Ο Αρχιεπίσκοπος Delalle της Νατάλης, στη Νότια Αφρική, διηγήθηκε μια φοβερή ιστορία μιας νεαρής ιθαγενούς Ζουλού, η οποία κατείχετο από ένα τρομερό δαιμόνιο. Ο Σεβασμιότατος, μετά από μια συγκλονιστική μάχη, κατόρθωσε να εξορκίσει το δαιμόνιο και να σώσει την κοπέλα. Η αφήγηση, που ακολουθεί, ανήκει στον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Delalle.
«Δέκα μόλις χιλιόμετρα βόρεια από το πλησιέστερο χωριό της περιφέρειας Umzinto, στη Νατάλη, υπάρχει μια αποστολή των Τραππιστών πατέρων, αφιερωμένη στον Άγιο Μιχαήλ. Πολλούς μήνες λάμβανα εξακολουθητικές επιστολές από τον ιερέα του Αγίου Μιχαήλ, στις οποίες μου καθιστούσε γνωστό ότι δύο κορίτσια της Σχολής της Αποστολής Τραππιστών είχαν καταληφθεί από δαιμόνια και μου ζητούσε να προβεί σε εξορκισμό.
Αφού πέρασε λίγος χρόνος, του επέτρεψα να το πράξει. Μα, δυστυχώς, το φαινόμενο χειροτέρευσε, αντί να καλυτερεύσει. Η υπόθεση αυτή μου προξένησε ανείπωτη ανησυχία, καθόσον ήμουν βέβαιος ότι επρόκειτο περί υστερίας. Ουδέποτε είχα φανταστεί, ούτε πίστευα ότι ήταν δυνατό να πρόκειται για ανθρώπους, τους οποίους είχαν πράγματι καταλάβει τα δαιμόνια. Μη δυνάμενος την εποχή εκείνη να μεταβώ εκεί, έδωσα την άδεια στον εφημέριο της γειτονικής Μονής Marrianhill ή να πάει ο ίδιος ή να αποστείλει έναν ιερέα της επιλογής του, για να δει τι πραγματικά συνέβαινε και εν ανάγκη, να εξορκίσει τα κορίτσια.
Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, αποφάσισα να πάω ο ίδιος και τους έγραψα να με περιμένουν. Θα με συνόδευε ο πατήρ Γκάριγκαν της Umzinto, αλλά επειδή ασθένησε, συναντήθηκα τελικά με τον πατέρα Ντελάγκ της περιφέρειας Ντέρμπαν. Φτάσαμε το μεσημέρι. Ούτε εγώ, ούτε ο Ντελάγκ πιστεύαμε ότι το κορίτσια είχαν καταληφθεί από δαιμόνια και αστειευόμασταν με την ιδέα.
Βρήκα τα κορίτσια σε μια απίστευτη κατάσταση και προκειμένου να μη χάσω το γόητρό μου ενώπιον των ιθαγενών, που με προσδοκούσαν με μεγάλη αδημονία να λυτρώσω τις νεαρές, αποφάσισα να εξορκίσω πάση θυσία τα δαιμόνια. Στράφηκα, λοιπόν, προς τον Ύψιστο και Του είπα ότι τώρα πλέον όλη η δουλειά είναι δική Του και πρέπει να με βοηθήσει.
