Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με θέμα «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Τούτο που ακολουθεί είναι το όγδοο άρθρο, που εξιστορεί την καταπληκτική ιστορία του Κάστρου του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.
Ο Ιωάννης Λογοθέτης, λοιπόν, την ώρα που ο Βενετσιάνος φρούραρχος έδινε την εντολή στους χαφιέδες να συλλάβουν την όμορφη κόρη του, εκείνος δεν ήταν στο αρχοντικό του. Όπως συνήθιζε πάντα, έκανε έναν γύρο στην πόλη, με τη δικαιολογία του περιπάτου, κυρίως όμως για να βοηθήσει τους φτωχούς.
Τη θυγατέρα του, τη μονάκριβη, τη λάτρευε πιο πολύ απ’ το καθετί στον κόσμο. Όσα χρήματα κι αν έδινε σε αγαθοεργίες, πάντοτε περίσσευαν πολλά, ώστε να της εξασφαλίσει ένα μέλλον με ευμάρεια και αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό, κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι του και είχε δείξει την αγαθότητα της καρδιάς του στους ανήμπορους συμπολίτες του, ήταν πλημμυρισμένος από απέραντη ικανοποίηση. Τη χαρά της ζωής, άλλωστε, την είχε βρει μέσα από την προσφορά σε εκείνους, που το είχαν πραγματική ανάγκη.
Σ’ αυτό, ακριβώς, το φιλάνθρωπο καθήκον επιδιδόταν την ώρα εκείνη, που οι πέντε απεσταλμένοι χαφιέδες του Βενετσιάνου φρούραρχου, μαζί μ’ έναν υπάλληλο της Ενετικής Διοίκησης, που προσκόμιζε το έγγραφο της σύλληψης, χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού του.
Ένας γέρος υπηρέτης άνοιξε. Ο υπάλληλος δήλωσε την ταυτότητά του και ζήτησε επιτακτικά να δει την κόρη του Ιωάννη Λογοθέτη. Παρόμοιες επισκέψεις σε σπίτια Ελλήνων ήταν γνωστό πως κατέληγαν πάντα στα ίδια άσχημα αποτελέσματα. Γι’ αυτό, ο υπηρέτης ωχρίασε κι άρχισε να τρέμει. Εκείνοι αμέσως τον απώθησαν, εισέβαλαν στο αρχοντικό και ξεκίνησαν να ερευνούν σε κάθε του δωμάτιο.
Η Ξανθή, όπως λεγόταν η όμορφη κοπέλα, ήταν στον κήπο. Ένας χαφιές την είδε απ’ το παράθυρο να κόβει τριαντάφυλλα στον ανθώνα. Φώναξε και τους άλλους και όλοι μαζί οι άνθρωποι της βενετσιάνικης εξουσίας κατέβηκαν στον κήπο.
Στην καρδιά τους, που ποτέ ο οίκτος δεν είχε εισδύσει, κάποια αόριστη λύπη αχνοφάνηκε, όταν την αντίκρισαν από κοντά. Τόση ομορφιά, τόση νεότητα θα πήγαινε χαμένη, τόσο σύντομα και τόσο αδικαιολόγητα. Την πρόσταξαν να τους ακολουθήσει κατά διαταγή του φρουράρχου τους. «Μα, τι έκανα;» παραμιλούσε η Ξανθή. Έσκυψε το κεφάλι και τους ακολούθησε, μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά.
Λίγο αργότερα, οι χαφιέδες, μαζί με την πανώρια Ελληνοπούλα, βρίσκονταν στο Διοικητήριο, ενώπιον του Βενετού φρουράρχου. Εκείνος κοιτούσε απ’ το παράθυρο κατά το Παλαμήδι, όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκαν οι κατάσκοποι μαζί με την Ξανθή Λογοθέτη.
Στο αντίκρισμα της κόρης, δοκίμασε ασυγκράτητη έκπληξη. Σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του, αναφωνώντας: «Αυτή είναι!»
Η νεαρή γυναίκα, που είχε δει στο όνειρό του, στεκόταν ακριβώς μπροστά του. Το απαράμιλλο κάλλος της τον θάμπωσε, τον καθήλωσε. Η παρουσία της εξευγένιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Την αναμέτρησε με το βλέμμα του. Από τον νου πέρασε φευγαλέα η σκέψη ότι θα ήταν τρομακτικό, ειλικρινώς απάνθρωπο να θυσιαστεί μια τέτοια ομορφιά, μόνο και μόνο για να θεμελιωθεί η πύλη ενός κάστρου. Μα, αυτομάτως, σκέφτηκε ότι πρωτίστως είχε να γνοιαστεί τον εαυτό του και το πώς θα εδραίωνε τη φήμη του και θα έσωζε το γόητρό του. Στράφηκε στους χαφιέδες και τους πρόσταξε:
Αργότερα, οι ναύτες ανέσυραν την άγκυρα και με τον άνεμο πρίμα, το καράβι πλησίαζε γρήγορα στο Μπούρτζι. Η Ξανθή, καθισμένη στην πλώρη, με δάκρυα στα μάτια, άφηνε το βλέμμα της να πλανάται κατά το Ναύπλιο. Ο νους της πετούσε στον πατέρα της, ξανάφερε στη μνήμη τη νεκρή μητέρα της και το σπιτικό της με τον λατρευτό της κήπο, που τόσο πολύ τον φρόντιζε με τα ίδια της τα χέρια.
Το δάκρυα δεν έπαψαν να κυλούν στις καλοσχηματισμένες παρειές της, ακόμη και την καταραμένη εκείνη στιγμή, που οι στρατιώτες την πέταξαν κακήν κακώς μέσα στο κελί του μεγάλου πύργου, εκεί, στο φοβερό Μπούρτζι, το φρούριο που το έτρεμαν οι εχθροί των Βενετών και ξόρκιζαν την τύχη τους μην τύχει και ποτέ βρεθούν πίσω απ’ τα χοντρά του τείχη.
Το κελί, που την έριξαν, δεν είχε παρά μονάχα ένα στρώμα καταγής και για τροφή, της έδωσαν ένα μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Σε μια γωνιά της άφησαν ένα κανάτι με νερό και τίποτε άλλο. Η μοσχοαναθρεμμένη κόρη ένιωσε τα μέλη της να παραλύουν. Πώς βρέθηκε άραγε εκεί; Ποιος να ήταν ο λόγος που την είχαν συλλάβει; Ευτυχώς, το κιγκλιδόφραχτο παράθυρο ήταν χαμηλά κι έτσι, μπορούσε, για παρηγοριά της, να θωρεί τον ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό.
Με τα χέρια της να σφίγγουν τα σιδερένια κιγκλιδώματα, ξέσπασε σε αναφιλητά, μέχρι που άκουσε ένα κτύπημα στην πόρτα και ευθύς αμέσως εμφανίστηκε στην είσοδο του κελιού της ο Βενετσιάνος φρούραρχος.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 18/10/1932…