Είναι τόσο, μα τόσο περίεργο: βλέπεις παντού κόσμο να συρρέει στην πίστα, τ’ αστραφτερά φλας των φωτογράφων, τα μονοθέσια να έχουν πάρει θέση στη γραμμή εκκίνησης- τερματισμού, τους πιλότους να τεστάρουν το γκάζι. Στο βάθος ο Ρον Ντένις συνομιλεί με τον Μπέρνι Έκλεστοουν, το κοινό στις εξέδρες παραληρεί, βλέπεις τον αλυτάρχη να δίνει σε κάποιον την καρό σημαία, όμως…
Όμως, δεν ακούς απολύτως τίποτα. Είναι λες και κάποιος έχει πατήσει μ’ ένα κολοσσιαίο τηλεκοντρόλ το mute κι αντί της συνήθους βαβούρας πριν από την έναρξη ενός grand prix, τα πάντα έχουν καλυφθεί από ένα άηχο πέπλο.
Αίφνης, χωρίς καμιά προειδοποίηση, κάποιος σου δίνει ένα κράνος. Είναι κίτρινο- πράσινο μπροστά και η όλη σχεδίασή του «αποπνέει» Βραζιλία. «Φόρεσέ το», ακούς τα λόγια του να ρίχνουν μια γροθιά στην απόλυτη σιγή, όμως δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι- το πρόσωπό του καλύπτεται από ένα τόσο δυνατό φως που σ’ αναγκάζει να χαμηλώσεις το βλέμμα.
Χωρίς να το πολυσκεφτείς, φοράς το κράνος και τον ακολουθείς σα μαγεμένος. Τον βλέπεις να κουμπώνει την κόκκινη πυρίμαχη φόρμα του και να μπαίνει στο κόκπιτ ενός μονοθέσιου. Σου κάνει νόημα να καθίσεις πίσω του, στο «φτερό» του αυτοκινήτου.
Σε ρωτάει «Είσαι έτοιμος να πάμε μια βόλτα;» κι εσύ, σα να ζεις μέσα σ’ ένα τετράτροχο όνειρο, απλά κουνάς το κεφάλι σου καταφατικά. Το υπόλοιπο σκηνικό πίσω σας- ο κόσμος, οι άλλοι πιλότοι, οι φωτογράφοι- παραμένουν πεισματικά βουβοί.
Δεν έχει σημασία. Εκείνο που μετράει είναι αυτός. Κουμπώνει την πρώτη στο κιβώτιο ταχυτήτων κι έπειτα το ταξίδι ξεκινά…
«Οι αγώνες, ο ανταγωνισμός είναι στο αίμα μου. Είναι μέρος του εαυτού μου»
Δεν ξέρεις πώς μπορεί να οδηγεί σ’ αυτό το ρυθμό και να μιλάει παράλληλα- ούτε πώς στο καλό φτάνουν τα λόγια του στ’ αυτιά σου μιας και δεν έχετε κάποιου είδους ενδοεπικοινωνία- όμως σημασία έχει ότι γίνεται.
Σου αφηγείται, λοιπόν, την ιστορία του: «Οι αγώνες ήταν στο αίμα μου κι αυτό το κατάλαβα από πολύ μικρός. Μόλις στα 4 είχα το δικό μου καρτ- η οικογένειά μου ήταν αρκετά πλούσια και μπορούσε να με στηρίξει οικονομικά- ενώ στα 10 μου οδηγούσα ήδη ένα αγωνιστικό μονοθέσιο. Βέβαια, τότε απαγορευόταν να τρέχουμε κάτω των 13, οπότε έπρεπε να περιμένω μια ολόκληρη τριετία για να πάρω μέρος στο τοπικό πρωτάθλημα.
Η πρώτη μου μεγάλη διάκριση ήρθε το 1977 στους αγώνες νοτίου Αμερικής, όταν και πήρα τον τίτλο, ενώ την τριετία 1978-1980 συμμετείχα στο παγκόσμιο πρωτάθλημα καρτ και παρά το γεγονός πως δεν ανέβηκα στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου αλλά στο δεύτερο, τα ψήγματα του ταλέντου μου (διότι περί ψηγμάτων επρόκειτο εκείνη την περίοδο…) μου έδωσε το εισιτήριο για να τρέξω στη Formula Ford 1600 το 1981.
Την αμέσως επόμενη σεζόν έκανα το double στη Βρετανική και Ευρωπαϊκή Formula Ford 2000, ενώ το 1983 ήμουν ο πρωταθλητής στη Φόρμουλα 3- πράγμα που σήμαινε πως μπορούσα να σταματήσω, πλέον, τα παιχνίδια.
Είχε φτάσει η στιγμή να μπω στον αγώνα με τους πραγματικούς πιλότους».
