Όσες φορές κι αν ερευνούμε τους σκοτεινούς διαδρόμους του χρόνου, συλλαμβάνουμε εδώ κι εκεί με το μάτι μας παράδοξες σκιές και φαντάσματα, που βγαίνουν μέσα από τα παλιά χρονικά όλων των λαών. Όπου ανθρώπινες αναμνήσεις έχουν διασωθεί, εκεί θα βρούμε παραμύθια για φοβερά συμβάντα και ιστορίες για φαινόμενα, τα οποία οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και τα οποία προκαλούσαν τρόμο σ’ εκείνους που τα θωρούσαν.
Πριν από χιλιάδες χρόνια, στην αρχαία Αίγυπτο, άντρες και γυναίκες συνήθιζαν να βλέπουν δαιμόνια, ενώ τα στοιχειωμένα σπίτια ήταν και τότε τόσο γνωστά, όσο είναι και σήμερα. Οι Βαβυλώνιοι και οι Ασσύριοι, επίσης, μας κληροδότησαν πολλές αφηγήσεις περί πονηρών φαντασμάτων, πράγματι δε ο τίτλος «Πνευματιστής» φαίνεται να ήταν το αναγνωρισμένο όνομα ενός Ασσυρίου μάγου.
Οι υπερφυσικοί αυτοί επισκέπτες, τα φαντάσματα δηλαδή, θεωρούνταν πολύ επίφοβοι. Αηδείς στην όψη, υπετίθετο ότι έμεναν στις ερεβώδεις γωνιές, τα ερείπια και άλλα μελαγχολικά μέρη. Έβγαιναν από εκεί, για να τρομάξουν εκείνους που ταξίδευαν μόνοι ή για να επιτεθούν εναντίον των οικιακών ζώων. Ο κόσμος έφευγε τρέχοντας, καθώς πάντοτε έτρεμε την εμφάνιση τέτοιων δαιμονικών, ειδικά μέσα στις οικίες τους.
Γιατί, εάν οι άνθρωποι καταλαμβάνονταν μέσα στο οικογενειακό τους άσυλο, είχαν να περάσουν πολλά δεινά:
Όπως στη βαβυλωνιακή, στην αιγυπτιακή και στην ασσυριακή παράδοση, οι βρυκόλακες και τα πνεύματα παίζουν σπουδαίο ρόλο, έτσι και οι Εβραίοι έβλεπαν εξαϋλωμένα στοιχειά, ενώ τη σημασία τους τη συζητούσαν όλοι οι καθιερωμένοι και επιφανείς σοφοί εκείνης της εποχής. Σύμφωνα, λοιπόν, με το Ταλμούδ, το ιερό βιβλίο των Εβραίων, η Αίγυπτος ήταν η έδρα της Μαγείας και τα πρωτότυπα πολλών μαγικών τελετών έφτασαν στους υπόλοιπους λαούς από την Κοιλάδα του Νείλου.
Είναι γνωστός ο μύθος της Μάγισσας του Εντώρ, την οποία ο Σαούλ, ο Βασιλιάς των Εβραίων, παρακάλεσε να καλέσει το πνεύμα του Σαμουήλ, από τον οποίο έμαθε τα μυστικά της της μοίρας του. Η αρχαία αυτή πνευματιστική συνεδρίαση, μέσα στο ανήλιαγο σπήλαιο της Μάγισσας του Εντώρ, αποτελεί την απαρχή και αφετηρία αμέτρητων συνεδριάσεων σε κάθε γωνιά της Γης, όπου παράδοξα κι απόκοσμα γεγονότα λαμβάνουν χώρα και όπου οι άνθρωποι βλέπουν τα πνεύματα, όχι μόνο των πεθαμένων, αλλά και των ζωντανών.
