Ένας σεβάσμιος ιερωμένος, ο οποίος ήθελε να διατηρήσει την ανωνυμία του, συζητώντας με τους φίλους του για την αθανασία της ψυχής και τις εμφανίσεις πνευμάτων, είχε μια καταπληκτική ιστορία να διηγηθεί.
Αυτός ο ήσυχος, αγαθός και ενάρετος άνθρωπος της Εκκλησίας, που δεν είχε διανοηθεί να ξεστομίσει ούτε το παραμικρό ψέμα κατά τη διάρκεια της σεπτής ζωής του, ανέφερε στην ομήγυρη ένα περιστατικό, που είχε λάβει χώρα τον Μάιο του 1932:
«Στις 4 Μαΐου, ήρθε να με επισκεφτεί το βράδυ αργά μια κυρία, της οποίας η ομορφιά μου έκανε εντύπωση. Έμοιαζε με τη Μαντόνα του Ραφαήλ. Αρχικά, με κοιτούσε προσεκτικά, αλλά δεν έλεγε τίποτε. Την κοιτούσα κι εγώ με θαυμασμό, περιμένοντας να μου μιλήσει πρώτη. Τέλος, μου είπε με ολόγλυκια φωνή: Κύριε εφημέριε, ο σύζυγός μου πεθαίνει. Θα σας ήμουν ευγνώμων, αν θέλατε να πάτε απόψε κιόλας να τον εξομολογήσετε.
Μου έδωσε τη διεύθυνση και φεύγοντας, με ικέτευσε να του αποκρύψω ότι με είχε στείλει εκείνη. Αφού η ωραία κυρία με ευχαρίστησε θερμά, έφυγε. Έτσι, όπως είχαμε συμφωνήσει, έφτασα στο συγκεκριμένο σπίτι, την ώρα που είχαμε ορίσει.
Στις οχτώ ακριβώς χτυπούσα την πόρτα. Ένας υπηρέτης ήρθε και μου άνοιξε. Του ζήτησα να δω τον κύριό του, που είχα μάθει ότι ήταν βαριά άρρωστος.
Ο υπηρέτης φάνηκε υπερβολικά ξαφνιασμένος και με διαβεβαίωσε πως ο κύριός του ήταν εξαιρετικά καλά στην υγεία του. Στην επιμονή μου να τον δω, ο υπηρέτης με άφησε να τον συναντήσω.
Μα, ποιος σας είπε τέτοια πράγματα για την υγεία μου; Θα πρόκειται για φάρσα σίγουρα, μου είπε ο ιδιοκτήτης, που κυρίως από περιέργεια με δέχτηκε στο επιβλητικό σπίτι του, ενώ εγώ φρόντισα να αποκρύψω το ποιος με είχε στείλει, κατά πως είχα υποσχεθεί.
Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για διάφορα θρησκευτικά ζητήματα και μου φάνηκε για άνθρωπος ιδιαιτέρως μορφωμένος και ευχάριστος. Η συζήτηση άρχισε να βαθαίνει και χωρίς να ξέρει κι αυτός πώς, υπακούοντας, καθώς μου είπε σε μια ανώτερη δύναμη, μου εξομολογήθηκε. Αποφάσισε, μάλιστα, να κοινωνήσει την επόμενη κιόλας ημέρα.
Χωριστήκαμε σαν δυο καλοί φίλοι, που γνωρίζονταν για χρόνια και την ώρα που έφευγα, με προσκάλεσε να γευματίσω μαζί του τη μεθεπόμενη. Δέχτηκα με πολλή χαρά.
Όταν, όμως, τη μεθεπόμενη έφτασα μπροστά στο σπίτι του, είδα όλα τα παράθυρα σφαλιστά και μια σειρά από άμαξες να στέκονται στον δρόμο. Ο υπηρέτης μού είπε τα τραγικά νέα. Ο κύριός του είχε ξεψυχήσει εντελώς αναπάντεχα το πρωί εκείνης της ημέρας, μάλλον από συμφόρηση, που είχε υποστεί την προηγούμενη νύχτα.
Τα ‘χασα. Ζήτησα, αν γινόταν, να τον δω εκείνον τον ευγενή άνθρωπο, που τόσο με είχε εντυπωσιάσει με το βάθος της ψυχής του και των γνώσεών του. Τον είδα να κείται ασάλευτος και παγωμένος πάνω σε ένα εβένινο κρεβάτι. Κατασυγκινημένος, ψέλλισα μια προσευχή.
