Στα τέλη του 1938, αναγγελλόταν ότι είχαν πεθάνει ξαφνικά στο Λονδίνο τα τελευταία μέλη της αποστολής που το 1922 είχε ανακαλύψει τον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών. Τα κυριότερα μέλη της αποστολής είχαν αποβιώσει υπό τραγικές συνθήκες λίγο μετά την ανακάλυψη του τάφου.Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δεκαπέντε χρόνια και είχαν πεθάνει όλοι, οι συνοδοί ακόμη και οι υπηρέτες τους. Οι θάνατοι αυτοί είχαν αποδοθεί στην “εκδίκηση του Φαραώ”, του οποίου η αιώνια γαλήνη είχε διαταραχθεί.Έπρεπε, λοιπόν, να πιστέψει κανείς πραγματικά ότι η εξοργισμένη ψυχή του Φαραώ έπληττε χωρίς οίκτο τους ιερόσυλους αρχαιολόγους.
Nα υπήρχε, άραγε, δόση αλήθειας στους ισχυρισμούς εκείνων, οι οποίοι έλεγαν ότι οι κατάρες κατά των ιερόσυλων, που έχουν διασωθεί στα ιερογλυφικά της εισόδου, δεν χαράσσονταν απλά, αλλά γίνονταν με ορισμένες τελετές μαγείας και μυστηρίων, με τρόπο ώστε να έχουν πραγματική δύναμη; Εν τούτοις, δεν ήταν μόνο η μούμια του Τουταγχαμών, η οποία είχε το “προνόμιο” να σπέρνει γύρω της τη δυστυχία.Λίγο καιρό νωρίτερα, μια Αγγλίδα, η Λαίδη Σέτον, επέστρεψε στην Αίγυπτο προκειμένου να τοποθετήσει στη θέση του ένα τεμάχιο οστού, το οποίο είχε αφαιρέσει πριν από μερικά χρόνια και συγκεκριμένα το 1936. Η ίδια και ο σύζυγος της, ο Σερ Αλεξάντερ Σέτον, είχαν δαπανήσει μεγάλα ποσά για να αποκτήσουν το λείψανο αυτό, το οποίο είχαν θριαμβευτικά μεταφέρει στη Σκωτία, όπου και το τοποθέτησαν σε μια βιτρίνα μέσα στο μέγαρό τους.Λίγες ημέρες μετά την πανηγυρική αυτή εγκατάσταση, μια πυρκαγιά κατέστρεψε τους στάβλους και ένα τμήμα του μεγάρου. Στη συνέχεια, ο νεαρός ανιψιός του Σερ Αλεξάντερ, που έμενε μαζί τους, έπεσε βαριά άρρωστος από μια μυστηριώδη ασθένεια, η οποία ήταν αδύνατον να διαγνωστεί. Έσπευσαν να τον στείλουν στην πλησιέστερη κλινική, αλλά δεν είχε καλά-καλά απομακρυνθεί από το μέγαρο ο νεαρός ασθενής και είχε θεραπευτεί, χωρίς καμιά ιατρική παρέμβαση.Λίγες ημέρες αργότερα, όλοι οι υπηρέτες του μεγάρου παρουσιάστηκαν ενώπιον του Σερ Αλεξάντερ για να του δηλώσουν ότι δε μπορούσαν να μείνουν πλέον, διότι κατά τη διάρκεια της νύχτας ένα φάντασμα κυκλοφορούσε στους διαδρόμους και στις δεντροστοιχίες. Ο ευγενής Άγγλος τους πήρε στην κοροϊδία και τους διέταξε να μείνουν στις θέσεις τους.Συνέπεσε τότε να προσκαλέσουν είκοσι φίλους για να περάσουν μαζί κάποιες μέρες. Το πρωί της επόμενης ημέρας, οι δώδεκα εξ’ αυτών ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους προς αναχώρηση. Οι φιλοξενούμενοι, με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, αφηγήθηκαν ότι ένας περίεργος άνθρωπος, που φορούσε στο κεφάλι του μια τιάρα και είχε το μέτωπό του στεφανωμένο με ένα φίδι, τους είχε επισκεφθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας.Ο Σερ Αλεξάντερ δεν αμφέβαλε πλέον από πού προερχόταν το κακό. Πήρε το οστό και το προσέφερε σε έναν φίλο του γιατρό και μανιώδη συλλέκτη. Την επόμενη ημέρα, ένας υπηρέτης του ξανάφερε πίσω το δώρο. Ο γιατρός, επιστρέφοντας στο σπίτι του, είχε γλιστρήσει στη σκάλα και είχε σπάσει το πόδι του.Ο Σερ Αλεξάντερ και η Λαίδη Σέτον κατάλαβαν τότε πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να απαλλαγούν από το ολέθριο αυτό αντικείμενο, παρά να το επαναφέρουν στον τόπο από τον οποίο το είχαν υφαρπάξει. Έκαναν, λοιπόν και πάλι το ταξίδι στην Αίγυπτο και κατέθεσαν με τα ίδια τους τα χέρια το οστό στον τάφο του Φαραώ.Οι Αιγύπτιοι, εκείνη την εποχή, απαιτούσαν από τους Ευρωπαίους να τους επιστρέψουν τις διάφορες μούμιες των προγόνων τους, που είχαν αφαιρέσει και φύλασσαν σε διάφορα αρχαιολογικά μουσεία. Ισχυρίζονταν, μάλιστα, ότι αν η Ευρώπη κατασπαρασσόταν διαρκώς από πολέμους και δεν έβρισκε ποτέ ησυχία, αυτό οφειλόταν στην εκδίκηση που είχαν εξαπολύσει οι μούμιες των Φαραώ και των άλλων επιφανών Αιγυπτίων, των οποίων είχαν διαταράξει τη γαλήνη του αιωνίου ύπνου.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, στις 02/11/1938…