«Το να είσαι δεύτερος σημαίνει ότι είσαι ο πρώτος από τους ηττημένους»
«Ωστόσο, όταν ξεκίνησα την καριέρα μου στην κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού, τη Φόρμουλα 1, δεν ήμουν ούτε καν ο πρώτος ηττημένος: η φτωχή αγωνιστικά Τόλεμαν μου έδωσε την ευκαιρία ν’ αγωνιστώ με τους κορυφαίους το 1984, όμως το μονοθέσιό της μετά βίας κινείτο ταχύτερα από βαρυφορτωμένο φορτηγό με 3 τροχούς αντί για 4 και πρόβλημα στον κινητήρα.
Ακόμα κι έτσι, όμως, πήρα τον πρώτο μου βαθμό στο grand prix της Νοτίου Αφρικής και στο λατρεμένο μου Μονακό τρύπησα τον ουρανό των προσδοκιών ακόμα και του πιο αισιόδοξου οπαδού μου (από τους 2 που είχα ανά τον κόσμο εκείνη την περίοδο): στα δοκιμαστικά κατετάγην 13ος, όμως την επόμενη μέρα στον αγώνα, με την καταρρακτώδη βροχή να μετατρέπει σταδιακά την πίστα σε ασφάλτινη λίμνη, κέρδιζα συνέχεια θέσεις, έφτασα μέχρι τη 2η κι αν οι αγωνοδίκες δεν έβγαζαν κόκκινη σημαία λόγω της πιθανότητας σοβαρού ατυχήματος, είναι σίγουρο ότι θα κέρδιζα.
Ήταν τότε που άπαντες κατάλαβαν τι μπορώ να κάνω στο βρεγμένο.
Ήταν τότε που κάποιος με αποκάλεσε για πρώτη φορά “Βασιλιά της βροχής”».
«Ο φόβος είναι συναρπαστικό συναίσθημα για μένα»
«Μόλις, όμως, η Λότους στα τέλη του 1984 μου έκανε πρόταση απάντησα άφοβα “ναι”. Την επόμενη τριετία αγωνιζόμενος με τα χρώματά της πέτυχα την πρώτη μου νίκη (στην Πορτογαλία το 1985), πήρα την πρώτη μου pole position μπροστά στους συμπατριώτες μου (στη Βραζιλία το 1986) και κατάφερα να τερματίσω 4ος το 1986 και 3ος το 1987 στη γενική κατάταξη- δύο αλλεπάλληλα αγωνιστικά θαύματα, μπορεί να πει κανείς, δεδομένης της δυναμικής του μονοθέσιού μου.
Κάπου εκεί, μετά από 6 νίκες στο σύνολο, είχε φτάσει να συναντήσω το πεπρωμένο μου.
Η «ανάβασή» μου στο θρόνο δε χωρούσε άλλη αναβολή».
«Δεν έχω γεννηθεί για να έρχομαι 2ος ή 3ος. Είμαι γεννημένος για να κερδίζω»
«Και αυτό, ξέρεις, φρόντισα να το καταστήσω σαφές ακόμα και σ’ έναν παγκόσμιο πρωταθλητή- τον ομόσταυλό μου στη ΜακΛάρεν- Χόντα (στην οποία πήρα «μεταγραφή» το 1988) Αλέν Προστ.
Ο “Καθηγητής” νόμιζε πως είχε να κάνει μ’ ακόμα ένα σχολιαρόπαιδο, αλλά στο τέλος της χρονιάς τον άφησα εγώ μετεξεταστέο: 13 pole positions, 8 νίκες και ο τίτλος κατέληξε στα δικά μου χέρια. Ήμουν, επιτέλους, και με τη βούλα ο καλύτερος πιλότος του grid, τη στιγμή που ο Γάλλος έψαχνε τρόπο να φάει εντέχνως τα συκώτια του.
Το 1989 με κέρδισε μιας και ακυρώθηκα στον τελευταίο αγώνα στη Σουζούκα, το 1990 πήρα το αίμα μου πίσω και ανέβηκα εκ νέου στον Κολοφώνα της δόξας πληρώνοντάς τον με το ίδιο νόμισμα, ενώ το 1991 το 2 αντικαταστάθηκε από το 3 δίπλα στην ένδειξη “world champion” στο βιογραφικό μου.
Μπορεί με τον Γάλλο να μας χώριζαν πάρα πολλά, να ήμασταν δύο διαφορετικοί κόσμοι, όμως η κόντρα μας απογείωσε ολόκληρο το άθλημα. Αν δεν υπήρχε αυτός, δε θα ήμουν ο ίδιος. Αν δεν υπήρχα εγώ, δε θα ήταν ο ίδιος.
Διάολε, ολόκληρη η F1 δε θα ήταν η ίδια».
«Δεν ξέρω άλλον τρόπο για να οδηγώ πέραν του ριψοκίνδυνου. Κάθε οδηγός έχει τα όριά του. Απλώς τα δικά μου είναι λίγο πιο πέρα από των υπολοίπων».
«Άφησέ με, σε παρακαλώ, να κάνω μια μικρή παρένθεση εδώ- θα συνεχίσουμε τη βόλτα μας σε λίγο. Και, συγγνώμη αν αυτά που θα σου πω ακουστούν λίγο εγωιστικά, απλά να… Ήθελα να καταλάβεις εσύ κι όλοι όσοι δεν πρόλαβαν να με δουν ν’ αγωνίζομαι για ποιο λόγο ήμουν ξεχωριστός.