Έτσι, πήγαμε να δούμε τα δυο κορίτσια, τη Γκερμάνα και τη Μόνικα, οι οποίες φυλάσσονταν σε χωριστά δωμάτια, μακριά από τις υπόλοιπες μαθήτριες. Μόλις με είδε η Γκερμάνα, άρχισε να τρέμει σαν το φύλλο. Της είπα να γονατίσει και το έπραξε, τρίζοντας τα δόντια της. Ο πατήρ Ντελάγκ την απείλησε ότι θα την τιμωρούσε, εάν δεν καθόταν φρόνιμα. Δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει τα λόγια του, όταν η νεαρή καταλήφθηκε από μανιακή συμπεριφορά και του είπε ειρωνικά: «Νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θες και να δαμάσεις ένα πανίσχυρο πνεύμα, επειδή είσαι από το Ντέρμπαν;»
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κοπέλα δε γνώριζε τον ιερέα, ούτε από ποιο μέρος προερχόταν. Κατόπιν, άρχισε να γδύνεται και να ξεσκίζει τα ρούχα της, ουρλιάζοντας ανυπόφορα. Φύγαμε σκεπτικοί και αμίλητοι και πήγαμε να δούμε τη Μόνικα. Αυτή φαινόταν πως υπέφερε ακόμη περισσότερο, αλλά δεν ξεστόμισε ούτε μια λέξη.
Έχοντας ακόμη πολλές αμφιβολίες, κάλεσα τις μοναχές και τους τρεις Τραππιστές ιερείς και τους ζήτησα πληροφορίες σχετικά με τα δυο κορίτσια. Με ενημέρωσαν ότι οι δυο τους επιδείκνυαν μια ανεξήγητη και τρομερή μυϊκή δύναμη, καθώς μπορούσαν να σηκώσουν βαρύτατα αντικείμενα, που ούτε ρωμαλέοι άντρες δε θα μπορούσαν. Μάλιστα, κατά τις στιγμές της καταληψίας τους, συχνά μιλούσαν στη λατινική γλώσσα, πρόδιδαν τα απόκρυφα μυστικά των συμμαθητριών τους, που δεν ήταν δυνατό να γνωρίζουν, με τρόπο χαιρέκακο και περιπαιχτικό, ενώ πολλές φορές ανυψώνονταν πάνω από το έδαφος, αναγκάζοντας τις μοναχές να τις συγκρατούν από τα πόδια!
Μάλιστα, λίγες ημέρες πριν, ενώ οι αδελφές πάσχιζαν να ηρεμήσουν τη Γκερμάνα, η δυστυχής νέα ανέκραξε: «Καίγομαι… Καίγομαι!» Οι μοναχές, τότε, είδαν άφωνες τα μαλλιά του κοριτσιού να έχουν αρπάξει φωτιά. Άλλοτε, πάλι, αυτοαναφλεγόταν η κλίνη της, ενώ συνήθως εμφανιζόταν μυστηριωδώς στο πλάι της εστία φωτιάς.
Το πράγμα κατέστη σοβαρότερο και οι μοναχές, απηυδισμένες πλέον, με παρακάλεσαν να τις συνδράμω. Άλλωστε, το θεωρούσα χρέος μου να απαλλάξω τα κορίτσια από τη φριχτή αυτή ζωή. Έπρεπε να προβώ άμεσα στους εξορκισμούς. Διέταξα, λοιπόν, τους τέσσερις ιερείς και τις μοναχές να συγκεντρωθούν στην εκκλησία στις δύο ακριβώς το μεσημέρι και να μην αφήσουν κανέναν άλλο να πλησιάσει. Είχα έτοιμη τη δεξαμενή με το Άγιο Ύδωρ, από την οποία παρέλαβα ένα μικρό μπουκαλάκι, που το έβαλα στην τσέπη μου. Φόρεσα το πετραχήλι μου, πήρα τον Σταυρό στα χέρια μου και έστειλα να μου φέρουν τη Γκερμάνα.
Οι αδελφές την έφεραν στην εκκλησία και ευθύς την έραναν με τον αγιασμό. Αρχικά, με κοίταξε με ελαφρύ τρόμο, αλλά στη συνέχεια, όσο προχωρούσα, εκείνη γελούσε σαρδόνια και φώναζε: «Σιγά… Αυτό δεν είναι καν αγιασμένο!» Έβγαλα το μπουκαλάκι από την τσέπη μου και τη ράντισα ξανά. Τότε, όμως, ρίγησε και κραύγαζε, ικετεύοντάς με να σταματήσω. Καθ’ όλη τη διάρκεια του εξορκισμού, μιλούσα λατινικά. Η κοπέλα υπάκουε σε όλες τις διαταγές μου και μου αποκρινόταν ως επί το πλείστον στη γλώσσα των Ζουλού, της φυλής της δηλαδή, ενίοτε, όμως, άπταιστα και στη λατινική.
