Μετά από συστηματική έρευνα, που είχε πραγματοποιήσει Άγγλος δημοσιογράφος τη δεκαετία του 1930, αποδείχτηκε ότι σχεδόν σε κάθε αγγλική επαρχία υπήρχαν στοιχειωμένα σπίτια ή τόποι, που κυριεύονταν από φαντάσματα.
Κι αυτό δεν το υποστήριζαν δεισιδαίμονες και απλοϊκοί χωριάτες, αλλά άνθρωποι ψύχραιμοι, φλεγματικοί, σοβαροί και προ πάντων, μορφωμένοι.
Λόγου χάριν, ένας Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Cambridge είχε πάει για αρχαιολογικές μελέτες σε μια βουνοσειρά της Σκωτίας. Εκεί, λοιπόν, ενώ ανέβαινε μαζί με τους δύο οδηγούς του σε μια απόκρημνη πλαγιά, είδαν να προβάλει ξαφνικά μπροστά τους ένα πελώριο άλογο-φάντασμα, το οποίο χίμηξε καταπάνω τους, χρεμετίζοντας άγρια. Έντρομος ο Καθηγητής και οι συνοδοί του, το έβαλαν στα πόδια και κατρακύλησαν ως τους πρόποδες του βουνού, όπου στάθηκαν να ξανασάνουν. Το τερατώδες άλογο είχε γίνει πλέον άφαντο.
Ένα άλλο φάντασμα εμφανιζόταν συχνά μέσα σ’ ένα από τα αεροπλάνα, που έκαναν τακτικά δρομολόγια ανάμεσα στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Οι πιλότοι του αεροπλάνου αυτού αφηγούνταν ότι πολλές φορές, μόλις ξεκινούσαν από το αεροδρόμιο για τη Γαλλία, έβλεπαν μέσα στην καμπίνα των επιβατών έναν επιβάτη-φάντασμα, δηλαδή ένα άτομο παραπάνω. Ενώ, για παράδειγμα, είχαν εκδοθεί οκτώ εισιτήρια, μέσα στο αεροπλάνο βρίσκονταν εννέα άνθρωποι. Μόλις ο ιπτάμενος φροντιστής προσέγγιζε έκπληκτος τα άτομα για να τα καταμετρήσει, το φάντασμα χανόταν ευθύς από τα μάτια του, για να ξαναεμφανιστεί εκ νέου, μετά την απομάκρυνσή του.
Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα αυτού του φαντάσματος ήταν ότι έδειχνε προτίμηση σε μια ορισμένη θέση του ίδιου πάντοτε αεροσκάφους και ότι εμφανιζόταν μόνο όταν η θέση αυτή δεν ήταν πιασμένη από άλλον επιβάτη.
Ένα παρόμοιο και εξίσου αλλόκοτο φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και στην αμαξοστοιχία, που εκτελούσε το δρομολόγιο Λονδίνου-Εδιμβούργου. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, εμφανιζόταν τις νύχτες σ’ ένα συγκεκριμένο βαγόνι, το φάντασμα ενός επιβάτη με πιτζάμες, ο οποίος έφερε ένα τραύμα από σφαίρα περιστρόφου στο κεφάλι και ήταν καταματωμένος. Όπως βεβαίωναν οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, επρόκειτο για το φάντασμα ενός ταξιδιώτη, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει πριν από αρκετά χρόνια μέσα στο ίδιο βαγόνι του τρένου.
Επίσης, σ’ ένα ορισμένο σημείο του μεγάλου δρόμου, που οδηγούσε από την πόλη Γιορκ στο Λονδίνο, συνέβαιναν τακτικά φρικαλέα και ανεξήγητα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Τα τροχοφόρα, που περνούσαν από εκεί, έπεφταν μυστηριωδώς σ’ έναν τρομερό γκρεμό και διαλύονταν, παίρνοντας στον θάνατο τους επιβαίνοντες.
Αρχικά, η Αστυνομία είχε υποθέσει ότι τα δυστυχήματα προκαλούνταν εξαιτίας μιας απότομης καμπής του δρόμου. Έτσι, οι Αρχές φρόντισαν να προχωρήσουν σε διαπλάτυνση της οδού, για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση και να εξαφανιστεί η επικινδυνότητα του σημείου. Παρ’ όλες τις προφυλάξεις, τα δυστυχήματα συνεχίζονταν αμείωτα και όλοι όσοι κατέληγαν στον γκρεμό, έβρισκαν φριχτό θάνατο. Επομένως, οι Αρχές δεν μπορούσαν να διαλευκάνουν την υπόθεση και να εξακριβώσουν τα αίτια.
Μα, επιτέλους, κάποτε κατόρθωσαν να γλιτώσουν, βαριά τραυματισμένοι, ο σοφέρ και ο επιβάτης ενός αυτοκινήτου, που είχε καταλήξει στο βάραθρο. Έτσι, η Αστυνομία κατάφερε να τους ανακρίνει και εκείνοι κατέθεσαν ότι τη στιγμή που έφτασαν στη μοιραία καμπή του δρόμου, είδαν μια τεράστια και παράξενη μοτοσικλέτα να έρχεται ακριβώς καταπάνω τους, με αναμμένους τους εκτυφλωτικούς προβολείς της. Ο σοφέρ, για να αποφύγει τη σύγκρουση, έκανε αδέξιους ελιγμούς, που τους οδήγησαν στον γειτονικό κρημνό.
Οι Αρχές, για να μην τρομοκρατήσουν τους διερχόμενους, κράτησαν μυστικές τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων και τοποθέτησαν φρουρούς στο μέρος των δυστυχημάτων. Μα, αλίμονο! Το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Η μυστηριώδης, ασύλληπτη και πελώρια μοτοσικλέτα εμφανιζόταν πάντοτε μπροστά από τα αυτοκίνητα, που διάβαιναν τη νύχτα απ’ το συγκεκριμένο σημείο και ανάγκαζε τους οδηγούς τους να ρίχνονται στον γκρεμό και να τσακίζονται. Κανείς δεν τολμούσε να περάσει με το όχημά του από τον καταραμένο τόπο, μόλις έπεφτε το σκοτάδι…
Επιπρόσθετα, σ’ ένα σχολείο της κωμόπολης Loughton, εμφανιζόταν τις νύχτες ένα παιδάκι-φάντασμα, που περιπλανιόταν μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, κλαίγοντας γοερά. Ήταν ντυμένο, όπως όλα τα παιδιά του σχολείου αυτού, με μαθητική μπλούζα και σκούφο και με μια σάκα κρεμασμένη απ’ τον ώμο του.
Οι επιστάτες του σχολείου είχαν τόσο φοβηθεί, ώστε αρνούνταν να κατοικήσουν πλέον μέσα σ’ αυτό. Μάλιστα, κάποιοι τολμηροί άντρες της μικρής κωμόπολης διανυκτέρευσαν μέσα στο σχολείο, οπλισμένοι με διαφόρων ειδών όπλα, αποφασισμένοι να λύσουν το μυστήριο.
Μα, μόλις είδαν το παιδάκι-φάντασμα, με την αποκρουστική μορφή του, να περιδιαβαίνει στους χώρους, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, πέταξαν τα όπλα τους και έφυγαν τρέχοντας, με τον τρόμο ζωγραφισμένο ανάγλυφα στα πρόσωπά τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 18/12/1932…