Υπάρχουν κάποια μέρη που κυριεύουν τον διαβάτη, τον μαγεύουν και ασκούν πάνω του μια μυστηριακή γοητεία. Υπάρχουν τοποθεσίες που περικλείουν όλες τις ομορφιές του σύμπαντος, ενωμένες σ’ ένα αρμονικό συνταίριασμα παραδείσιας καλλονής. Μια μακάρια σύνθεση από γάργαρο νερό, αγέρωχα δέντρα και απαστράπτον, καθάριο σεληνόφως, που πλαισιώνεται από πέτρες πελώριες, που παίρνουν σχήματα φανταστικά μέσα στα φωτεινά παιχνιδίσματα των σκιών. Και πλάι, ορθώνεται ένα γιοφύρι παλιό, παμπάλαιο, με στοές βυθισμένες σ’ ένα σκοτάδι κολάσεως. Αυτό το ονειρικό τοπίο συναρπάζει και συλλαμβάνει την ψυχή με τα δίχτυα μιας έλξης ακατανίκητης.
Ένα τέτοιο τοπίο ήταν το στοιχειωμένο Γεφύρι του Πικερμίου, για το οποίο ακούγονταν χαμηλόφωνα ένα σωρό παράξενοι θρύλοι. Θρύλοι ερώτων, που πάσχιζαν να εκμηδενίσουν τον θάνατο. Θρύλοι συμφορών, που έφταναν στα απίθανα όρια των παιδικών παραμυθιών και συγκλονιστικές ιστορίες, που έκαναν τα νεύρα να σκιρτούν υπό την επήρεια των τραγικών συνθηκών μιας μοιραίας θυσίας του αίματος.
Η φαντασία κάλπαζε αχαλίνωτη γύρω απ’ το Γεφύρι του Πικερμίου, σαν άτι αδάμαστο, στολίζοντας με τα πιο μεγαλόπρεπα μυστήρια τη μαγική δύναμη των στοιχειών, που κατοικούσαν στο ποτάμι, κάτω απ’ τις στοές, μέσα στις κουφάλες των δέντρων, μαζί με τις νεράιδες των νερών…
Η παράδοση και οι θρύλοι έλεγαν πολλά για το στοιχειωμένο Γεφύρι του Πικερμίου.
Μια καλοκαιρινή νυχτιά, ένα τσομπανόπουλο, απελπισμένο από τη σκληρότητα του πατέρα του και ξετρελαμένο από τα ερωτικά φίλτρα μιας μάγισσας του χωριού του, κατέβηκε κάτω στο ποτάμι και σκοτώθηκε, μπήγοντας ένα μαχαίρι μέσα στην καρδιά του. Το επόμενο βράδυ, στο ίδιο ακριβώς σημείο, έπεσε και σκοτώθηκε η μάνα του, μη βαστώντας να υποφέρει τον χαμό του γιου της.
Λίγους μήνες αργότερα, μια χωριατοπούλα σαν τα κρύα τα νερά, πήγε και κρεμάστηκε από ένα δέντρο πλάι στα τοιχώματα της καταραμένης γέφυρας, εξαιτίας μιας αγάπης που δεν καρποφόρησε. Ένας τσομπάνης τη βρήκε το επόμενο πρωί και την κατέβασε απ’ τα καταραμένα τα κλωνιά, με μάτια δακρυσμένα.
Κατόπιν, ένα αφηνιασμένο άλογο παρέσυρε στον θάνατο τον αναβάτη του πάνω στο στοιχειωμένο Γιοφύρι του Πικερμίου. Σκοτώθηκε κι αυτό…
Και οι θρύλοι προχωρούν…
Ήταν ένα χειμωνιάτικο σούρουπο. Μαύρα σύννεφα αλληλοκυνηγούνταν αδιάκοπα πάνω στον ουρανό. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι ανησυχούσε την ατμόσφαιρα. Προμηνυόταν θύελλα. Στα βάθη του δρόμου ένα αμάξι εμφανίστηκε. Έτρεχε ολοταχώς προς το γεφύρι. Εν τω μεταξύ, η θύελλα ξέσπασε το μένος της με βουλιμία. Χείμαρροι νερού κατέκλυζαν τον τόπο αυτό της βιβλικής γαλήνης. Το σκοτάδι πρόλαβε και επιβλήθηκε με την παρουσία του. Πάντα στην ώρα του…
Ο αμαξάς δεν πτοήθηκε απ’ τα ισχυρά φαινόμενα. Προχώρησε ακάθεκτος και έφτασε στο γεφύρι. Ξαφνικά, ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί. Σ’ ελάχιστο διάστημα, οι ληστές πέταξαν στο ποτάμι το ζευγάρι των ξένων επιβατών και τον δόλιο τον αμαξά, που θεώρησε καθήκον του να υποστηρίξει τους δυο νέους που μετέφερε.