Μετά από μερικές προσευχές και δεήσεις, ζήτησα να μάθω το όνομα του δαίμονα, που την είχε κυριεύσει. Μα, εκείνη ούρλιαζε: «Ποτέ! Ποτέ!». Ύστερα, έβαλα πάνω της ένα φυλακτό με Τίμιο Ξύλο, χωρίς να το δει και της είπα: «Βγάλ’ το!». Η Γκερμάνα διαμαρτυρόταν ότι ήταν βαρύ και δεν μπορούσε να το σηκώσει, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για το φυλακτό.
Ύστερα από υπεράνθρωπη προσπάθεια, κατάφερα να αποσπάσω το όνομα του δαίμονα, που ήταν Ντιοάρ και που αποκαλύφθηκε ότι έπαιρνε εντολές από τον ίδιο τον Εωσφόρο, όπως έγραψε με το ματωμένο δάχτυλό της η κοπέλα, τη στιγμή που ωρυόταν.
Όταν τη ρώτησα να μάθω γιατί αποδιώχτηκαν από τους Ουρανούς οι δαίμονες, μου απάντησε γελώντας: «Διότι ο Θεός μας έδειξε τον Υιό Του και μας διέταξε να Τον λατρεύουμε, αλλά εμείς αρνηθήκαμε, επειδή είχε ενστερνιστεί για τον εαυτό Του μια φύση κατώτερη!»
Από καιρού εις καιρόν κι ενώ ο εξορκισμός συνεχιζόταν αργά και κοπιαστικά, εκείνη είχε τρομερούς σπασμούς και κροτάλιζε απειλητικά τα δόντια, σαν θηρίο έτοιμο να επιτεθεί και να κατασπαράξει. Ξάφνου, μας προειδοποίησε ότι θα μας έκανε να ιδρώσουμε, πριν εγκαταλείψει τούτο το σώμα και μπει στο σώμα μιας άλλης μαθήτριας, που την έλεγαν Αναστασία.
Πέρασαν πολλές ώρες και ήμουν κατάκοπος, ενώ στα αυτιά μου βούιζαν οι απειλές του δαίμονα και τα παρακάλια του να τον αφήσουμε ήσυχο, δίνοντας υπόσχεση να έχει φύγει μέχρι το πρωί. Επομένως, για να ανασυγκροτήσω τις δυνάμεις μου, ζήτησα από έναν ιερέα να εξακολουθήσει αντ’ εμού τις προσευχές. Ο ιερέας, λοιπόν, με φωνή βραδεία, αλλά έντονη και σταθερή, συνέχιζε τις δεήσεις, όταν, αίφνης, η Γκερμάνα, στράφηκε προς τον εαυτό της και αγρίως, με φωνή φρικώδη, διέταξε: «Έξελθε, πνεύμα ακάθαρτο!»
Σπασμοί φρικτοί, τερατώδεις, ανελέητοι, την καταλάμβαναν κατά διαστήματα, ενώ ένας απερίγραπτος ρόγχος αγωνίας, στριγκός και ανατριχιαστικός, εξερχόταν από τον λάρυγγά της. Αμέσως, έβαλα τα δυο μου δάχτυλα πάνω στον λαιμό της και ο ρόγχος σταμάτησε. Για να πειραματιστώ, διέταξα μια μοναχή να κάνει το ίδιο, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Έπειτα, στράφηκα στο κορίτσι και τη ρώτησα γιατί φοβόταν τα δάχτυλά μου και μου απάντησε: «Τα δάχτυλα του ιερέα είναι καθαγιασμένα».
