Στη Γερμανία υπήρχε μια γυναίκα, της οποίας τα μάτια ήταν κυριολεκτικώς ακτινοβόλα και διαπεραστικά.
Η γυναίκα αυτή, που ήταν σύζυγος ενός γνωστού Γερμανού δικηγόρου, μπορούσε να δει, χωρίς τη βοήθεια κανενός μηχανήματος, τα πιο κρυφά βάθη των διαφόρων αντικειμένων και σωμάτων, όπως ακριβώς και οι ακτίνες Χ. Το βλέμμα της διαπερνούσε τα κλειστά κιβώτια, διακρίνοντας ξεκάθαρα το περιεχόμενό τους, όπως ακριβώς μπορούσε να διακρίνει τα εσωτερικά όργανα, καθώς και τα οστά του ανθρώπινου σώματος.
Μάλιστα, οι ιατροί της πόλης, στην οποία κατοικούσε η εν λόγω γυναίκα, συχνά στρέφονταν σε εκείνη, ζητώντας την πολύτιμη αρωγή της σε ορισμένες περιπτώσεις. Ποτέ, άλλωστε, δεν είχε κάνει λάθος στις διαγνώσεις της. Κάποτε, λοιπόν, που οι ιατροί αδυνατούσαν να καθορίσουν, ακόμα και με τη χρήση των ακτίνων Χ, από τι έπασχε ένας ασθενής, ζήτησαν τη βοήθεια της γυναίκας με το διαπεραστικό βλέμμα. Μόνο εκείνη διέγνωσε την ασθένεια που είχε καταβάλει τον νοσούντα, διευκολύνοντας έτσι το έργο των ιατρών, καθώς κατόρθωσε να δει με τα διεισδυτικά μάτια της όσα δεν μπόρεσαν να αναδείξουν τα ιατρικά μηχανήματα.
Υπήρξαν, όμως, και άνθρωποι, οι οποίοι μπορούσαν να διακρίνουν τα τρίσβαθα της ίδιας της ψυχής, όπως η δεσποινίδα Σίμσον, που ήταν ένα ισχυρό μέντιουμ. Τις στιγμές που βρισκόταν σε έκσταση, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων υπό μορφή νεφελωμάτων. Έτσι, καταλάβαινε ποια ψυχή ήταν καλή ανάλογα από το χρώμα του νεφελώματος.
Σύμφωνα με τη δεσποινίδα Σίμσον, οι αγνές ψυχές παρουσιάζονταν ολόλευκες ή γαλάζιες, ενώ οι κακές ψυχές είχαν χρώμα θολό σταχτοπράσινο ή κατάμαυρο.
Άλλωστε, το νεαρό μέντιουμ δε χρειαζόταν να βλέπει τα πρόσωπα των ανθρώπων. Με σφαλιστά τα μάτια της, μπορούσε να διακρίνει τις ψυχές τους. Μια μέρα, ενώ είχε τα μάτια της δεμένα, της έφεραν μπροστά της ένα μικρό παιδί, που αμέσως συμπέρανε ότι η ψυχή του ανθρώπου, που της είχαν φέρει ενώπιόν της, ήταν ολόλευκη.
Σε μια άλλη περίπτωση, ένας δικαστής οδήγησε τη δεσποινίδα Σίμσον μπροστά σε κάποιον φερόμενο ως φοβερό κακούργο, πάντα με τα μάτια της κλειστά. Εκείνη, όμως, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ψυχή του ήταν ολόλευκη. Πράγματι, έπειτα από λίγες ημέρες, αποδείχτηκε ότι ο άνθρωπος εκείνος ήταν παντελώς αθώος κι έτσι, αφέθηκε ελεύθερος.
Αντιθέτως, η νεαρή μάντισσα είχε δει κατάμαυρη την ψυχή ενός ιερέα, που όλοι τον θεωρούσαν άγιο. Δεν πέρασε πολύς καιρός για να αποδειχτεί περίτρανα στα μάτια όλων ότι εκείνος ο ιερέας ήταν ένας απαίσιος υποκριτής, με μαύρη ψυχή και μαύρα έργα.