Τη στιγμή, όμως, που έβγαινα από το μεγάλο δωμάτιο, το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε έναν πελώριο πίνακα, που κρεμόταν στον τοίχο. Ανατρίχιασα σύγκορμος και απόμεινα καρφωμένος στη θέση μου. Ήταν η γυναίκα, που είχε έρθει στο σπιτικό μου και μου είχε ζητήσει να επισκεφτώ αυτόν τον άντρα.
Ποια είναι αυτή η κυρία; ρώτησα αποσβολωμένος τον υπηρέτη. Μου αποκρίθηκε πως υπήρξε η σύζυγος του μακαρίτη, η οποία, όμως, είχε πεθάνει δέκα χρόνια πριν.
Τότε, αμέσως κατάλαβα ότι με είχε επισκεφτεί το πνεύμα της. Η ψυχής της γυναίκας εκείνης, η οποία καθώς φαίνεται, ήταν τόσο ευλαβής, όσο και ωραία, γνωρίζοντας για τον προσεχή θάνατο του ανδρός της, ήρθε να με παρακαλέσει να τον προετοιμάσω για το μεγάλο ταξίδι.
Τόση ήταν η κατάπληξή μου και η συγκίνησή μου, ώστε επί πολλές ώρες κατόπιν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Από τότε, όμως, πιστεύω ακόμα περισσότερο στην αθανασία της ψυχής και της αγάπης».
Τελειώνοντας την συγκλονιστική διήγησή του ο εφημέριος, αποτέλεσε το έναυσμα να ανασύρουν και άλλοι παριστάμενοι ανάλογα περιστατικά από τις μνήμες τους.
Κάποιος φίλος τους είχε αγαπήσει παράφορα μια όμορφη, αλλά φτωχή κοπέλα, την οποία και τελικά παντρεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις των δικών του. Ζούσαν και οι δυο τους πολύ ευτυχισμένοι, όταν έξαφνα αρρώστησε η μητέρα της νεαρής γυναίκας. Έτσι, εκείνη αναγκάστηκε να γυρίσει για λίγο στην ιδιαίτερη πατρίδα της.
Ο σύζυγός της είχε κατεπείγουσες υποθέσεις στο Παρίσι και δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τη γυναίκα του. Λάμβανε, όμως, καθημερινά γράμμα της κι έτσι, παρηγοριόταν κάπως για την απουσία της. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, ο ερωτευμένος άντρας κοιτούσε εκστατικός ένα μεγάλο πίνακα της γυναίκας του και της έλεγε τρυφερά: «Καληνύχτα».
Αλλά, μια νύχτα, ενώ κοιτούσε τον λατρευτό του πίνακα, του φάνηκε πως κάποιο λευκό φως αναδυόταν από αυτόν και άκουσε καθαρά τη φωνή της, που του ζητούσε να κάνει υπομονή. Σάστισε και πετάχτηκε ολόρθος, μην μπορώντας να εξηγήσει το γεγονός.
Σε λίγα λεπτά, έλαβε ένα τρομακτικό τηλεγράφημα. Η νεαρή σύζυγός του είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, μαζί με τον σοφέρ, την ώρα που πήγαινε να φέρει τον γιατρό στο σπίτι της μητέρας της, καθώς η υγείας της είχε επιδεινωθεί αισθητά.
Η παρέα ανέφερε και ένα ακόμη παρόμοιο περιστατικό, που είχε συμβεί την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια νεαρή σύζυγος Αξιωματικού πρόβαρε το νέο της ροζ καπέλο, κοιτάζοντας χαρούμενη τον καθρέφτη. Ξαφνικά, όμως, έγινε κατάχλομη, έβγαλε μια τρομερή κραυγή και σωριάστηκε λιπόθυμη.
Καθώς διηγήθηκε, μόλις συνήλθε η νεαρή γυναίκα, είδε εντελώς απροσδόκητα μέσα στον καθρέφτη της το ρόδινο καπέλο της να γίνεται ολόμαυρο και στολισμένο με κρέπια, σαν καπέλο χήρας.
Λίγες μέρες αργότερα, πληροφορήθηκε ότι ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί στο μέτωπο, την ημέρα και την ώρα που είχε δει το ζοφερό όραμα στον καθρέφτη του σπιτιού της.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 14/05/1933…