Στο υπ’ αριθμόν 84 σπίτι της οδού Μαραθώνος στην Αθήνα, συνέβαιναν πράγματα ακατανόητα, που είχαν αναστατώσει τους ενοίκους, αλλά και τους περιοίκους για μια ολόκληρη εβδομάδα, αφήνοντας τους πάντες άγρυπνους και τρομοκρατημένους.
Ήταν Σεπτέμβριος του 1902. Στο
“στοιχειωμένο σπίτι”, όπως το αποκαλούσαν, ξεκίνησε ένας ανελέητος λιθοβολισμός, ο οποίος είχε καταστρέψει πολλά τζάμια, πόρτες, κανάτια, αλλά και τα κεφάλια και τις πλάτες των δύστυχων ανθρώπων, οι οποίοι διέμεναν στο σπίτι εκείνο με τη μεγάλη κεντρική αυλή.Το στοιχειωμένο οίκημα ανήκε στον Αθανάσιο Νίτη, ο οποίος διατηρούσε ζαχαροπλαστείο στο Λαύριο. Σε αυτό κατοικούσαν οι εξής ενοικιαστές: ο Αλκιβιάδης Παπαδόπουλος, εργολάβος, μαζί με τη σύζυγό του, ο Ιωάννης Σιδεράς με τη γυναίκα του την Ανεζή, ο Γεώργιος Μοσχούλας, οπωροπώλης, με τη γυναίκα του και ο Παναγιώτης Καραβάς, Αστυφύλακας, μαζί με τη σύζυγό του και μια 16χρονη ανιψιά του, τη Μαρίνα.Κατά τις 10 το πρωί της Κυριακής της 15ης Σεπτεμβρίου, και ενώ όλοι οι άντρες ήταν διασκορπισμένοι στα παντοπωλεία της γειτονιάς, πίνοντας το κρασάκι τους, ξάφνου μια πελώρια πέτρα έσκασε σαν βόμβα στο μέσον της αυλής, αναγκάζοντας τις γυναίκες που κάθονταν εκεί να πεταχτούν κατατρομαγμένες και να ζητήσουν άσυλο μέσα στις κάμαρές τους.
-Τα παλιόπαιδα!… ψέλλισε μονάχα η κυρά Ανεζώ και συνέχισε από την εξώπορτά της τη συνομιλία της με τις υπόλοιπες κυράδες της αυλής.Μετά από λίγα λεπτά, το θέμα λησμονήθηκε και δειλά-δειλά οι γυναίκες άρχισαν να ξεμυτίζουν προς την αυλή, την οποία δεν είχε πατήσει ακόμη ο ήλιος.Μα, δεν πρόφτασαν καλά-καλά να βγουν και μια δεύτερη πέτρα έπεσε από τα ύψη του ουρανού και διαλύθηκε ως οβίδα, ενώ η γάτα του σπιτιού έσπευσε να προφυλαχτεί στο υπόστεγο του ορνιθώνα.
-Μπα, σε καλό σας, μπερμπαντόπαιδα!… έσυρε τη φωνή και πάλι η κυρά Ανεζώ.Το παράδοξο αυτό γεγονός, όμως, ανησύχησε πια και τις άλλες γειτόνισσες και ιδίως τη Βασιλική Μοσχούλα, τη σύζυγο του οπωροπώλη, η οποία ήταν έγκυος.Δεν πρόκαμαν να συνέλθουν οι δόλιες και αίφνης, μια τρίτη πέτρα και μια τέταρτη και ούτω καθ’ εξής μαστίγωναν με πάταγο την αθηναϊκή αυλή.Από εκείνη την ημέρα και έπειτα, για μια ολόκληρη εβδομάδα, η μυστηριώδης πέτρινη βροχή δεν τους εγκατέλειψε στιγμή. Διακοπτόταν μονάχα για λίγες ώρες μέσα στην ημέρα και κατόπιν, ξεκινούσε με ορμή και διαρκούσε βράδυ και πρωί.Τα ουρλιαχτά των γυναικών σήκωσαν όλη τη γειτονιά στο ποδάρι. Έως και οι ασθενείς άφησαν τις κλίνες τους και σύρθηκαν όπως-όπως μέχρι το στοιχειωμένο σπίτι και ξελαιμιάζονταν όλοι μαζί, με το βλέμμα στραμμένο προς τον ουράνιο θόλο, προκειμένου να διαπιστώσουν από πού προερχόταν εκείνος ο λίθινος ορυμαγδός, που έσκαγε στα κεφάλια τους.
-Άδικα κοιτάς, κυρά Θανάσαινα… Άδικα εντελώς… Πώς μπορείς να δεις εσύ τα χέρια των ξωτικών που πετούν τις πέτρες; έλεγε μια γριούλα, η οποία είχε τη φήμη της σοφής γυναίκας.Η κυρά Θανάσαινα χαμήλωνε τότε το κεφάλι, μα μια νέα πέτρα που προσγειωνόταν στην πολύπαθη αυλή, την έκανε να ανυψώσει ξανά τα μάτια προς τον αινιγματικό ουρανό.