Επιπλέον, ο γνωστός πνευματιστής Seyta, ενώ ταξίδευε μια μέρα με το τρένο, άκουσε δυο συνταξιδιώτες του να μιλούν για μαγείες και στοιχειά. Ο Seyta έλαβε κι αυτός μέρος στη συζήτηση των δυο αγνώστων, οι οποίοι του εκμυστηρεύτηκαν ότι πίστευαν στα κακά πνεύματα και ότι επικαλούνταν τον Σατανά αντί του Θεού! Πρότειναν, μάλιστα, στον πνευματιστή να τον οδηγήσουν στον ναό του καταχθόνιου προστάτη τους, αλλά υπό τον όρο ότι δε θα τους πρόδιδε σε κανέναν.
Ο Seyta δέχτηκε κι έτσι, το ίδιο κιόλας βράδυ, μόλις έφτασαν στο Παρίσι, οι δυο άγνωστοι τον πήραν μέσα σε ένα κλειστό αυτοκίνητο με κατεβασμένες τις κουρτίνες και τον πήγαν, έπειτα από διαδρομή περίπου μιας ώρας, σ’ ένα απέραντο, αλλά κατασκότεινο κήπο. Ένας από τους δυο αγνώστους, κρατώντας τον πνευματιστή από το χέρι, τον κατηύθυνε προς μια μεγάλη έπαυλη, η οποία μόλις που φαινόταν στο σκοτάδι. Τέλος, βρέθηκε σε μια πελώρια σάλα, φωτισμένη ζωηρά από κόκκινα λαμπιόνια. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με άλικα, βαριά, πτυχωτά υφάσματα.
Στις τέσσερις γωνιές της σάλας, έκαιγαν, μέσα σε ψηλά λιβανιστήρια, αρώματα βαριά και αποπνικτικά. Καταμεσής του χώρου, μπροστά σε πλατιούς πάγκους, δέσποζε επιβλητικά ένα είδους βωμού, επάνω στον οποίο βρισκόταν ένα μαύρο άγαλμα του Σατανά με μάτια φωσφορίζοντα. Δεξιά και αριστερά του τρομερού αγάλματος έκαιγαν δυο λαμπάδες από μαύρο κερί. Στους πάγκους κάθονταν κιόλας είκοσι περίπου άτομα, άνδρες και γυναίκες, αδιαφορώντας παντελώς για την παρουσία του Seyta. Ήταν όλοι τους ντυμένοι με ένα είδος κόκκινου ράσου, συγκρατούμενο στη μέση με ένα κόκκινο, επίσης, κορδόνι. Ένας μύστης παρέσυρε τον πνευματιστή σ’ ένα μικρό γειτονικό δωμάτιο, το οποίο χρησίμευε για ιματιοθήκη. Ήταν απολύτως απαραίτητο να φορέσει κι αυτός το κόκκινο ράσο, αλλιώς δε θα μπορούσε να παρακολουθήσει τη «Μαύρη Λειτουργία», η οποία θα άρχιζε σε λίγα λεπτά. Περίεργος να δει τι θα συνέβαινε, ο περίφημος πνευματιστής έβγαλε όλα του τα ρούχα και φόρεσε κι αυτός τον πορφυρό μανδύα. Μόλις μπήκε στη μεγάλη σάλα, η τελετή μόλις ξεκινούσε.
Η τελετή ήταν παρωδία της Καθολικής Λειτουργίας. Ο Seyta παρακολουθούσε σαστισμένος. Έξαφνα, μια ωραιότατη γυναίκα έφερε στον Αρχιλειτουργό ένα χαριτωμένο παιδάκι ως τεσσάρων ή πέντε ετών. Το δύστυχο πλάσμα έκλαιγε γοερά, σαν να προαισθανόταν το φοβερό κακό που το περίμενε. Ο Αρχιλειτουργός έσφαξε το αθώο παιδάκι με ένα μαχαίρι και γέμισε από το αίμα του ένα δισκοπότηρο. Ο πνευματιστής δε βάσταξε άλλο. Λιποθύμησε και όταν πια συνήλθε, βρέθηκε και πάλι μέσα στο ίδιο κλειστό αυτοκίνητο. Ο ένας από τους δυο αγνώστους τού είπε: «Γιατί θέλατε να παρακολουθήσετε τη Λειτουργία μας, αφού δεν αντέχετε σε τέτοια θεάματα; Μας θεωρείτε σίγουρα κακούργους. Απλώς, έχουμε κουραστεί και απογοητευθεί από τις μάταιες ικεσίες μας στη Θεία Πρόνοια κι έτσι, καταφύγαμε στον Σατανά».
