Το 1924, δύο επιστολές αναγνωστών, που αφορούσαν στην εμφάνιση φαντασμάτων, κατέφτασαν και αξιολογήθηκαν αναλόγως από τη Διεύθυνση του πρωτοποριακού, για τα δεδομένα της εποχής, περιοδικού «Μπουκέτο».
«Στην πατρίδα μου, έγραφε ο πρώτος, το καλοκαιρινό μεσημέρι είναι απαίσιο και τρομαχτικό, όπως και τα μεσάνυχτα. Ο ήλιος φλογίζει τα πάντα. Στα δρομάκια του χωριού δε φαίνεται ψυχή. Τα σπίτια είναι κατάκλειστα και επικρατεί νεκρική σιγή. Αερικά τριγυρνούν τις ώρες αυτές έξω στα σοκάκια, λένε οι γερόντισσες.
Ένα τέτοιο άψυχο μεσημέρι, άηχο και σιωπηλό, που ψηνόταν ως κι η πέτρα, η αδερφή μου κατέβηκε για να πάρει κάτι από ένα υπογειάκι, που ήταν ακριβώς κάτω από τη μεγάλη σάλα. Δεν πρόφτασε να μπει μέσα, γιατί στην είσοδό του στεκόταν ακίνητος ένας άντρας ψηλός, ισχνός, κατάχλωμος, με ολόμαυρη φορεσιά, που είχε τα χέρια του δεμένα με μια κορδέλα, όπως συνηθίζουμε εδώ πέρα στους νεκρούς μας.
Έντρομη η αδερφή μου, έτρεξε επάνω και ειδοποίησε τον πατέρα μου. Αυτός δεν έδωσε και τόση σημασία, θεωρώντας πως μπήκε μέσα κάποιος κλέφτης, ψάχνοντας για φαγητό. Όταν, όμως, αντίκρισε κι εκείνος τον ίδιο άγνωστο άντρα, κέρινο και αταλάντευτο, με τα χέρια δεμένα, έκαμε το σταυρό του κι ανέβηκε κάθιδρος και με ορμή στο σπίτι.
Ο πατέρας μας, αντί να κοιμηθεί, έκατσε και παραφύλαξε. Περίμενε να δει από πού θα έφευγε εκείνος ο αλλόκοτος άντρας, μιας και το υπόγειό μας δεν είχε άλλη έξοδο. Παραφύλαξε ως το απόγευμα αργά. Τίποτα… Όταν βρήκε τελικά το κουράγιο και άνοιξε την πόρτα, διαπίστωσε πως το κάτωχρο πλάσμα είχε γίνει άφαντο».
Μια ακόμη σχετική επιστολή είχε αποσταλεί στο περιοδικό από τον 53χρονο Φιλώτα Ιωάννου, που διηγούνταν τα εξής:
«Πριν από 15 χρόνια, το 1909, όταν μέναμε στη Θεσσαλονίκη, μετοικήσαμε από την οδό Παλαιολόγου στην οδό Εγνατίας, στον αριθμό 187. Το δεύτερο κιόλας βράδυ μας από την μετακόμιση, ενώ καθόμασταν εγώ, η μητέρα μου και οι δύο αδερφές μου σ’ ένα δωμάτιο, είδαμε ξαφνικά την πόρτα να ανοίγει μονάχη της και να παρουσιάζεται μπροστά μας ένας άνθρωπος με σαρίκι, όπως ένας Δερβίσης, με μάτια αγριεμένα και σκοτεινά, που μας πάγωσαν όλους στη θωριά τους.
Καταλάβαμε αμέσως πως επρόκειτο για φάντασμα, καθώς ούτε βήματα είχαμε ακούσει, ούτε τον τριγμό της πόρτας. Είχαμε κοκαλώσει από τον τρόμο, η καρδιά μας χτυπούσε δυνατά, η γλώσσα μας δέθηκε κόμπο.
Η μητέρα μας, γυναίκα 75 ετών, πιο ψύχραιμη από όλους μας, έκαμε ευθύς τον σταυρό της και επικαλέστηκε τη χάρη της Παναγίας. Τη μιμηθήκαμε κι εμείς και σταυροκοπηθήκαμε εντελώς αυθόρμητα. Τα σταυροκοπήματα αυτά εξερέθισαν ακόμα περισσότερο τον μυστηριώδη σαρικοφόρο, καθώς αγρίεψε με μιας, γούρλωσε τα φοβερά του μάτια κι άρχισε να τρίζει φρικιαστικώς τα αλλόκοτα δόντια του.
Ο φόβος μας ήταν ανείπωτος, αλλά γιγαντώθηκε, όταν μια ριπή του ανέμου, που εισέβαλε στο δωμάτιο από το πουθενά, έσβησε το φως, αφήνοντάς μας στο απόλυτο σκοτάδι. Τα μέλη του κορμιού μας είχαν παραλύσει από τον πρωτόγνωρο τρόμο, που βιώναμε. Κανείς μας δε μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του κι ακούγονταν μονάχα οι γρήγορες και κοφτές ανάσες μας μέσα στο πηχτό έρεβος του αφιλόξενου πλέον χώρου.
Σε δέκα λεπτά περίπου, βρήκα το λιγοστό θάρρος να σηκωθώ δειλά. Πήρα τα σπίρτα κι άναψα τη λάμπα, τρέμοντας. Κοιτάξαμε ολόγυρα με ένα σφίξιμο στην ψυχή, μα δεν είδαμε τίποτε. Το φάντασμα είχε χαθεί. Η πόρτα του δωματίου ήταν σφαλιστή, όπως και πριν. Παρόλα αυτά, κανείς μας δεν τόλμησε να την πλησιάσει, μέχρι που ξημέρωσε.
Το πρωί, μετά από επίμονη απαίτηση της μητέρας και των αδερφών μου, εγκαταλείψαμε το καινούριο μας σπίτι. Όπως έμαθα αργότερα, στη θέση του σπιτιού της οδού Εγνατίας, στον αριθμό 187, υπήρχε παλιότερα κάποιο πανδοχείο, που φαινόταν πως είχε αποκτήσει πολύ κακή φήμη, εξαιτίας των εγκληματιών θαμώνων του».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 02/11/1924…