Τον Σεπτέμβριο του 1932, ένα τραγικό δυστύχημα συνέβη στις Ελβετικές Άλπεις, με αποτέλεσμα τον βίαιο θάνατο πέντε ανθρώπων, ενός Άγγλου, μιας Αγγλίδας και τριών Ελβετών. Και οι πέντε αυτοί αλπινιστές βρέθηκαν νεκροί μέσα σε μια χαράδρα της ψηλότερης κορυφής των Ελβετικών Άλπεων, στο γιγάντιο όρος Matterhorn.
Οι πέντε αυτοί νέοι, Ζαν Σέρερ, Άντολφ Λιουμπ, Πίτερ Θορν και η κόρη του Λόρδου Χέρπικτον, Ελίζα, συνοδευόμενη από τον εξάδελφό της Ουόλτερ Φρέιν, σχεδίαζαν την ανάβασή τους στην τρομακτικά απόκρημνη κορυφή του Matterhorn, με ύψος 4.476 μέτρα, για πολύ καιρό και πολύ προσεκτικά. Οι πρώτοι αλπινιστές κατόρθωσαν να κατακτήσουν το στέμμα των Ελβετικών Άλπεων το 1865. Μα, και τότε, ο θάνατος έγραψε τη φρικτή σελίδα του, διότι από εκείνους τους πέντε, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει την τολμηρή ανάβαση, οι δύο μόνο επέστρεψαν αλώβητοι, ενώ οι άλλοι τρεις μεταβλήθηκαν σε άμορφο σωρό από οστά και σάρκες, μέσα στους απότομους βράχους των χαραδρών, που έμοιαζαν σαν εξωτικά τέρατα και που γύρω τους, ο θρύλος έχει πλέξει αποτρόπαιες ιστορίες φαντασμάτων.
Το Matterhorn φαντάζει από μακριά σαν μια αγέρωχη γρανιτένια πυραμίδα, γεμάτη ορατές και αόρατες παγίδες, στενόμακρη, λεία, ολισθηρή και κατάφωρα επικίνδυνη, που είναι μονίμως στεφανωμένη από βαριά σύννεφα και σκεπασμένη από παχύ πάγο και χιόνι. Οι Ελβετοί πιστεύουν πως την κατοικούν κάποια μυστηριώδη πέτρινα πλάσματα, που δεν τους αρέσει να τους ταράσσουν τη γαλήνη οι κάθε λογής επίδοξοι αναρριχητές.
Οι χωρικοί, μάλιστα, διηγούνταν ένα σωρό παράξενες ιστορίες. Τη νύχτα, έλεγαν, όταν γύριζαν από τις στάνες τους, έβλεπαν συχνά μέσα στην αστροφεγγιά κάτι αλλόκοτους γίγαντες να αποσπώνται από τις λαμπυρίζουσες χιονισμένες βουνοκορφές και να προχωρούν στητά προς τον κάμπο, σαν ακοίμητοι φρουροί, που προστάτευαν τη γη τους. Οι τολμηρότεροι απέδιδαν τα οράματα αυτά στην οφθαλμαπάτη, που προκαλεί η νυκτερινή ακτινοβολία του χιονιού. Οι περισσότεροι, όμως, τάχυναν το βήμα τους πανικόβλητοι, ψιθυρίζοντας προσευχές, γιατί ήταν βέβαιοι ότι το αίμα των αλπινιστών, που είχε ποτίσει για χρόνια τα δύσβατα εκείνα μονοπάτια, είχε πλέον στοιχειώσει μέσα στις απρόσιτες τάφρους των ορέων.
Η ομάδα των δύο Άγγλων και των τριών Ελβετών, λοιπόν, οι οποίοι αποπειράθηκαν γενναία, αλλά ματαίως να φτάσουν στο Matterhorn το 1932, συνάντησαν στον δρόμο τους έναν χωρικό, λίγο πριν ξεκινήσουν την αποστολή τους, ο οποίος τους προειδοποίησε εναγωνίως για τα γιγάντια πέτρινα στοιχειά της απροσπέλαστης βουνοκορφής. Μα, εκείνοι κάγχασαν και του είπαν γελώντας: «Αν συναντήσουμε φαντάσματα, θα τους δώσουμε χαιρετίσματα εκ μέρους σας!»