Πρώτα- πρώτα, κανείς δεν ήταν πιο εμμονικός με τη νίκη απ’ ότι εγώ- το γεγονός, φερ’ ειπείν, πως το 1992 και το 1993 η ΜακΛάρεν μου δεν ήταν ανταγωνιστική και αναγκάστηκα να παραδώσω τα σκήπτρα ήταν κάτι που με «σκότωνε» (σε μεταφορικό, μέχρι εκείνη την ώρα, επίπεδο). Έπειτα, ξέρεις, ήμουν αυτός που το 1988 στο Μονακό, όντας 55 ολόκληρα δευτερόλεπτα μπροστά από τον Προστ συνέχιζα να πιέζω στο όριο, ενώ θα μπορούσα κάλλιστα να τερματίσω πρώτος ακόμα και με τα πόδια.
Όπως μπορείς να δεις, «καρφώθηκα» στις μπαριέρες εντελώς βλακωδώς και πέταξα τη νίκη, όμως, το δήλωσα ήδη, ήταν ο μόνος τρόπος που είχα για ν’ αγωνίζομαι.
Ή, ακόμα, μερικά μικρά πράγματα- όπως, ας πούμε, εκείνη η κίνηση να βάλω όπισθεν στη Βαρκελώνη το 1991 προκειμένου ν’ αποφύγω την σύγκρουση με τα επερχόμενα αυτοκίνητα. Αλήθεια, πες μου, πότε έχεις ξαναδεί κάποιον να κάνει κάτι τέτοιο;
Για να μη μακρηγορώ- το τέλος είναι κοντά πια, το βλέπω- αυτό που με διαφοροποιούσε από όλους τους υπόλοιπους δεν είναι πως είχα, μιλώντας με αμιγώς «αποστειρωμένα» αγωνιστικά κριτήρια, το πλήρες πακέτο (αυτός ήταν ο Μίκαελ Σουμάχερ) ούτε διέθετα την ψυχρή υπολογιστική προσέγγιση του Προστ, αλλά έκανα κάτι που ουδείς άλλος έχει κάνει στα χρονικά της Φόρμουλα 1.
Όλοι τους οδηγούσαν με το μυαλό.
Εγώ οδηγούσα με την καρδιά».
«Αν τύχει ποτέ και έχω ένα ατύχημα που μπορεί να μου κοστίσει τη ζωή, καλύτερα να είναι μια κι έξω. Δεν θέλω να ζήσω σε αναπηρική πολυθρόνα»
«Και, κάπως έτσι, φτάνουμε στο 1994. Έχω μεταπηδήσει στην ανίκητη, τις δύο προηγούμενες χρονιές, Γουίλιαμς προκειμένου να γίνω για 4η φορά παγκόσμιος πρωταθλητής. Η σεζόν, όμως, δεν ξεκινάει καλά: έχω εγκαταλείψει στους πρώτους 3 αγώνες και ο Μίκαελ κάνει πάρτι στη βαθμολογία.
Αντί να με πάρει από κάτω, δηλώνω ευθαρσώς πως στο Σαν Μαρίνο ξεκινάω την αντεπίθεσήμου για τον τίτλο. Αλλά δυστυχώς, το grand prix έχει εξαρχής ένα ερεβώδες μαύρο να καλύπτει τα πάντα: στις δοκιμές της Παρασκευής ο Ρούμπενς Μπαρικέλο χτυπάει σοβαρά και πέφτει σε κώμα, ενώ στις κατατακτήριες ο Ρόλαντ Ράτζενμπεργκερ έχει ατύχημα κινούμενος με 315 χιλιόμετρα και βρίσκει ακαριαίο θάνατο.
Παρά το γεγονός πως παίρνω την pole, εκμυστηρεύομαι στους δικούς μου πως έχω κακό προαίσθημα για τον αγώνα. Τους λέω ότι δε θέλω να πάρω μέρος, όμως η Ένωση Οδηγών αποφασίζει να τρέξουμε κανονικά.
Ξεκινάω, όπως έκανα πάντα, με το πόδι κολλημένο στο γκάζι, μεγαλώνω ολοένα και περισσότερο τη διαφορά μου από τον Σουμάχερ, συνεχίζω ν’ αλλάζω ταχύτητες και να στρίβω το τιμόνι προκειμένου να φανώ συνεπής στο ραντεβού με την αθανασία και μετά…»
Εντελώς απότομα, σταματά να μιλάει. Γυρίζει προς το μέρος σου: «Εδώ κατεβαίνεις», σε διατάζει. Υπακούς μηχανικά, αλλά πριν προλάβει ν’ απομακρυνθεί του φωνάζεις «Δε μου είπες ποιος είσαι! Δε μου είπες καν το όνομά σου!».
Ψελλίζει «Με λένε Άιρτον Σένα» και χάνεται για πάντα.
«Άιρτον», δοκιμάζεις τη λέξη. Χωρίς να ξέρεις το γιατί, δάκρυα κυλούν στα μάγουλά σου.
«Αντίο, Άιρτον».