Το αυτοκίνητο σταμάτησε σε έναν απόκεντρο δρόμο του Παρισιού. Μόλις ο πνευματιστής κατέβηκε, το όχημα εξαφανίστηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο Seyta δεν ξαναείδε πια κανέναν από τους μυστηριώδεις λάτρεις του Διαβόλου.
Σε μια άλλη περίπτωση, στις αρχές του 1930 οι κάτοικοι του Λονδίνου μιλούσαν με τρόμο για μια απόκοσμη εμφάνιση φαντάσματος στο παλιό ανάκτορο του Saint James, το οποίο θεωρούνταν στοιχειωμένο.
Μια νύχτα, ο σκοπός, ο οποίος φύλαγε στην αυλή του ανακτόρου, είδε ξαφνικά να προχωράει προς το μέρος του μια ακαθόριστη και νεφελώδης γυναικεία σιλουέτα. Ήταν μια γυναίκα ντυμένη με φορέματα περασμένης εποχής, αλλά χωρίς κεφάλι.
Ο φύλακας σωριάστηκε από τον φόβο. Όταν συνήλθε, η οπτασία είχε εξαφανιστεί. Μα, ο νεαρός σκοπός δεν μπορούσε να αντέξει μονάχος του στην αυλή και πήγε να ανταμώσει τρέχοντας τους συναδέλφους του, οι οποίοι φύλαγαν σκοπιά σε άλλα σημεία του ανακτόρου. Τρέμοντας ακόμα από την ταραχή, διηγήθηκε στους υπόλοιπους τι είχε δει.
Τότε, ένας από τους πιο ηλικιωμένους φύλακες ομολόγησε ότι μια άλλη νύχτα είχε συναντήσει κι εκείνος το ίδιο ακέφαλο φάντασμα γυναίκας.
Υπό κανονικές συνθήκες, ο σκοπός θα είχε τιμωρηθεί ιδιαιτέρως αυστηρά, επειδή είχε εγκαταλείψει το πόστο του. Μα, στην προκειμένη περίπτωση, συγχωρέθηκε το παράπτωμά του, λόγω της εξαιρετικής φύσης του γεγονότος. Βέβαια, από εκείνη τη νύχτα κι έπειτα, δυο σκοποί ταυτοχρόνως φύλασσαν την αυλή του ανακτόρου του Saint James.
Πολλοί ισχυρίζονταν ότι η μυστηριώδης ακέφαλη γυναίκα ήταν το φάντασμα της Anne Boleyn, της δυστυχισμένης Βασίλισσας της Αγγλίας, την οποία ο σκληρός και άδικος σύζυγός της, Βασιλιάς Henry VIII, την αποκεφάλισε, ώστε να μείνει ελεύθερος και να παντρευτεί μιαν άλλη γυναίκα.
Η εκτέλεση έγινε μέσα στην αυλή του ανακτόρου του Saint James. Έτσι, από τότε, από καιρού εις καιρόν, το φάντασμα της άτυχης Βασίλισσας έκανε την εμφάνισή του, προξενώντας πανικό στους αυτόπτες μάρτυρες του φρικώδους θεάματός της. Μάλιστα, το φάντασμα αυτό το είχαν δει και δυο βασιλικοί πρίγκιπες να περιφέρεται κάτω στην αυλή. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, είχε πάψει να εμφανίζεται.
Όμως, στις αρχές του 1930, ο νεαρός σκοπός έτυχε να το δει εμπρός του, ξυπνώντας και πάλι τις σκοτεινές μνήμες ενός ταραγμένου παρελθόντος.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 09/04/1933…