Τον Μάη του 1910, ένας Γάλλος γιατρός, που εργαζόταν στο Παρίσι, κουβέντιαζε για τα τηλεπαθητικά φαινόμενα και για την εμφάνιση οπτασιών ετοιμοθάνατων ανθρώπων, με έναν συνάδελφό του, ο οποίος είχε επισκεφτεί για λίγο καιρό τη γαλλική πρωτεύουσα από την επαρχία, στην οποία ήταν μόνιμα εγκατεστημένος.
Ο επαρχιώτης γιατρός είπε στον φίλο του πως αν πέθαινε νωρίτερα από εκείνον, πράγμα πιθανό, καθώς ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία, θα προσπαθούσε να εμφανιστεί μπροστά του την ώρα του θανάτου του. Ο Παριζιάνος γιατρός τον ρώτησε να μάθει με ποιον τρόπο θα τον ειδοποιούσε, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Η συζήτηση των δύο φίλων γινόταν μέσα στην τραπεζαρία του Παριζιάνου γιατρού. Τότε, ο επαρχιώτης επιστήμονας κοίταξε τριγύρω και έδειξε τελικά στον συνάδελφό του ένα μπλε κρυστάλλινο αμπαζούρ, που κοσμούσε την οροφή της τραπεζαρίας. «Θα σε ειδοποιήσω με αυτό το αμπαζούρ. Θα προσπαθήσω να το σπάσω», του είπε αποφασιστικά.
Σε λίγες μέρες, ο επαρχιώτης γιατρός επέστρεψε στην περιφέρειά του και για αρκετό καιρό, οι δυο φίλοι δεν ειδώθηκαν, αλλά ούτε κι αλληλογράφησαν.
Ένα βράδυ Δεκεμβρίου, ο Παριζιάνος γιατρός δειπνούσε στην τραπεζαρία μαζί με την αδερφή του, όταν άκουσε έξαφνα παράξενους τριγμούς πάνω από το κεφάλι του. Έστρεψε το βλέμμα του στο ταβάνι και του φάνηκε σαν κάποιος να χτυπά με τα δάχτυλά του το μπλε αμπαζούρ.
Ούτε στιγμή, βέβαια, δεν πήγε ο νους του στη μεταφυσική συζήτηση, που είχε κάνει με τον συνάδελφο και φίλο του. Υπέθεσε πως ήταν πολύ υψωμένο το φως της λάμπας και πως έτριζε το γυαλί από την υπερβολική ζέστη. Χαμήλωσε, λοιπόν, το φως, αλλά οι ήχοι εξακολούθησαν ως το τέλος του δείπνου, πιο συχνοί και πιο δυνατοί ακόμα.
Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, σηκώθηκαν με την αδερφή του να βγουν έξω από την τραπεζαρία. Βγαίνοντας, όμως, αντιλήφθηκε πως οι χτύποι στο αμπαζούρ σταμάτησαν κοφτά κι απότομα.
Το ανορθόδοξο αυτό φαινόμενο επαναλαμβανόταν για πέντε – έξι βραδιές στη σειρά. Ο Παριζιάνος γιατρός έσπαγε το κεφάλι του, για να εξηγήσει την αιτία των κρότων, χωρίς να πηγαίνει καθόλου ο νους του στην υπόσχεση του φίλου του από την επαρχία.
Ένα απόγευμα, που ο γιατρός διάβαζε μέσα στο γραφείο του, ένα μεγάλο κομμάτι από το αμπαζούρ αποκόπηκε και συνθλίφτηκε με πάταγο πάνω στο τραπέζι, σκορπώντας γυαλιά παντού στον χώρο. Η υπηρέτρια και η αδερφή του έτρεξαν αλαφιασμένες να δουν τι είχε συμβεί.
Το σπάσιμο έμοιαζε πολύ αλλόκοτο, σαν κάποιο χέρι να το είχε κόψει επίτηδες, αφού πόρτες και παράθυρα ήταν κλειστά και σίγουρα, δεν ευθυνόταν ο αέρας. Μα, πάλι ο Παριζιάνος γιατρός δε συνέδεσε το γεγονός με την υπόσχεση του φίλου του. Αν δεν την είχε ξεχάσει ολωσδιόλου, ήταν βέβαιο πως την είχε υποβαθμίσει.
Ωστόσο, έπειτα από δυο μέρες, ο γιατρός συνάντησε τυχαία κάποιον γνωστό του, που τον πληροφόρησε πως ο φίλος του είχε πεθάνει στις 28 Δεκεμβρίου, το ίδιο απόγευμα που θρυψαλιάστηκε το αμπαζούρ, αφού πάλεψε με τον θάνατο πέντε – έξι μέρες, τις ημέρες δηλαδή που ακούγονταν στο αμπαζούρ οι ανεξήγητοι χτύποι.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 05/02/1933…