Τα αγωνιώδη ουρλιαχτά των αιφνιδιασμένων θυμάτων σαρώθηκαν από τη μανία της θύελλας και τα κατατρομαγμένα άλογα έριξαν την αδειανή άμαξα πάνω στους κορμούς, λίγα μόλις μέτρα πιο κάτω. Όταν, τέλος, εντοπίστηκε η έρημη άμαξα, τα πτώματα των τριών δυστυχισμένων ανθρώπων είχαν ήδη εξαφανιστεί. Μυστήριο! Μυστήριο, που δεν ήταν όμως το μοναδικό…
Ακολούθησαν ένα σωρό παρόμοια γεγονότα αίματος και τρόμου, με τα οποία ήταν συνυφασμένη η θρυλική ιστορία του στοιχειωμένου Γεφυριού του Πικερμίου. Ανάμεσά τους, ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα με ένα λεωφορείο, όπου ένας επιβάτης σκοτώθηκε ακαριαία και είκοσι άλλοι τραυματίστηκαν βαριά.
Τον Σεπτέμβριο του 1931, μια τρομακτική οπτασία καιροφυλακτούσε στην εμπασιά της νεραϊδοφύλαχτης γέφυρας. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ένας οδηγός, λίγο πριν φτάσει στο γεφύρι, έκοψε ταχύτητα και άναψε τα μικρά φώτα του αυτοκινήτου. Εκείνο, όμως, που είδε τότε, του πάγωσε το αίμα! Στην άλλη άκρη της γέφυρας, καταμεσής του δρόμου, δυο νέοι στα κάτασπρα ντυμένοι, βάδιζαν σιγά-σιγά, σχεδόν ρυθμικά και προχωρούσαν κατά πάνω του. Και το τραγικότερο ήταν πως ήταν βουτηγμένοι στο αίμα!
Η πρώτη εντύπωση του δύστυχου οδηγού ήταν συντριπτική. Άρχισε να τρέμει, να μην ορίζει τα μέλη και την ανάσα του. Στην αρχή, υπέθεσε ότι επρόκειτο για θύματα ίσως κάποιας αιματηρής ληστρικής επίθεσης. Κόρναρε ενστικτωδώς, μα το αιματοκυλισμένο ζευγάρι βάδιζε ατάραχα και παραλίγο θα έπεφτε στους τροχούς του αυτοκινήτου του.
Τόσος ήταν ο τρόμος του, ώστε δεν μπόρεσε ούτε να φωνάξει. Ξαφνικά, αισθάνθηκε ότι κάποια μυστηριώδης και ακατανίκητη δύναμη έστριβε το τιμόνι του προς τα δεξιά. Ακόμα λίγο και το όχημα θα συντριβόταν μέσα στο ρέμα και εκείνος θα θαβόταν κάτω απ’ τα συντρίμμια του.
Στην ύστατη στιγμή της απελπισίας του, μια φωτεινή σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του. Άναψε τα μεγάλα φώτα. Όλο το γιοφύρι λούστηκε στο φως και το αιματοκυλισμένο ζευγάρι χάθηκε σαν τον καπνό που παρασέρνει ο βοριάς. Η άγρια εκείνη οπτασία διαλύθηκε με μιας. Ο οδηγός λυτρώθηκε. Κόλλησε το πόδι του στο γκάζι και εξαφανίστηκε, δίχως να κοιτάξει πουθενά.
Η θρυλική ιστορία του στοιχειωμένου Γεφυριού του Πικερμίου εξακολουθεί να μαγεύει με το μυστήριό της και ακόμα και σήμερα, πολλοί τη σιγοψιθυρίζουν…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 15/09/1931…