Στις 22 Ιουνίου του 1929, επέστρεψε στην Αθήνα από τα Σφακιά της Κρήτης ο ακάματος Πρόεδρος της ελληνικής Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, Άγγελος Τανάγρας. Μια σπουδαιότατη αποστολή τον είχε φέρει εκεί, κοντά στο Ενετικό Κάστρο Παλαιοκαστελλίου, όπου για πολλά χρόνια επαναλαμβανόταν μια παράδοξη φαντασμαγορία με μαθηματική ακρίβεια: οι Δροσουλίτες.
Κάθε τέλος Μαΐου, όλος ο πληθυσμός της Μεγαλονήσου και ιδιαιτέρως της περιφέρειας Σφακίων συνταρασσόταν από μια οπτασία, που είχε αποτυπωμένη πάνω στον φωτεινό της φόντο όλη τη φρικτή ερυθρότητα του αίματος και την ηρωική ορμή των θρυλικών φουσάτων του Στρατηγού Χατζημιχάλη Νταλιάνη.
Απλοϊκοί χωρικοί της Κρήτης σταυροκοπούνταν μπροστά στο μυστηριώδες όραμα, που κύκλωνε τον γαλάζιο ουρανό και έκανε τον ήλιο να φαντάζει άλικος, σαν μια τεράστια πληγή. Οι Κρητικοπούλες παρακαλούσαν: «Έμπασέ τους, Αη Χαραλάμπη μου, στο μνημούρι τους. Κακό θε να γένει στην κεφαλή μας από τούτους τους βρυκολάκους…»
Πέρα από τον απλό λαό, πολλοί ήταν και οι μορφωμένοι Κρητικοί, που έσπευδαν στο στοιχειωμένο Φραγκοκάστελλο, για να διαπιστώσουν και να κατανοήσουν ποια δύναμη απόκοσμη έφερνε ξανά, ολοζώντανη, την ηρωική στρατιά του Χατζημιχάλη μπροστά στα έκθαμβα μάτια τους κάθε χρόνο.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ήταν η εποχή, που ο σιδηρούς Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας προσπαθούσε να οργανώσει την Ελλάδα σε κράτος. Μαζί, όμως, με την προσπάθειά του να μετατραπεί ο άτακτος πληθυσμός των επαναστατών του 1821 σε μια σύγχρονη και εύρυθμη κοινωνία, είχε και τη φιλοδοξία να επιτύχει και την απελευθέρωση των εναπομεινάντων υπόδουλων ελληνικών περιοχών.
Για την Κρήτη, στην οποία επικρατούσε ακόμη ο επαναστατικός οργασμός, διέβλεπε ότι ήταν ευκολότερο να απελευθερωθεί. Έτσι, ο Καποδίστριας κάλεσε τον Στρατηγό Χατζημιχάλη Νταλιάνη και του ανέθεσε να μεταβεί στη Μεγαλόνησο, να προκαλέσει επανάσταση του εντόπιου πληθυσμού και να χτυπήσει καίρια τους Τούρκους. Του έδωσε τριακόσιους ιππείς και εκατό πεζικάριους. Το τόλμημα ήταν δεινό.
Η Κρήτη, τότε, κατείχετο από έναν καλά οργανωμένο τουρκικό στρατό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου απαρτιζόταν από θηριώδεις Τουρκοκρήτες, που ήταν άριστοι γνώστες ανθρώπων και καταστάσεων. Οι Τουρκοκρήτες απολάμβαναν μεγάλων προνομίων και δεν ανέχονταν την ιδέα της απόσπασης της Κρήτης από το Τουρκικό Σουλτανάτο.
Παρ’ όλα αυτά, ο ανδρείος Στρατηγός αποδέχτηκε την πρόκληση. Μια νύχτα, αποβιβάστηκε στο νησί και με την πολύτιμη βοήθεια των Ελλήνων Κρητών, βάδισε προς τα Σφακιά.
Ενώ η αρχή έμοιαζε εύκολη, η πλήρης πραγματοποίηση των πατριωτικών του ονείρων φαινόταν να συναντά πολλές δυσχέρειες. Το σχέδιο του Χατζημιχάλη ήταν να γίνει οριστικώς ο κύριος του Φραγκοκάστελλου, που ήταν ένα ισχυρό φρούριο, κτισμένο την εποχή της Ενετοκρατίας και να το καταστήσει ορμητήριο για τις περαιτέρω επιχειρήσεις του, οι οποίες ήλπιζε ότι θα κατέληγαν στην απελευθέρωση όλης της Μεγαλονήσου.
Οι ντόπιοι τον αποθάρρυναν και οι πιο δειλοί του συνιστούσαν να εγκαταλείψει το νησί. Δεν είχαν άδικο. Το τόλμημα παραήταν ριψοκίνδυνο.
Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, ο Τούρκος Μουσταφά Ναϊλή Πασάς, ο επονομαζόμενος «Γκιριτλής», δηλαδή «Κρητικός», είχε ήδη πληροφορηθεί την άφιξη του Χατζημιχάλη και είχε αρχίσει τις προετοιμασίες. Συγκέντρωσε ένα πελώριο στράτευμα, αποτελούμενο από 30.000 πεζούς και έφιππους Αλβανούς και Τουρκοκρήτες. Υπό τέτοιους όρους, η σύγκρουση θα ήταν σωστή παραφροσύνη!
Εν τούτοις, ο θρυλικός Στρατηγός ήταν ανένδοτος. Στον Καποδίστρια είχε πει, φεύγοντας: «Ή ζωντανός και με την Κρήτη ελεύθερη ή αποθαμένος». Χωρίς αναβολές, ο Χατζημιχάλης κατέλαβε το Φραγκοκάστελλο και ξεκίνησε να οχυρώνεται. Όσοι από τους ντόπιους δείλιασαν, τράπηκαν σε φυγή προς τη γύρω περιφέρεια. Μα, έμειναν και πολυάριθμοι γενναίοι Κρητικοί με τα γυναικόπαιδά τους, υπό την καθοδήγηση του περίφημου Καπετάν Στρατή Νικ. Δεληγιάννη, έναν εύσωμο Κρητικό, για τον οποίον η παράδοση έλεγε: «Του Δεληγιάννη δυο δαχτύλια, σπάζουν μύρια Τουρκοσφοντίλια».
Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στα ενδότερα του κάστρου και οι ατρόμητοι Χατζημιχάλης και Δεληγιάννης παρέταξαν τον ολιγάριθμο στρατό τους.
Δύο ημέρες φριχτής αγωνίας πέρασαν και την τρίτη ξεπρόβαλε η στρατιά του Μουσταφά. Σύμφωνα με την παράδοση, για να μη δειλιάσει κανείς από τους Έλληνες πολεμιστές, δέθηκαν όλοι με σχοινί. Έτσι, αποτέλεσαν ένα ζωντανό, σάρκινο, ανθρώπινο τείχος.
Ο αγώνας, όμως, ήταν εκ των προτέρων άνισος. Εις μάτην οι Έλληνες πολεμιστές προσπαθούσαν λυσσωδώς μαχόμενοι να αποκρούσουν τις επιθέσεις των εχθρών. Στην άμυνα βοηθούσαν από το φρούριο και τα γυναικόπαιδα ακόμη, που πετούσαν βροχή λίθων και ξύλων, αλλά μετέφεραν, επίσης, νερό και τρόφιμα στους μαχητές.
Μα, τη δεύτερη κιόλας μέρα, όλα είχαν πια χαθεί. Οι Έλληνες ήρωες είχαν σκοτωθεί μέχρι ενός. Σωροί ολόκληροι από πτώματα είχαν σχηματιστεί από περίπου επτακόσιους Έλληνες και πάνω από χίλιους Τούρκους. Οι Τουρκοκρήτες πανηγύριζαν και κόμπαζαν: «Τους ροφήξαμε ωσάν κοχλιούς!»
Ο Στρατηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης κάλπαζε προς το εσωτερικό του κάστρου, όταν είδε όλους τους συμπολεμιστές του νεκρούς. Πασχίζοντας να ανασυγκροτήσει τους εκεί τραυματίες, πυροβολήθηκε πισώπλατα και σωριάστηκε καταγής από το άλογό του, νεκρός.
Ο Δεληγιάννης, θέλοντας να προλάβει την ατίμωση των γυναικών, ήλθε σε διαπραγματεύσεις και πέτυχε να αποσυρθούν τα τουρκικά στρατεύματα, αφού εγκαταστάθηκε στο Φραγκοκάστελλο και πάλι Τούρκος διοικητής, χωρίς να θίξουν κανέναν από τους ελάχιστους επιζώντες.
Δυστυχώς, ο επίλογος της ηρωικής αυτής ιστορίας θάρρους και αυτοθυσίας ήταν ακόμη πιο φρικώδης. Τα πτώματα, επειδή υπήρχε ο φόβος των Τούρκων και επειδή δε διέθεταν αρκετό χώρο λόγω του πετρώδους εδάφους της περιοχής, ρίχτηκαν κάτω από τους απόκρημνους βράχους. Μόνο το πτώμα του Χατζημιχάλη, τη χαραυγή της επόμενης ημέρας του τερματισμού των εχθροπραξιών, το παρέλαβε και το έθαψε κρυφά η μοναχή Μαγδαληνή της μικρής μονής του Αγίου Χαραλάμπους. Εκεί σώζεται μέχρι και σήμερα ο τάφος του Στρατηγού.
