Ο χειμώνας του 1933 υπήρξε εξαιρετικά δύσκολος και μυστηριώδης για τους κατοίκους του χωριού Μακρίσια Ηλείας.
Από καιρό, διαδιδόταν από στόμα σε στόμα ότι μέσα στο χωριό υπήρχε ένα σπίτι με τρία πατώματα, δίπλα στην αγορά, στο οποίο είχε εγκαταστήσει το λημέρι του ένας άγριος βρυκόλακας.
Οι γείτονες του τριώροφου αυτού σπιτιού, όπως οι οικογένειες των Μπουλαλά, Γκότση, Τζούμα και άλλων, έλεγαν ότι, από χρόνια πολλά, άκουγαν τις νύχτες αλλόκοτους κρότους και ανεξήγητους θορύβους. Συχνά, οι θόρυβοι αυτοί έμοιαζαν σαν να λογομαχούσαν εκείνοι που ήταν μέσα και πετούσαν με πάταγο, ο ένας πάνω στον άλλον, τραπέζια, καρέκλες και κάθε είδους έπιπλα.
Τους ίδιους κρότους, άλλωστε, άκουγαν και οι έντρομοι ένοικοι του ίδιου του σπιτιού, αλλά όταν τους ρωτούσαν οι γείτονες τι είχε συμβεί στο σπίτι τους και γιατί μάλωναν, εκείνοι απαντούσαν ότι δεν ήξεραν τίποτε και ότι κοιμούνταν ολόκληρη τη νύχτα, δίχως να τους ενοχλήσει ο παραμικρός θόρυβος.
Η αλήθεια, φυσικά, ήταν ότι προσπαθούσαν να αποσιωπήσουν με κάθε τρόπο την αλήθεια και να αποκρύψουν το πόσο τρομοκρατημένοι ήταν, καθώς πάσχιζαν να πουλήσουν το σπίτι και να το εγκαταλείψουν άμεσα. Δεν ήθελαν να καταλάβει κανείς ότι το τριώροφο οίκημα, στο οποίο διέμεναν, ήταν ολότελα στοιχειωμένο…
Πάντως, όλοι οι χωριανοί ψιθύριζαν αναμεταξύ τους ότι στο σπίτι αυτό φώλιαζαν άγριοι, ανελέητοι βρυκόλακες και επιθετικά φαντάσματα. Μάλιστα, πίστευαν πως είχε στοιχειώσει, όταν, πριν από μερικά χρόνια, ένα μικρό κορίτσι καθόταν πλάι στο τζάκι και άρπαξαν τα ρουχαλάκια του φωτιά. Δυστυχώς, κάηκε ζωντανό, πριν προλάβουν να το βοηθήσουν οι δικοί του. Λίγες μέρες μετά τον βάναυσο θάνατό του, άρχισαν να ξεσπούν θηριώδεις ήχοι και να ακούγονται απόκοσμα και δαιμονικά βροντήματα και βαρείς γδούποι, που πύκνωναν κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο.
Δεν περνούσε εβδομάδα χωρίς τη μια νύχτα της να σηκωθεί το χωριό στο πόδι από τις στριγκλιές και τα ξεφωνητά των ενοίκων, αλλά και των γειτόνων, οι οποίο έβγαιναν στις αυλές των σπιτιών τους με σταυρούς και εικονίσματα στα χέρια και άναβαν λιβάνι, ώστε να διώξουν τα δαιμόνια. Έτσι, οι ένοικοί του αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και να πάνε να κατοικήσουν σε άλλο σπίτι, που απείχε μόλις πενήντα μέτρα από το στοιχειωμένο.
Μα, ακόμα και μετά την απομάκρυνσή τους, ο σαματάς και το πανδαιμόνιο εξακολουθούσε να μαίνεται με μανία. Δύο φιλύποπτοι χωριανοί, δύο νεαροί φίλοι, αποφάσισαν ένα βράδυ, που συντελούνταν χαλασμός μέσα στο στοιχειωμένο τριώροφο σπίτι, να μπουν στα δωμάτιά του, για να δουν με τα μάτια τους τι ήταν εκείνο, που προκαλούσε τους διαβολικούς θορύβους και ξεσήκωνε ολόκληρο το χωριό. Προηγουμένως, είχαν φροντίσει να πάρουν μαζί τους ο καθένας από ένα περίστροφο και έναν ηλεκτρικό φακό.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά από την ώρα που ανέβηκαν στο δεύτερο πάτωμα, όταν άρχισαν πάλι οι ίδιοι ξέφρενοι, κολασμένοι κρότοι. Ορυμαγδός και κοσμοχαλασιά! Οι γείτονες συγκεντρώθηκαν έξω από το στοιχειωμένο σπίτι και παρακολουθούσαν σαστισμένοι και πανικόβλητοι, καθώς ακούγονταν έπιπλα και αντικείμενα να εκσφενδονίζονται με πάταγο προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς κανείς τους να γνωρίζει ότι οι δύο νεαροί φίλοι είχαν βρει το θάρρος να εισέλθουν στα άδυτά του.
Έξαφνα, κατά τις 12 τα μεσάνυχτα, ενώ οι θόρυβοι είχαν πλέον κοπάσει και οι αναστατωμένοι γείτονες ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν επιτέλους για την ηρεμία των εστιών τους, άνοιξε διάπλατα η κάτω πόρτα του σπιτιού και δύο νεανικές σιλουέτες διαγράφηκαν μέσα στο μισοσκόταδο. Ήταν τα δύο χωριατόπουλα, που τόλμησαν να διεισδύσουν στο εσωτερικό του.
Ξέπνοοι, κατάχλομοι και τρεμάμενοι, ξεκίνησαν να αφηγούνται στους συγκεντρωμένους και ανήσυχους συγχωριανούς τους τι είχαν βιώσει μέσα στο δαιμονισμένο σπίτι. Μόλις κάθισαν, λοιπόν, σε ένα κρεβάτι του δεύτερου πατώματος και περίμεναν να δουν τι θα επακολουθήσει, ξάφνου, έπιπλα και αντικείμενα άρχισαν να αιωρούνται για λίγο, έμεναν μετέωρα και κατόπιν, έπεφταν απότομα στο πάτωμα, εξαπολύοντας διαβολικούς κρότους ή διαλύονταν με λύσσα καταπάνω στους τοίχους.
Οι δύο νεαροί, από το τρέμουλο, τον τρόμο και τη σύγχυση, δεν μπορούσαν ούτε τα όπλα τους να κρατήσουν σταθερά. Έτσι, το έβαλαν στα πόδια και έτρεξαν προς την έξοδο του σπιτιού, προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους.
Από τότε, ολόκληρο το χωριό, μόλις έπεφτε η νύχτα, μύριζε απ’ άκρη σ’ άκρη, λιβάνι και ακούγονταν προσευχές, ώστε οι φοβισμένοι χωρικοί να κρατήσουν τα δαιμόνια και τα φαντάσματα μακριά από τις δικές τους πόρτες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 07/02/1933…