Ήταν Ιούλιος του 1930. Μια πρόσκληση ολιγόλογη και λιτή καλούσε τους δημοσιογράφους να παραστούν στην πνευματιστική συνεδρίαση, κατά την οποία θα καταβαλλόταν κάθε δυνατή προσπάθεια να επέλθει μια επικοινωνία με το πνεύμα του διάσημου Άγγλου συγγραφέα και πνευματιστή Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ.
Φυσικά, όλοι δυσπίστησαν, διότι ήταν η πέμπτη κατά σειρά απόπειρα των πνευματιστικών κύκλων. Όλες οι προηγούμενες είχαν αποτύχει. Το πνεύμα του δεν είχε εμφανιστεί, παρά την υπόσχεση που είχε δώσει ο συγγραφέας πριν τον θάνατό του στους οικείους του.Η συνεδρίαση είχε ορισθεί για τις 11 τη νύχτα σε μια μεγάλη αίθουσα στο Πικαντίλι του Λονδίνου. Η κυρία Κόναν Ντόυλ ήταν παρούσα μεταξύ των πρώτων. Το μέντιουμ, η 18χρονη δεσποινίδα Άννα Μπόρτον, ήταν έτοιμη να υπνωτιστεί. Το μέντιουμ αυτό χρησιμοποιούνταν για πρώτη φορά στην παρούσα περίπτωση και επειδή είχε επιδείξει εκπληκτικά φαινόμενα, στηρίζονταν μεγάλες ελπίδες στις ικανότητές της.Πράγματι, στις 11 ακριβώς η συνεδρίαση ξεκίνησε. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλων τα βλέμματα ήταν καρφωμένα στο υπνωτισμένο μέντιουμ και την κενή έδρα, που είχε αφεθεί έτσι για τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ. Εκεί επρόκειτο να καθίσει, εάν εμφανιζόταν.Τα φώτα ήταν ελάχιστα και χαμηλά κι ένας αόρατος φόβος πλανιόταν πάνω από τα κεφάλια των παρισταμένων. Η μυσταγωγία αυτή ήταν άγνωστο το πόσο διαρκούσε.Οι ώρες, όμως, περνούσαν και τίποτε δεν εμφανιζόταν. Νέα, λοιπόν, αποτυχία σημείωσε και η πέμπτη συνεχόμενη απόπειρα;Τότε, ο συντάκτης της αγγλικής εφημερίδας
“Globe”, απηυδισμένος από τον χαμένο χρόνο της άκαρπης αναμονής, σηκώθηκε αποφασισμένος να φύγει. Ξαφνικά, κοντοστάθηκε κάτωχρος σαν κέρινο ομοίωμα, άρχισε να τρέμει και αίφνης σωριάστηκε στο κάθισμά του, ενώ τα μάτια του είχαν διασταλεί από τον τρόμο.Το μέντιουμ κάτι ψέλλιζε χαμηλόφωνα, μουρμουριστά. Ο υπνωτιστής και οι παριστάμενοι ενέτειναν την προσοχή τους, για να μη χάσουν ούτε μια λέξη από τα λόγια του μέντιουμ.Τη στιγμή εκείνη, λοιπόν, μια ανδρική σιλουέτα άρχισε να διαγράφεται αμυδρά στο κάθισμα, που ήταν προορισμένο να καθίσει το πνεύμα του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ. Ήταν αυτός, δε χωρούσε καμία αμφιβολία για τους συγκεντρωμένους…Αλλά ας αφήσουμε καλύτερα τον ίδιο τον συντάκτη της
“Globe” να αφηγηθεί τα υπόλοιπα, όπως τα έγραψε στην εφημερίδα του:“Τον είδα με τα μάτια μου, εγώ, που δεν πίστεψα ποτέ στη μετά θάνατον ζωή. Δεν πίστεψα ποτέ στον πνευματισμό και στις απόκρυφες επιστήμες. Ήταν ακριβώς όπως τον θυμόμουν, όπως τον γνώριζα, όταν με καλούσε για να μου δώσει κάποια συνέντευξη για τα έργα του.Έριξε σε όλους μας ένα βλέμμα γεμάτο καλοσύνη. Ένα αγαθότατο μειδίαμα είχε διαγραφεί στα χείλη του, που ήταν καταπόρφυρα. Ύστερα, μας φάνηκε σαν να απολιθώθηκε.Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι δεν έπεσα θύμα κάποιας μεγαλοφυούς εξαπάτησης, διότι όλοι μας είδαν και άκουσαν όσα κι εγώ.Το μέντιουμ υπέστη ένα είδος νευρικής κρίσης και περίεργοι αφροί έβγαιναν από το στόμα της, ενώ τα χέρια της συσπόνταν παράξενα, αφύσικα.
-Είναι εδώ μαζί μας. Σας ευχαριστεί όλους που ήρθατε, είπε το μέντιουμ.
-Αλλά γιατί τόσες μέρες δεν ερχόταν; ρώτησε κάποιος.
-Δεν μπορούσε. Έπρεπε να του επιτραπεί και κόπιασε πολύ για να αποσπάσει την άδεια αυτή.Σε λίγο, το υπνωτισμένο μέντιουμ ξεκίνησε να μιλά για λογαριασμό του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, χρησιμοποιώντας τη γνωστή, χαρακτηριστική του φωνή:
“Όταν πλέον έχασα τις αισθήσεις μου, είδα την ψυχή μου να εγκαταλείπει το σώμα μου, που είχε αρχίσει να παγώνει. Έμεινα στο σπίτι μου για μια μέρα και αναγνώρισα όλους όσους ήρθαν να συλλυπηθούν την καλή μου σύζυγο για τον θάνατό μου.Έπειτα παρακολούθησα την κηδεία μου και ένιωσα βαθιά θλίψη, όταν οι φίλοι μου δάκρυσαν, μόλις το φέρετρό μου κατέβαινε στον τάφο. Ω, δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο διαφορετικό αισθανόμουν τον εαυτό μου…Έξαφνα, δύο όντα με άρπαξαν και με οδήγησαν σε άλλους κόσμους. Η έκπληξή μου και η ικανοποίησή μου ήταν τεράστια. Ώστε, υπάρχει η μετά θάνατον ζωή, που τόσο πίστευα σ’ αυτήν; Μήπως ονειρευόμουν;Όχι, δε συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί τα όντα που με συνόδευαν αντιλήφθηκαν τις σκέψεις μου και μου εκμυστηρεύθηκαν πράγματα που μου απέβαλαν κάθε δισταγμό και αμφιβολία.Δεν μπορώ να σας δώσω περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά εδώ που βρίσκομαι τώρα, η ζωή είναι καλύτερη από των ζωντανών”.Είχε αρχίσει πια να ξημερώνει. Η συνεδρίαση δεν μπορούσε να συνεχιστεί περαιτέρω. Το μέντιουμ αφυπνίστηκε και οι παριστάμενοι είχαν φορέσει ένα ήπιο χαμόγελο αισιοδοξίας…Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 25/07/1930…