Δύο ενδιαφέροντα περιστατικά αποδείκνυαν ότι ήταν δυνατή η φωτογράφιση των πνευμάτων, παρά τις αμφιβολίες που διατύπωναν επί του θέματος ορισμένοι ειδικοί.
Το ένα από τα περιστατικά συνέβη στους αδελφούς Randone, δύο εντιμότατα μέντιουμ, τα οποία εργάζονταν δίχως να λαμβάνουν αμοιβή.
Το 1901, ο Philippe Randone καταλήφθηκε από ζωηρή επιθυμία να προσπαθήσει να φωτογραφίσει κάποιο πνεύμα. Με τη συνεργασία της αδελφής του, η οποία θεωρούνταν ένα εξαιρετικό διάμεσο, τοποθέτησε δύο καθίσματα, το ένα αντίκρυ στο άλλο και στο ένα, έβαλε την αδελφή του να καθίσει.
Για μέρες έκαναν οι δυο τους πειράματα, ώστε να κατορθώσουν να επιτύχουν την υλοποίηση ενός από τα πνεύματα, που δοκίμαζαν να καλέσουν. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Philippe κατάφερε πράγματι να το επιτύχει, καθώς παρατήρησε γύρω από την καρέκλα, που ήταν απέναντι από την αδελφή του, ένα μεγάλο νέφος. Το νέφος αυτό σιγά-σιγά γινόταν ολοένα πιο λευκό και πιο πυκνό, μέχρις ότου σχηματίστηκε μια υπόλευκη μορφή με μαύρα μαλλιά.
Ο Philippe Randone, χωρίς να χάσει καιρό, έσπευσε να φωτογραφίσει το φάντασμα και δύο ώρες αργότερα, παρατήρησε ότι επάνω στο χαρτί υπήρχε η εικόνα μιας νεαρής κοπέλας δεκαεπτά ή δεκαοχτώ χρόνων, με άσπρο φόρεμα και μαύρα μαλλιά. Κανένας από τους παρισταμένους δε γνώριζε το πρόσωπο που είχε περιέργως αποτυπωθεί στην παράξενη φωτογραφία.
Η υπόθεση ταλάνιζε τον Philippe, ώσπου τελικά, έπειτα από επανειλημμένες συνεδριάσεις, το μυστήριο λύθηκε από το ίδιο το φάντασμα.
Σε μια από τις εμφανίσεις του, το φάντασμα ανακοίνωσε στον Philippe Randone ότι οι γονείς της ήταν πολύ πλούσιοι, που κατοικούσαν σε μια επιβλητική έπαυλη μιας επαρχιακής πόλης, την οποία και κατονόμασε, ότι την έλεγαν Bebella, ότι πέθανε το 1889 και ότι, αφού ήταν εκτεθειμένη σε δημόσια θέα για την κηδεία της, την έθαψαν κατόπιν μέσα σ’ ένα παρεκκλήσι κοντά στο γειτονικό δάσος. Από τις συγκλονιστικές λεπτομέρειες των αφηγήσεων της Bebella, εξακριβώθηκε εκ των υστέρων ότι όντως ο Πρίγκιπας Μ… είχε χάσει το 1889, στην ίδια πόλη, από οστρακιά και νεφρίτιδα, την κόρη του Isabella, την οποία, χαϊδευτικά, την αποκαλούσε Bebella.
Το δεύτερο περιστατικό ήταν ακόμη πιο εκπληκτικό, καθώς το πρόσωπο, που τράβηξε τη φωτογραφία, δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τον πνευματισμό και το πρόσωπο, που εμφανίστηκε σε μορφή φαντάσματος, ανήκε στην αρχαία οικογένεια των Boer. Ιδού πώς διηγήθηκε το γεγονός ο περίφημος πνευματιστής Willam Thomas Stead:
«Ο φωτογράφος, στον οποίο η ιδιότητα του μέντιουμ του επέτρεψε να φωτογραφίσει το αόρατο, ήταν ένας γέρος χωρίς μόρφωση, αλλά με οξυδέρκεια και οξεία ακοή. Κατά την εποχή του Πολέμου των Boers, του ζήτησα να παρευρεθεί σε μια συνεδρίαση κι εκείνος δέχτηκε. Μόλις καθίσαμε, μου είπε ότι λίγες ημέρες νωρίτερα, είχε δοκιμάσει μια ζωηρότατη έκπληξη. Ενώ βρισκόταν σε έκσταση, εμφανίστηκε μπροστά του ένας γηραιός Boer, κρατώντας όπλο στα χέρια του και κοιτάζοντάς τον με βλέμμα απειλητικό.
Τότε, ο Stead ζήτησε από το ηλικιωμένο μέντιουμ να ξαναφέρει μπροστά του εκείνον τον σκληροτράχηλο Boer. Έτσι κι έγινε. Ο Boer παρουσιάστηκε ενώπιον του, μόνο που εκείνη τη φορά δεν έδειχνε απειλητικός και αγριεμένος, αλλά, αντιθέτως, έμοιαζε ήρεμος και κατευνασμένος».
Έτσι, ο Willam Thomas Stead ρώτησε το μέντιουμ, αν μπορούσε να τον φωτογραφίσει και να μάθει το όνομά του. Το μέντιουμ απάντησε πως ο Boer ονομαζόταν Piet Botha. Αν και ο Stead γνώριζε αρκετούς από την ξακουστή οικογένεια Botha, κανείς τους δεν έφερε το όνομα Piet.
Πάντως, όταν εμφανίστηκε η φωτογραφική πλάκα, ο Stead διέκρινε ολοκάθαρα έναν αγροίκο γενειοφόρο, που στεκόταν πίσω του, κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης. Δεν είπε τίποτε, αλλά μόλις τελείωσε ο Δεύτερος Πόλεμος των Boers και επέστρεψε στο Λονδίνο, πήγε να δείξει την παράξενη φωτογραφία στον Στρατηγό Louis Botha, μήπως επιβεβαίωνε την ύπαρξη εκείνου του παράδοξου Piet Botha και την πιθανή τους συγγένεια ή μήπως τελικά, το όλο πράγμα ήταν μια απάτη που είχε σκαρώσει το ηλικιωμένο μέντιουμ.
Ο Στρατηγός Louis Botha, μόλις πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία, ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν και σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα. Τότε, κατάπληκτος, στράφηκε προς τον Stead και ζήτησε επιτακτικά να μάθει πώς ήταν δυνατόν να είχε βρεθεί στα χέρια του κάτι τέτοιο, τόσο περίεργο.
Του εκμυστηρεύτηκε πως πράγματι επρόκειτο για κάποιον συγγενή του, τον Piet Botha, ο οποίος ήταν ο πρώτος αρχηγός των Boers, που δολοφονήθηκε στην πολιορκία του Kimberley. Μάλιστα, αυτή η πληροφορία πιστοποιήθηκε αργότερα και από άλλα άτομα, που είχε τύχει να γνωρίσουν τον Piet κατά την εκστρατεία των Boers.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 09/02/1938…