο Βενετσιάνος φρούραρχος. Η είσοδος του φρουρίου επιτέλους θα στοίχειωνε και η Βενετία θα μπορούσε πλέον να καυχάται ότι το Κάστρο του Μπούρτζι δεν το άφησε μισοτελειωμένο.
Από μια πολεμίστρα του μεγάλου πύργου, ο φρούραρχος παρακολουθούσε τη σκηνή της εκτέλεσης και όταν είδε το κεφάλι της Ξανθής να κυλιέται στο χώμα, έβαλε μια κραυγή κι έφυγε τρέχοντας.
Όπως, μάλιστα, έλεγε η παράδοση, ο Giordano Aquilio περιφερόταν για πολλές μέρες σαν θηρίο στο κλουβί μέσα στο εσωτερικό του κάστρου, μουρμουρίζοντας λέξεις ακατάληπτες. Και μόνο αφού πέρασε αρκετός καιρός, βρήκε μια κάποια ηρεμία. Μα, η φοβερή μελαγχολία δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Αλλά και ο τρομερός εκείνος δήμιος, που είχε πάρει τη ζωή τόσων και τόσων ανθρώπων, από τον αποκεφαλισμό της Ξανθής δε συνήλθε ποτέ. Τον βάραιναν οι τύψεις και στο τέλος, έχασε τα λογικά του και σεργιανούσε εδώ κι εκεί χαμένος και τρελός.
Ο άρχοντας του Ναυπλίου, Ιωάννης Λογοθέτης, ο πατέρας της Ξανθής, όταν πληροφορήθηκε το άδικο και σκληρό τέλος της κόρης του, κατευθύνθηκε στην ακροθαλασσιά και αντικρίζοντας το Μπούρτζι, έπεσε μέσα στα νερά και πνίγηκε.
Έτσι, λοιπόν, θεμελιώθηκε η πύλη του Κάστρου του Μπούρτζι, που σήμερα προβάλλει ξεχαρβαλωμένη στα μάτια των επισκεπτών.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 21/10/1932…