Κάθε νέα πληροφορία που κατέφθανε από τα Μακρίσια της Ηλείας τον Μάιο του 1933, σχετικά με το περίφημο στοιχειωμένο σπίτι της οικογένειας Γκότση, ήταν ακόμα πιο συγκλονιστική.
Οι δαιμονιώδεις κρότοι που αναστάτωναν το όμορφο και φιλήσυχο χωριό τρεις μήνες νωρίτερα, άρχισαν να επαναλαμβάνονται και πάλι δριμύτεροι. Κάθε βράδυ, λοιπόν, από τις δέκα μέχρι και μετά το μεσονύκτιο, όλα τα έπιπλα και τα αντικείμενα μέσα στο σπίτι του Δ. Γκότση ανυψώνονταν στον αέρα και έσκαγαν με πάταγο καταγής, δίχως να τα αγγίζει ανθρώπινο χέρι.
Καρέκλες, τραπέζια, κρεβάτια και ντουλάπια λικνίζονταν ατάκτως σε έναν σατανικό, ξέφρενο χορό και ολόκληρο το σπίτι έδινε την εντύπωση μιας τσιγγάνικης κατασκήνωσης, όπου οι σκηνίτες, σε ώρα άγριου καβγά, είχαν αναποδογυρίσει και καταστρέψει τα πάντα, πετώντας ο ένας στον άλλον με οργή ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ενώ συγχρόνως εξαπέλυαν μια οχλαγωγία ακαθόριστων και ανατριχιαστικών κραυγών.
Οι κάτοικοι των Μακρισίων είχαν τρομοκρατηθεί. Κάθε βράδυ μετά το φαγητό, αντί να πέσουν και να ξαποστάσουν από τον καθημερινό κάματο της σκληρής αγροτικής δουλειάς, αναγκάζονταν να συγκεντρώνονται έξω από το μυστηριώδες σπίτι και να παρακολουθούν τα δραματικά γεγονότα με εμφανή αγωνία, κατάπληξη και τρόμο.
Οι περισσότεροι χωρικοί απέδιδαν τα παράδοξα αυτά συμβάντα σε υπερκόσμιες δυνάμεις. Πίστευαν ότι μέσα στο σπίτι της οικογένειας Γκότση είχαν φωλιάσει απειλητικοί βρυκόλακες και μιαρά πνεύματα, που το είχαν κατακυριεύσει, εξωθώντας τους ιδιοκτήτες του να το εγκαταλείψουν κακήν κακώς.
Οι κάτοικοι των Μακρισίων θεωρούσαν ότι τα κακά στοιχειά είχαν επιλέξει τη συγκεκριμένη οικία για να τη στοιχειώσουν, επειδή λίγα χρόνια πριν, ένα δύστυχο κοριτσάκι είχε απανθρακωθεί δίπλα στο τζάκι όπου καθόταν, κατά τρόπο φρικιαστικό, τη στιγμή που τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της βρίσκονταν σε άλλα δωμάτια και δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Η παράδοση, ως γνωστόν, συνδέει τέτοιους τραγικούς θανάτους με μεταφυσικά φαινόμενα και έτσι, κανείς δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό των χωρικών ότι η κατάρα του Θεού θέλησε να εγκατασταθούν όργανα του Εωσφόρου στο σπίτι αυτό.
Επομένως, η ιδιοκτήτρια του στοιχειωμένου σπιτιού αποτάθηκε στην Εκκλησία. Κάλεσε τον ιερέα του χωριού και τέλεσε λιτανεία μέσα και έξω από την οικία Γκότση. Ο παπάς, επηρεασμένος από τη γενική απόκοσμη ατμόσφαιρα, απήγγειλε επί ώρες όλους τους εξορκισμούς του Βασιλείου του Μεγάλου και κάλεσε τα ακάθαρτα πνεύματα να εξέλθουν της οικίας, ώστε να ησυχάσει επιτέλους το χωριό.
Μα, δυστυχώς, λίγο μετά την τέλεση της λιτανείας, τα φαινόμενα επαναλήφθηκαν ακόμα πιο έντονα. Οι μυστηριώδεις θόρυβοι τρύπησαν βίαια τη σάρκα της γαλήνης και όλο το χωριό σηκώθηκε και πάλι επί ποδός, ενώ αντηχούσε στα αυτιά τους ο ορυμαγδός των εκσφενδονισμένων αντικειμένων και το διαβολικό αλύχτισμα αλλόκοσμων κραυγών.
Εν τω μεταξύ, οι πιο τολμηροί και οι πιο μορφωμένοι της μικρής αυτής κοινότητας, καθώς κι ένας δικηγόρος μαζί με έναν ερευνητή ψυχικών φαινομένων από την Πάτρα, ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν ενδελεχή εξέταση του χώρου, ώστε να διαπιστώσουν μήπως επρόκειτο περί κάποιας αδιανόητης και κακόβουλης φάρσας εναντίον των ιδιοκτητών.
Αλλά, από την πρώτη εξέταση που έκαναν, έμειναν κι αυτοί ενεοί, με το στόμα ορθάνοιχτο. Παρά το γεγονός ότι ήταν σκεπτικιστικές και επιφυλακτικοί, κανείς τους δεν μπόρεσε να εξηγήσει με ορθολογικό τρόπο πώς σημειώνονταν οι κρότοι και πού κρυβόταν η μεταφυσική αιτία τους.
Με την αινιγματική αυτή υπόθεση, που ταλάνιζε για καιρό τους κατοίκους των Μακρισίων, ασχολήθηκε κι ένας Γερμανός Καθηγητής των Ψυχικών Επιστημών. Επισκέφτηκε πολλές φορές το στοιχειωμένο σπίτι και ανακοίνωσε στους σοκαρισμένους ανθρώπους ότι, κατά τη γνώμη του, επρόκειτο περί φαινομένων τηλεκινησίας, των οποίων η αιτία υπέβοσκε κάπου μέσα στους τοίχους της οικίας Γκότση ή σε κάποια γειτονική οικία.
Σε παράκληση, όμως, της ιδιοκτήτριας να αναζητήσει και να καταστείλει την αιτία του κακού, ο Καθηγητής αυτός προέβαλε την αξίωση να πληρωθεί με το ποσό των 10.000 δραχμών. Εκ τούτου, προέκυψε η υπόνοια μήπως ο άνθρωπος αυτός είχε σκοπό να εκμεταλλευθεί την κατάσταση πανικού των κατοίκων, χωρίς να έχει κανένα σχετικό προσόν, που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να απαλλαχθούν από το μόνιμο αίσθημα του φόβου.
Οπωσδήποτε, το στοιχειωμένο σπίτι των Μακρισίων είχε βυθίσει τους κατοίκους στην απελπισία και στον παγερό τρόμο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 06/05/1933…