Η αρχαία φιλολογία του Θιβέτ και της Ινδίας βρίθει από απόκρυφες διδασκαλίες. Δε γίνεται να αμφιβάλλουμε ότι στους περασμένους χρόνους οι άνθρωποι έβλεπαν φαντάσματα και ταράσσονταν από τις ίδιες αλλόκοσμες επισκέψεις, από τις οποίες ενοχλούνται και σήμερα. Το Θιβέτ είχε ένα γραπτό απόκρυφο οδηγό προς τον Κόσμο των Σκιών, ο οποίος, από μερικές απόψεις, μπορεί να παραβληθεί προς το αιγυπτιακό «Βιβλίο των Νεκρών». Μολονότι η χρονολογία, κατά την οποία ο οδηγός εκείνος έχει γραφτεί, ανάγεται στον 9ο αιώνα μ.Χ., δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι περιελήφθησαν σε αυτόν αντιλήψεις και δοξασίες μιας πολύ παλαιότερης εποχής. Εδώ η φιλοσοφία της Ανατολής αναπτύσσει όλη της τη μυστικοπάθεια.
Άλλωστε, για τον κάτοικο του Θιβέτ, ο σκιώδης κόσμος των πνευμάτων και των μεταβαλλόμενων σχημάτων δεν είναι παρά ο καθρέφτης εκείνου που τα βλέπει. Αυτός δεν είναι παρά ένας ο οποίος ονειρεύεται και ο οποίος προβάλλει το περιεχόμενο του μυαλού του σαν επάνω σε ένα πανί κινηματογράφου, το οποίο αντανακλά πάλι τις ίδιες του σκέψεις σαν σ’ ένα πανόραμα, που αυτός ο ίδιος δημιουργεί.
Έτσι, για τον λαό αυτόν της Ανατολής, οι δαίμονες είναι απλές προβολές από το μυαλό των ανθρώπων και δεν έχουν καμιά δική τους ξεχωριστή ύπαρξη. Οι αντιλήψεις αυτές προσομοιάζουν αρκετά με τις σύγχρονες πεποιθήσεις περί οφθαλμαπάτης και υποβολής.
Επιπλέον, στην αρχαία Κίνα επικρατούσε μια πολύ περισσότερο πρακτική άποψη. Οι βρυκόλακες και τα φαντάσματα ήταν και τότε τόσο κοινοί, όσο είναι και σήμερα, ενώ τα φαινόμενα που αναφέρονται, θα μπορούσαν να είχαν παρθεί απευθείας από τις πνευματιστικές εφημερίδες της εποχής μας. Οι Κινέζοι λέγεται ότι έβλεπαν τα φαντάσματα όχι μόνο ως διαφανή πνεύματα, αλλά και με μορφή υλική. Ήταν δε πολύ συχνό φαινόμενο να βλέπουν τα φαντάσματα των νεκρών πολεμιστών τους για αρκετή ώρα.
Όσο ο πολιτισμός προχωρούσε και άρχιζε να ανθίζει η αρχαία Ελλάδα και κατόπιν η Ρώμη, θα περίμενε κανείς ότι τα υποθετικά αυτά προϊόντα της πρόληψης θα παρήκμαζαν. Κι όμως, αυτό δε συνέβη καθόλου. Στοιχειά και φαντάσματα, μυστηριώδη φυτά και ήχοι αναφέρονται και σε αυτή την περίοδο, όπως και στις παλαιότερες.
Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., ένας σοφός Κινέζος, ο Wang Chong, αρνούνταν να πιστέψει στις ιστορίες υπερφυσικών οντοτήτων και προσπαθούσε να εξηγήσει όλα αυτά τα φαινόμενα ως αποκυήματα της φαντασίας και ιδιαιτέρως της ψυχολογικής εκείνης κατάστασης, την οποία την ονομάζουμε πλέον υστερία.