Η μοναχή Μαγδαληνή, που είχε φήμη Αγίας, δεν άντεχε στην ιδέα να μένουν έκθετα στη βουλιμία των ορνέων τα πτώματα των πολεμιστών. Όπως διηγούνταν οι ντόπιοι, αφού πέρασε κάμποσος καιρός και η οργή των Τούρκων καταλάγιασε, η Μαγδαληνή κατηφόριζε τις νύχτες τους βράχους και μάζευε στοργικά τα αποκρεατωμένα οστά των πτωμάτων. Αφού ανέπεμπε ευχές και προσευχόταν ευλαβικά, τα έθαβε ή τα έριχνε στη θάλασσα. Το μακάβριο εκείνο έργο της έγινε σιγά – σιγά γνωστό σε όλους και επειδή η μοναχή κοιμόταν μονάχα το πρωί, εξαντλημένη από τον αβάσταχτο νυχτερινό κάματο, την ονόμασαν «βρυκολακιασμένη Μαγδαληνή».
Έτσι, η «βρυκολακιασμένη Μαγδαληνή», από τη συνεχή επαφή της με τα πτώματα, απέπνεε πτωμαΐνη και κανείς δεν την πλησίαζε πια. Ολόψυχα αφοσιωμένη, όμως, στο βαρύ έργο της, δεν το άφησε λειψό. Πέθανε από τη θλίψη της εγκατάλειψης. Πολλοί ήταν εκείνοι που ορκίζονταν ότι την άκουγαν κάθε βράδυ να σκούζει λυπητερά πάνω από τους βράχους του Φραγκοκάστελλου.
Μα, ένα μυστήριο, ακόμα πιο τρανό, βασάνιζε τους πάντες. Όλη η στρατιά του ηρωικού Χατζημιχάλη εμφανιζόταν κάθε χρόνο στον κρητικό ουρανό. Το παράδοξο αυτό φαινόμενο παρουσιαζόταν κάθε 18 με 20 Μαΐου (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) ή κάθε 31 Μαΐου με 2 Ιουνίου (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο), δηλαδή κατά την επέτειο της σφαγής των ανδρειωμένων πολεμιστών του Χατζημιχάλη από τα τουρκικά στίφη. Το ίδιο όραμα επαναλαμβανόταν και στα μέσα Σεπτεμβρίου, όπου πιθανολογούνταν ότι σχετιζόταν με τον θάνατο της μοναχής Μαγδαληνής.
Κατά τις αφηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων του φαινομένου, προηγούνταν πάντοτε ένας ελαφρύς βοριάς και ατμοί ανέβαιναν στον ορίζοντα. Ο ουρανός άρχιζε να συννεφιάζει σταδιακά και ο ήλιος γινόταν κόκκινος σαν αίμα. Εντός ολίγου, το ουράνιο στερέωμα λάμβανε μια αλλόκοτη όψη με συμμετρικό χρωματισμό του κόκκινου και του μαύρου. Κι ενώ τα σύννεφα γοργοπετούσαν από τον ολοένα εντεινόμενο βοριά, σκιώδεις μορφές μιας πολυπληθούς στρατιάς αχνοφαίνονταν. Προπορευόταν πάντα ένα σύννεφο, στον σχηματισμό του οποίου κατάπληκτοι και σταυροκοπούμενοι οι Κρήτες διέκριναν τον τολμηρό Χατζημιχάλη. Και λίγο πιο πίσω, με την παραδοσιακή κρητική φουφούλα του, ακολουθούσε ο Δεληγιάννης.
Ξοπίσω, η σκιώδης στρατιά βημάτιζε κατά τετράδες ή κατά διμοιρίες, όπως βεβαίωνε ο Άγγελος Τανάγρας, με βήμα παλλόμενο, δηλαδή με ένα είδος βραδέως χοροπηδήματος, από πάνω προς τα κάτω. Οι Δροσουλίτες, όπως ονομάστηκαν από τη δροσιά της αυγής, γίνονταν ορατοί σε μεγάλη απόσταση για περίπου δέκα λεπτά της ώρας, μέχρις ότου ένα δυνατό φύσημα του βοριά να τους διαλύσει.
Η στρατιά των βρυκολάκων του στοιχειωμένου Φραγκοκάστελλου εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο, ένα συγκινητικό μυστήριο πατριωτισμού, γενναιότητας και εθελοθυσίας, που απασχόλησε ιδιαιτέρως τους επιστημονικούς κύκλους.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», στις 23/06/1929…