Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με τίτλο «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».
Τούτο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος της ιστορίας, που αναφέρεται στο πολυθρύλητο Μπούρτζι, το νησιωτικό κάστρο του Ναυπλίου:
Η θάλασσα, που έσπαγε στα βράχια του Μπούρτζι, αφροκοπούσε στην αμμουδιά και θώπευε τις βάσεις της εισόδου του κάστρου. Τα κύματα, λοιπόν, είχαν σκάψει το χώμα στο σημείο εκείνο κι έτσι, μπροστά στην είσοδό του είχε σχηματιστεί ένα βαθύτατο κοίλωμα, που πλημμύριζε κάθε φορά, που τα νερά αντάριαζαν και φούσκωναν κατά την προσταγή των ανέμων.
Στο κοίλωμα τούτο φάνηκαν για πρώτη φορά τα στοιχειά του νησιωτικού κάστρου του Ναυπλίου, που έμεναν χρόνια και χρόνια στα ανήλιαγα κι υγρά υπόγειά του.
Μια νύχτα, οι δύο δήμιοι, που κατοικούσαν εξόριστοι στον έναν πύργο του κάστρου, εξορισμένοι και ανεπιθύμητοι από την υπόλοιπη κοινωνία, δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι. Τρεις μέρες πριν, είχαν θανατώσει με τη λαιμητόμο τους δυο καταδίκους του Παλαμηδιού κι όσο κι αν ήταν συνηθισμένοι στο φριχτό αυτό επάγγελμά τους, παρέμεναν πάντα άνθρωποι. Το αίμα, που ανάβλυζε ποτάμι από τα αποκεφαλισμένα τους σώματα και οι σφαδασμοί των ακέφαλων κορμιών τους, ήταν ολοζώντανες εικόνες μπρος στα μάτια τους.
Κι ενώ κάθε άλλη φορά έμεναν καθένας στο κελί του, τη νύχτα εκείνη ο μπάρμπα-Γιάννης, που διέμενε στο ισόγειο κελί του κάστρου, ανέβηκε στο επάνω, για να συναντήσει τον άλλο δήμιο, τον μπάρμπα-Θόδωρο. Καθισμένοι και οι δυο τους στη γωνιά, κοιτούσαν βουβοί τη φωτιά στο τζάκι. Κάπου-κάπου συνδαύλιζαν τα ξύλα, για να αναθαρρέψει η φωτιά, ενώ οι ψυχές τους σήκωναν το ασήκωτο βάρος της ζωής των δύο ανθρώπων, που ήταν η δουλειά τους να τους καρατομήσουν.
Μα, ο Θόδωρος δεν άκουσε. Έσκυψε απ’ το παράθυρο κι είδε την πολεμίστρα κι είδε το πέλαγος ν’ ασπρίζει, ενώ ο παγωμένος βοριάς ξεσπάθωνε τη λύσσα του και μέσα στο μικρό κελί.
-Το κλείνω, ψέλλισε απρόθυμα ο έρμος Θόδωρος, σαν να τον ξύπνησαν απότομα. Μα, πάνω στην ώρα, μια τρομακτική κραυγή, ένα απαίσιο μούγκρισμα, ένα δαιμονικό ουρλιαχτό ξέσπασε μέσα στο κάστρο, μέσα στο κελί του. Κι έπειτα, επακολούθησε σιγή, μια απόλυτη και νεκρική σιγή των πάντων.
Οι δύο δήμιοι βαστούσαν και την ανασαιμιά τους ακόμα. Το μόνο που ακουγόταν πλέον ήταν το τριζοβόλημα των ξύλων, κάθε φορά που λαμπάδιαζε η φλόγα.
Κι έξαφνα, όπως κοίταζε τον τοίχο, είδε δυο πελώρια αστραποβόλα μάτια, κολλημένα στο τζάμι του παραθυριού, όταν το ίδιο ουρλιαχτό ορθώθηκε απειλητικό κι αγριεμένο.
Μα, τη φορά αυτή ήταν ξεκάθαρο. Δεν ήταν τούτο ρεκασμός και στρίγκλισμα ανθρώπου, αλλά ένα φοβερό και απόκοσμο αλύχτισμα κάποιου σκύλου…
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 11/10/1932…