-Ο Θεός να φυλάει! Καλέ, εδώ υπάρχουν φαντάσματα! Αυτό, δα, είναι πια φως φανερό!… φρονούσαν άλλοι.Εκείνη η Κυριακή πέρασε ολάκερη με σταυροκοπήματα και ψιθύρους. Μα, τη νύχτα, το κακό έγινε ανυπόφορο. Οι ένοικοι του στοιχειωμένου σπιτιού κλείστηκαν στα δωμάτιά τους, για να σώσουν τη σωματική τους ακεραιότητα. Αλλά, πού να τους πάρει ο ύπνος;Τζάμια άρχισαν να σπάνε. Μετά από λίγο, ράγισε ο φεγγίτης. Ύστερα, θρυμματίστηκε το σκέπασμα του πηγαδιού. Έπειτα, σμπαραλιάστηκαν όλες οι στάμνες.Έτσι, οι δυσοίωνες εκείνες νύχτες απέκτησαν τη δική τους άγρια μουσική: οι συριγμοί των λίθων που εξακοντίζονταν εναντίον τους και η χλαπαταγή των σπασμένων αντικειμένων.Από την πρώτη κιόλας στιγμή ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, η οποία απέστειλε επί τόπου τον Σταθμάρχη του Μεταξουργείου με αρκετούς Ευζώνους. Μολονότι, όμως, προσπάθησαν και παραμόνευσαν επανειλημμένως, εξετάζοντας διαρκώς τα πέριξ, δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν τίποτε.Μάλιστα, μια από τις νύχτες αυτές, οι Εύζωνες παραφυλούσαν στη γειτονική ταράτσα και έβλεπαν τις πέτρες να περνούν πάνω από τα κεφάλια τους, δεν μπορούσαν, όμως, να καταλάβουν από πού πρέρχονταν.Όλα αυτά ενέπνευσαν στους περίοικους την ιδέα πως επρόκειτο περί ξωτικών. Οι γνώμες, ωστόσο, ήταν διηρημένες. Οι μεν πίστευαν αδιστάκτως ότι τα ξωτικά τιμωρούσαν το στοιχειωμένο σπίτι, ενώ οι δε επέμεναν πως κάποιοι κακόβουλοι είχαν στήσει αυτό το φρικαλέο σκηνικό, για να διασκεδάσουν την ανία τους.Λίγες μέρες μετά, οι πανικόβλητοι και άυπνοι ένοικοι κάλεσαν τον παπά-Ευστράτιο να τελέσει αγιασμό, κρυμμένος μέσα σ’ ένα δωμάτιο στο βάθος της αυλής.Ο ιερέας ξόρκισε τα δαιμόνια, καταράστηκε τα μιαρά πνεύματα, τα οποία είχαν αναστατώσει ολόκληρη τη συνοικία του Μεταξουργείου, ράντισε τους παρισταμένους με αγιασμένο ύδωρ, έβρεξε τους τοίχους και τα παράθυρα, πήρε την πληρωμή του, για την οποία είχαν όλοι από κοινού συνδράμει και αφού ευλόγησε τους περίφοβους Χριστιανούς, εξήλθε από την αυλή, για να μεταβεί στο σπιτικό του.Μόλις ο παπά-Ευστράτιος έκανε να δρασκελίσει την αυλόπορτα, μια τεράστια κοτρόνα τον χτύπησε με δύναμη στην πλάτη, κάνοντάς τον να εκβάλει μια γοερή κραυγή. Τάχυνε το βήμα του και μήτε γύρισε να κοιτάξει πίσω του, παρά μονάχα σιγομουρμούριζε:
-Εξορκισμένα και καταραμένα να είστε, πνεύματα πονηρά και παμμίαρα!Κοντολογίς, όλοι οι ένοικοι της αυλής στο υπ’ αριθμόν 84 σπίτι της οδού Μαραθώνος έφεραν διάφορα τραύματα στο κορμί τους από τους συνεχείς λιθοβολισμούς, ακόμη και τα μικρά παιδιά. Τα τζάμια ήταν όλα σπασμένα και το οίκημα φάνταζε ξεχαρβαλωμένο, ενώ οι σωροί των πετρών ήταν τόσοι πολλοί, ώστε θα μπορούσε να χτίσει κανείς και δεύτερο σπίτι!Εν τούτοις, το μυστήριο παρέμενε. Οι άνθρωποι είχαν χωριστεί σε δυο στρατόπεδα. Οι μισοί ήταν πεπεισμένοι πως κακά δαιμόνια, ανόσια ξωτικά και βέβηλα φαντάσματα τους είχαν στοχοποιήσει, ενώ οι άλλοι μισοί διατράνωναν πως αστόχαστοι και άμυαλοι φαρσέρ είχαν στήσει ένα άσχημο παιχνίδι εναντίον τους.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΚΑΙΡΟΙ”, στις 22/09/1902…