Ο εξορκισμός διήρκησε από τις δύο το μεσημέρι μέχρι τις εννιά το βράδυ. Αποφάσισα να τον διακόψω και να συνεχίσω πιο ξεκούραστος την επομένη το πρωί. Η Γκερμάνα, άλλωστε, είχε ηρεμήσει κάπως και με παρακάλεσε να σταματήσω, γιατί ένιωθε πολύ αδύναμη. Για να μην πάθει το νεαρό κορίτσι κάποιο μεγαλύτερο κακό στην υγεία του, αποχώρησα.
Οι μοναχές, που την επιτηρούσαν τη νύχτα εκείνη, διαπίστωσαν ότι η κατάσταση της Γκερμάνα είχε επιδεινωθεί. Το ξημέρωμα εξομολογήθηκε και μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Στις οκτώ και μισή ξεκινήσαμε εκ νέου τον εξορκισμό. Από τις πρώτες κιόλας λέξεις, η κοπέλα έγινε μανιακή. Μια βίαιη παραφροσύνη την κυρίευσε. Το κορμί της σειόταν, συσπώταν και τεντωνόταν λυσσωδώς, έτοιμο να σπάσει και να διαλυθεί. Ήμαστε οκτώ άνθρωποι παρόντες και δεν μπορούσαμε να την κάνουμε καλά. Έτσι, αναγκαστήκαμε να τη δέσουμε χειροπόδαρα.
Μια φωνή βόρβορος ξεχύθηκε από το στόμα της: «Γιατί πήρατε μακριά την Αναστασία; Τη βλέπω να φεύγει και να πηγαίνει σε άλλη Μονή μαζί μ’ ένα κορίτσι. Θα τη βρω! Θα τη βρω, να το ξέρεις, παπά!» Η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη. Η κοπέλα γνώριζε τα πάντα για τους πάντες, για το παρελθόν και το παρόν τους.
Η Γκερμάνα ούρλιαζε αφύσικα, σχεδόν αλυχτούσε, κραύγαζε γοερά, βλασφημούσε και ορμούσε να χτυπήσει τον ιερέα, που βρισκόταν πιο κοντά της. Πηχτοί αφροί ξεπηδούσαν από το μελανό στόμα της, ωρυόταν και τρανταζόταν σαν πάνινη κούκλα. Μα, στο τέλος, εκεί που πιστεύαμε πως τα κόκαλά της θα είχαν διαλυθεί από τις δαιμονισμένες κινήσεις, έπεσε καταγής και στριφογύριζε εν μέσω αβάστακτων αλγηδόνων. Ξαφνικά, το πρόσωπό της πρήστηκε τόσο πολύ, που της ήταν αδύνατο να ανοίξει τα μάτια της, ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Έφερα τον Σταυρό πάνω στο μέτωπό της απαλά και αμέσως, η όψη της επανήλθε στο φυσιολογικό. Ακολούθησαν λίγοι ύστατοι σπασμοί και εν συνεχεία, απέμεινε ακίνητη, ασάλευτη, σαν νεκρή.
Δέκα λεπτά αργότερα άνοιξε τα μάτια της σαστισμένη, έμεινε γονυπετής και ευχαρίστησε τον Θεό, δοξολογώντας το όνομά Του. Ο ζοφερός δαίμονας Ντιοάρ εξορκίστηκε. Έφυγε εις το πυρ το εξώτερον!
Κρατώ στα χέρια μου μια επιστολή της Γκερμάνα, που μου την απέστειλε λίγο καιρό αργότερα και στην οποία με παρακαλούσε να προσεύχομαι γι’ αυτήν, γιατί, με όσα είδε και έζησε, πλέον φοβόταν την ίδια τη ζωή».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 19/05/1909…