Το ίδιο πίστευαν ο Κικέρων και ο Λουκιανός, οι ιστορίες μάλιστα του δεύτερου για τις απάτες των μέντιουμ είναι από τα διασκεδαστικότερα πράγματα που έχουν γραφτεί περί αυτών. Επιπλέον, ο Σενέκας επιχείρησε να εξηγήσει όλα όσα είχε διαβάσει για τέτοια παράξενα φαινόμενα, ενώ ο Ιάμβλιχος προσπάθησε να απαντήσει σε μια σειρά ερωτημάτων που είχαν τεθεί σχετικώς από τον Πορφύριο, ο οποίος μας αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι του καιρού εκείνου εκπλήσσονταν από τα ίδια ακριβώς πράγματα, που εκπλήσσουν και τους σημερινούς.
Στα μεσαιωνικά χρόνια δεν παρατηρούμε καμία απολύτως διαφορά. Βρυκόλακες εμφανίζονταν μεταξύ όλων των λαών της Ευρώπης, ενώ τα νεότερα για την εποχή εκείνη φαινόμενα της μαγείας προξενούσαν ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση. Η σκηνή, όμως, δεν άλλαξε ούτε και με την εμφάνιση της Επιστήμης. Μολονότι η έρευνα των υπνωτιστικών φαινομένων και των υποσυνείδητων δυνάμεων φάνηκε να ξεκαθαρίζει τον δρόμο για μια πληρέστερη κατανόηση του αμφιλεγόμενου αυτού ζητήματος, εν τούτοις δεν κατόρθωσε παρά να διαφωτίσει ορισμένες δευτερεύουσες πτυχές του, αφήνοντας το κύριο ζήτημα όσο και πριν ομιχλώδες.
Οι άνθρωποι βλέπουν φαντάσματα από την εποχή που έχουμε γραπτά στοιχεία της Ιστορίας. Οι αποδείξεις του γεγονότος αυτού είναι αναμφισβήτητες. Μα, τι εννοούμε όταν λέμε φαντάσματα;
Από τις απαρχές της Ιστορίας, οι άνθρωποι αναφέρουν ότι έβλεπαν ανθρώπινες μορφές, οι οποίες παρουσίαζαν λίγα από τα χαρακτηριστικά εκείνα, τα οποία εμείς αποδίδουμε σ’ έναν κόσμο εξωτερικό. Όταν η παρατήρηση των φαινομένων αυτών συνδέεται με συμπτώματα σοβαρής διανοητικής διαταραχής, τότε κατατάσσονται στην κατηγορία των παραισθήσεων, όπως οι οπτασίες.
Δε βλέπουν, όμως, μόνο οι διαταραγμένοι νοητικά φαντάσματα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα φαντάσματα παίρνουν τη μορφή ενός ορισμένου ατόμου και στις οποίες αποδεικνύεται κατόπιν ότι το πρόσωπο, τη μορφή του οποίου είχε το φάντασμα, πέθανε σχεδόν την ίδια στιγμή που παρατηρήθηκε η εξαϋλωμένη οπτασία ή ίσως βρέθηκε περιπλεγμένο σε κάποια σοβαρή ή επικίνδυνη υπόθεση.
Στη συγκεκριμένη περίσταση, το φάντασμα αυτό δεν είναι μια εξωτερική πραγματικότητα, αλλά μια δική μας προβολή, μια εικόνα που σχηματίζεται από κάποια υποσυνείδητη προβολή συγκίνησης ή αγωνίας και εξωτερικεύεται σαν παραίσθηση.
Όμως, υπήρξαν και περιπτώσεις που τα φαντάσματα που εθεάθησαν ήταν απλώς φαντάσματα. Η Επιστήμη είναι αυτή που έχει πλέον τον ρόλο, ώστε να αποκωδικοποιήσει την πραγματική τους φύση και να δώσει τις πολυπόθητες απαντήσεις του φαινομένου, ώστε να καταλαγιάσει τον ανθρώπινο φόβο και την ανθρώπινη περιέργεια.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 14/04/1931…