Μα, ο χωρικός δεν το έβαλε κάτω. Άφησε κατά μέρος την ιστορία των πελώριων πέτρινων στοιχειών και τους επέστησε την προσοχή στις απότομες χαράδρες και στο φρέσκο χιόνι, που μπορεί από κάτω του να έκρυβε αχανή βάραθρα και σίγουρο θάνατο. Οι νέοι απομακρύνθηκαν εύθυμοι και βέβαιοι για την έρευνα που είχαν κάνει, σχετικά με τα επικίνδυνα περάσματα του βουνού.
Εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα τρόφιμα και εξοπλισμό, αλλά και με τη φωτογραφική τους μηχανή, κίνησαν γεμάτοι αυτοπεποίθηση για την πολυπόθητη κατάκτηση του Matterhorn. Ο χωρικός, όμως, που τον είχε ζώσει η αγωνία, παρακολουθούσε τις κινήσεις τους με το τηλεσκόπιο του βοηθητικού σταθμού των υπωρειών.
Ήταν πέντε το ξημέρωμα, όταν έφυγαν και, σύμφωνα με τον οδηγό των Άλπεων, έπρεπε να φτάσουν στον προορισμό τους μετά από τέσσερις περίπου ώρες. Μολαταύτα, η ώρα είχε πάει εννιά και ο ανήσυχος χωρικός, που παρακολουθούσε τα βήματά τους από μακριά, διέκρινε με το τηλεσκόπιο πέντε μαύρες σιλουέτες να αναρριχώνται, μέσα στο κατάλευκο χιονισμένο τοπίο.
Ήρθε το μεσημέρι και εξακολουθούσαν να τους διακρίνουν ακόμη από τον σταθμό. Είχαν χάσει τον δρόμο; Τι συνέβαινε; Άρχισαν να ανησυχούν, όταν ύστερα από λίγη ώρα δεν τους έβλεπαν πλέον. Οι μαύρες σιλουέτες των νεαρών αλπινιστών, που κινούνταν αργά μέσα στο χιόνι, είχαν εξαφανιστεί εντελώς.
Εν τω μεταξύ, όμως, μαζί με τον χωρικό, αγωνιούσαν για την τύχη τους και όλοι όσοι βρίσκονταν στο πανδοχείο των υπωρειών εκείνη τη στιγμή, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί τα διατρέξαντα. Έξαφνα, ένας περιηγητής φώναξε, αφού κοίταξε αρκετή ώρα με το τηλεσκόπιο:
Πέρασε, όμως, πολύ ώρα και οι ατυχείς αλπινιστές δε φαίνονταν πουθενά στον ορίζοντα. Αίφνης, ο χωρικός ζήτησε το τηλεσκόπιο. Μόλις το έφερε στα μάτια του, κέρωσε και εξαπόλυσε μια κραυγή τρόμου, που τους ανατρίχιασε.
Οι παριστάμενοι πήραν διαδοχικά το τηλεσκόπιο στα χέρια τους και είτε διέκριναν πράγματι, είτε τους φάνηκε πως διέκριναν, έναν απόκοσμο πράσινο σταυρό σε μια βραχώδη χαράδρα, ανάμεσα σε σωρούς χιονιού.
Δυο ημέρες αργότερα, συγγενείς των αγνοουμένων νέων, βοηθούμενοι από τρεις πεπειραμένους αλπινιστές, αφού περιπλανήθηκαν για δυο ολόκληρες ημέρες στο στοιχειωμένο βουνό των πελώριων πέτρινων στοιχειών, την τρίτη ημέρα ανακάλυψαν εν τέλει μέσα σε μια χαράδρα, ύψους χιλίων πεντακοσίων μέτρων, τα άψυχα κορμιά των νεαρών αναρριχητών, τραγικώς παραμορφωμένα, τα οποία, αφού τα παρέλαβαν με κόπο, τα επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 22/09/1932…