Σ’ ένα σπίτι στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, εμφανιζόταν πολύ συχνά τις νύχτες ένα φάντασμα με λευκό, διάφανο σώμα και πρόσωπο κατάμαυρο.
Μάταια οι ένοικοι του σπιτιού προσεύχονταν και εξόρκιζαν το φάντασμα με δεήσεις και αγιασμούς, ώστε να εξαφανιστεί. Η άυλη οντότητα δεν τους άφηνε ήσυχους, εξωθώντας την οικογένεια στα όριά της, η οποία αναγκάστηκε τελικώς να αλλάξει κατοικία.
Σύμφωνα με τις περιγραφές εκείνων που το είχαν δει, είχε ένα πρόσωπο σκουρόχρωμο κι αγριεμένο, που γελώντας σαρδόνια με έναν απαίσιο μορφασμό, έδειχνε τα φοβερά του δόντια. Κάποιο βράδυ, ένα μέλος της οικογένειας, που είχε πια απηυδήσει από τη ζοφερή και ενοχλητική του παρουσία, αποφάσισε να το πυροβολήσει. Εκείνο, τότε, έβγαλε μια τρομερή κραυγή κι εξαφανίστηκε. Την επόμενη νύχτα, όμως, ξαναπαρουσιάστηκε αγέρωχο κι αλώβητο.
Έπειτα από διάφορες έρευνες, εξακριβώθηκε ότι πενήντα χρόνια πριν, στο στοιχειωμένο εκείνο σπίτι του Μάντσεστερ κατοικούσε ένας ηλικιωμένος Άγγλος, πλούσιος και ιδιότροπος, ο οποίος, σε μια στιγμή ακραίου θυμού, είχε σκοτώσει τον μαύρο υπηρέτη του. Μετά από τον φόνο, ο Άγγλος ευγενής κατόρθωσε να ξεφύγει από την τιμωρία του νόμου, αλλά ο μαύρος υπηρέτης βρυκολάκιασε και γυρνούσε στο σπίτι, γυρεύοντας εκδίκηση για τον άδικο χαμό του.
Επίσης, ένα πρωί, σ’ ένα από τα προάστια του Λονδίνου, κάποιος εργάτης που πήγαινε στη δουλειά του, είδε έξαφνα έναν πανύψηλο άντρα, που φορούσε στολή κυνηγού, να κατευθύνεται προς το μέρος του. Ο εργάτης βράδυνε το βήμα του κι ετοιμάστηκε να χαιρετήσει τον κυνηγό, όταν τον είδε εντελώς αναπάντεχα να υψώνεται στον αέρα και να πλανάται μετέωρος πάνω από τον ποταμό, που έρεε εκεί κοντά. Ο εργάτης, με το βλέμμα του παρακολουθούσε τον ιπτάμενο άντρα, ο οποίος πέρασε στην απέναντι όχθη κι εκεί, εξαφανίστηκε μέσα στα ερείπια ενός παλιού πύργου.
Σε λίγο, ο εργάτης συνάντησε τρεις διαβάτες, οι οποίοι φαίνονταν κατατρομαγμένοι, καθώς είχαν δει κι εκείνοι τον ίδιο ιπτάμενο κυνηγό να αιωρείται πάνω από τα δέντρα, να περνάει τον ποταμό και να χώνεται μέσα στα χαλάσματα. Έτσι, αποφάσισαν να πάνε μέχρι τα ερείπια, προκειμένου να τα εξερευνήσουν. Αρχικά, δεν εντόπισαν τίποτα το ύποπτο. Μόνο σε μια μισοερειπωμένη σάλα του πύργου είδαν μια πολύ καλά διατηρημένη τοιχογραφία. Ανάμεσα στα διάφορα πρόσωπα που απεικονίζονταν και που φορούσαν μεσαιωνικές ενδυμασίες, οι τέσσερις περαστικοί διέκριναν ζωγραφισμένο και τον ιπτάμενο κυνηγό, απαράλλαχτο, όπως τον είχαν δει με τα μάτια τους.
Επομένως, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο κυνηγός εκείνος ήταν το φάντασμα ενός παλαιού κατοίκου του πύργου. Πραγματικά, έπειτα από κάμποσο καιρό, εξακριβώθηκε ότι ο παλιός ιδιοκτήτης του πύργου είχε δολοφονηθεί πριν πολλά χρόνια από κάποιον εχθρό του, σε μια κυνηγετική εκδρομή. Από τότε, το φάντασμα του ιπτάμενου κυνηγού τριγυρίζει στα μέρη που έζησε και που πέθανε τόσο σκληρά και άδικα.
Η Juliette Alexandre Bisson, διάσημη Γαλλίδα υπνωτίστρια, χρησιμοποιούσε ως μέντιουμ έναν νεαρό Άγγλο, ο οποίος εκτελούσε παράδοξα πειράματα. Μια μέρα, η Bisson αποκοίμισε, όπως συνήθως, βαθιά τον νεαρό βοηθό της. Εκείνη τη φορά, όμως, το μέντιουμ δεν οραματιζόταν όπως άλλοτε. Επί τρία τέταρτα της ώρας, μάλιστα, φαινόταν βυθισμένο σε λήθαργο, ως που άξαφνα άρχισε να αναπνέει βαριά και να βογκάει. Συγχρόνως, η Bisson και οι καλεσμένοι της είδαν να εμφανίζεται στα χέρια του μέντιουμ ένα φως, γκρίζο και άσπρο, το οποίο μεγάλωνε σιγά – σιγά. Κατόπιν, το φως αυτό σηκώθηκε ανάερο και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του μέντιουμ.
Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν και το μυστηριώδες φως μεταμορφώθηκε, παίρνοντας το σχήμα μακριών γυναικείων μαλλιών. Ταυτόχρονα, στο μέσον των μαλλιών αναδύθηκε ένα γυναικείο κεφάλι και έπειτα, ένα ολόκληρο σώμα γυμνής γυναίκας! Η αέρινη εκείνη θηλυκή ύπαρξη δεν ήταν ψηλότερη από είκοσι εκατοστά.
Η εμφάνισή της ήταν καλλιτεχνικότατη. Το μικρό σώμα της ήταν τέλειο, σαν ένα ζωντανό αγαλματάκι. Είχε ξανθά μαλλιά και το στήθος της ήταν ολόλευκο, όπως και το υπόλοιπο κορμί της. Έπειτα από δυο λεπτά, η οπτασία χάθηκε και ύστερα, επανεμφανίστηκε. Εκείνη τη φορά, κινούσε ρυθμικά τα χέρια και τα πόδια της.
Στη συνέχεια, άρχισε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει πάνω στο στήθος του μέντιουμ, πήδησε στα χέρια των παρισταμένων, όπου και στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα κι έτσι, μπόρεσαν όλοι να πιστοποιήσουν ότι είχε κάποιο βάρος, ενώ το άγγιγμά της ήταν μάλλον απαλό και ζεστό. Μετά, εξαφανίστηκε για πάντα.
Το ανεξήγητο, πραγματικά, φαινόμενο επιβεβαιώθηκε από τους αξιόπιστους καλεσμένους της Juliette Alexandre Bisson, καθώς ανάμεσά τους βρίσκονταν άνθρωποι σοβαροί, μελετητές και επιστήμονες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 01/01/1933…