Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», επιμελήθηκε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με τίτλο «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Τούτο που ακολουθεί είναι το τέταρτο κατά σειρά, που αφηγείται τους θρύλους του Κάστρου Μπούρτζι, στο Ναύπλιο:
Στην εμφάνιση, λοιπόν, της λευκοφορεμένης σκιάς, που αναδύθηκε μυστηριωδώς απ’ το άγνωστο, οι υπόλοιπες σκιές σταμάτησαν τον ολοφυρμό και το οξύ το κλάμα, τάχθηκαν σε δυο γραμμές και παραμέρισαν, για να περάσει η όμορφη κοπέλα με τα ολόλευκα φορέματα.
Κι εκείνη, πέρασε παραστατική, επιβλητική και υπερήφανη ανάμεσά τους κι έφτασε στην αρχή του κοιλώματος, στην είσοδο του βενετσιάνικου θαλασσόφραχτου κάστρου. Στάθηκε αντίκρυ στην ερειπωμένη πύλη και έμεινε ακίνητη για λίγο. Κατόπιν, με αργές κινήσεις ανέσυρε το πέπλο, που κοσμούσε το κεφάλι της και αποκάλυψε το πρόσωπό της, που φώτιζε σαν άστρο.
Την ώρα, που εκτυλισσόταν η σκηνή αυτή, οι δύο δήμιοι, που ήταν οι μοναδικοί κάτοικοι του κάστρου, μαζεύτηκαν σε μια γωνιά, μην μπορώντας να πάρουν τα μάτια τους από το αφύσικο τούτο θέαμα.
Κι έξαφνα, οι υπόλοιπες σκιές, που ήρθαν απ’ τα πέρατα της αβύσσου, τράβηξαν κι αυτές τα πέπλα τους κι ύψωσαν τα χέρια. Ήταν όλες τους φαντάσματα παλικαριών και όμορφων νεαρών γυναικών, με ευγενικά και εκλεπτυσμένα χαρακτηριστικά. Ξέσπασαν εν χορώ σ’ ένα μελίρρυτο μουρμουρητό, που έγινε κατόπιν μια πλέρια θρηνητική υμνωδία και στο τέλος, ένας αβάσταχτος ανταριασμένος κοπετός.
Ο θρήνος τούτος κράτησε για ώρα πολλή. Έπειτα, οι σκιές είπαν κάτι λόγια ακαταλαβίστικα, σε μια γλώσσα που οι δυο τους δεν την κατείχαν, δεν την αναγνώριζαν. Οι δήμιοι ήταν καθηλωμένοι στη γωνιά, σαγηνεμένοι. Και οι σκιές, αφού θρήνησαν και έκλαψαν γοερά και με οδύνη, μια αλλόκοτη μυρωδιά λιβανιού εκλύθηκε στην ατμόσφαιρα και τα πνεύματα, μαζί και η θλιμμένη μουσική τους, αιωρήθηκαν ψηλά και χάθηκαν στον αέρα.
Οι δυο δήμιοι εξακολουθούσαν να μένουν ακίνητοι, υπό την επήρεια της σαγήνης, που σκόρπισε το απόκοσμο τούτο θέαμα. Μα, αίφνης, ο κατάμαυρος σκύλος ξαναφάνηκε πιο άγριος, πιο φοβερός, με μάτια που εκσφενδόνιζαν απειλητικές ριπές φωτιάς. Τους κοίταξε καλά-καλά, ούρλιαξε με μανία και χάθηκε κι αυτός.
Ο μπάρμπα-Γιάννης και ο μπάρμπα-Θόδωρος λούφαξαν και πάλι απ’ τον τρόμο. Τα πόδια τους, που ως την ώρα εκείνη με δυσκολία τα έσυραν στο χώμα, έκαναν φτερά και σε δυο λεπτά μονάχα βρέθηκαν στα κελιά τους. Σωριάστηκαν στα στρώματά τους, έκρυψαν το πρόσωπό τους στα σκεπάσματα, μαρμαρωμένοι, κατάπληκτοι, σοκαρισμένοι. Ξάφνου, αντήχησε μια άγνωστη φωνή:
«Στα υπόγεια, κάτω από τον μεγάλο πύργο, θα ανακαλύψετε το μυστικό, που δεν το ξέρετε ακόμα.»
-Τι ήταν αυτό; Μα, τι ήταν αυτό που ζήσαμε; Πάει, τρελαθήκαμε, μουρμούριζαν…
Σε λίγα λεπτά, ξημέρωσε. Ξημέρωσε μια μέρα μουντή, γεμάτη αέρηδες τρελούς και ξέφρενες καταιγίδες. Οι δυο δήμιοι εκείνη την ημέρα, ούτε που ξεμύτισαν απ’ τα δωμάτιά τους, ούτε που αντάλλαξαν μια λέξη. Ολόκληρο το μικρό νησί μαζί με το κάστρο του, άλλωστε, είχαν παραδοθεί αμαχητί στα πελώρια αφρισμένα κύματα, που ξεσπούσαν την πρωτοφανή οργή τους καταπάνω στα χιλιοφαγωμένα βράχια. Οι ψεκασμοί νερού έφταναν τόσο ψηλά, πού τύλιγαν τους πύργους. Το νησί και το Μπούρτζι φάνταζαν κυκλωμένα από μια αδηφάγα ανάερη λευκή αντάρα και βροχή αφρών, ενώ ο ακόρεστος βοριάς έσκουζε δαιμονισμένα, ακόμη και μέσα στα σφαλιστά κελιά.
Κι έτσι, ήρθε και πάλι η νύχτα. Μόνο ο μπάρμπα-Γιάννης, για να ‘χει έναν παραστάτη στον φόβο του, ανέβηκε στο κελί του Θόδωρου. Έριξαν άφθονα ξύλα στο τζάκι, κούρνιαξαν αμίλητοι ο καθένας στη μεριά του κι έτσι, βουβά, κύλησε ολάκερη η νύχτα.
Το πρωί μόνο, που είχαν ηρεμήσει λίγο, ο Θόδωρος ρώτησε τον σύντροφό του:
-Θυμάσαι, Γιάννη, τι μας είπε η άγνωστη φωνή, όταν φύγαμε απ’ τις σκιές;
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 13/10/1932…