Από την αρχαιότητα ως και σήμερα πιστεύεται ότι η ζωή μας εδώ είναι μια πρόσκαιρη δοκιμασία, ένας σταθμός της αιώνιας ζωής μας και ότι η ψυχή επιζεί μετά τον θάνατο του σώματος.
Οι ασχολούμενοι με τον πνευματισμό παραδέχονται ότι η ψυχή απομακρύνεται κάποτε από το σώμα, ακόμα κι αν αυτή βρίσκεται εν ζωή. Το παράδοξο αυτό φαινόμενο παρατηρήθηκε πολλές φορές μέχρι τώρα και η Ιστορία είναι γεμάτη από σχετικά γεγονότα.
Ένα τέτοιο εξακριβωμένο ιστορικά γεγονός είχε συμβεί και στη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας.
Μια μέρα, η Αυτοκράτειρα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της στον ιδιαίτερο κοιτώνα της. Οι Κυρίες των Τιμών την περίμεναν στην αίθουσα του θρόνου. Έξαφνα, είδαν την Αυτοκράτειρα να μπαίνει μέσα στην μεγαλοπρεπή σάλα, χωρίς να χαιρετήσει καμία από αυτές και πήγε και κάθισε στη συνηθισμένη της θέση.
Μία από τις Κυρίες των Τιμών, απορώντας για το ασυνήθιστα αφηρημένο ύφος της Μεγάλης Αικατερίνης, τόλμησε να της απευθύνει τον λόγο, μα δεν έλαβε καμιά απολύτως απάντηση ή έστω, αντίδραση. Νομίζοντας ότι είχε πέσει σε δυσμένεια, βγήκε λυπημένη από την εντυπωσιακή αίθουσα του θρόνου και πέρασε μπροστά από τον κοιτώνα της Αυτοκράτειρας.
Τότε, η ευνοούμενη ακόλουθος συγκλονίστηκε από ανείπωτη έκπληξη, καθώς είδε την Αικατερίνη αποκοιμισμένη πάνω στο κρεβάτι της. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή τρόμου, η οποία, όπως ήταν φυσικό, ξύπνησε την Αυτοκράτειρα.
Βλέποντας την τρομοκρατημένη έκφραση της ευνοούμενής της, η Μεγάλη Αικατερίνη τη ρώτησε τι είχε συμβεί κι εκείνη της διηγήθηκε το παράδοξο γεγονός με κάθε λεπτομέρεια.
Τότε, η Αυτοκράτειρα της Ρωσίας έτρεξε προς την αίθουσα του θρόνου και είδε με τα μάτια της το άυλο ομοίωμά της καθισμένο στον θρόνο. Η εξαϋλωμένη οπτασία παρέμεινε εκεί, ακλόνητη και ατάραχη, για ώρες ολόκληρες και έπειτα, εξαφανίστηκε εντελώς απότομα. Οι Κυρίες των Τιμών έβλεπαν με κατάπληξη και έκδηλο φόβο τις δύο Αυτοκράτειρες. Αλλά και η Μεγάλη Αικατερίνη παρακολουθούσε με δέος και απορία το ίδιο της το φάντασμα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς των ψυχικών ερευνών, το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «Διπλασιασμός». Δηλαδή, η ψυχή περιβάλλει το σώμα ως μια φωτεινή ατμόσφαιρα, ακολουθώντας πιστά τις γραμμές του. Κάποτε, όμως, απομακρύνεται από το σώμα και εμφανίζεται με τη μορφή εκείνου.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν ιδιαιτέρως στο παράδοξο αυτό φαινόμενο και γι’ αυτό, έλεγαν ότι ο άνθρωπος είναι πενταμελής. Αποτελείται, δηλαδή, από το σώμα του, την ψυχή του, το όνομά του, τη σκιά του και το «Κα», που είναι ο αόρατος σωσίας του κάθε ανθρώπου. Μάλιστα, μέσα στους αρχαίους αιγυπτιακούς τάφους, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τοιχογραφίες, οι οποίες απεικόνιζαν τους νεκρούς πάντοτε διπλούς, δηλαδή ακολουθούμενους από το φάντασμά τους ή αλλιώς, το «Κα» του καθενός.
Ένα σχετικό φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και σε κάποιο γαλλικό επαρχιακό παρθεναγωγείο. Σε μια τάξη, ένα πρωί η δασκάλα παρέδιδε μάθημα, όπως συνήθως. Όταν ήρθε η ώρα του διαλείμματος, τα κορίτσια του σχολείου βγήκαν στον κήπο για να παίξουν. Η δασκάλα τους παρέμεινε στη θέση της, καθισμένη στην έδρα. Σε λίγο, τα κορίτσια την είδαν να περπατάει στον κήπο και να κόβει λουλούδια.
Τότε, δυο μαθήτριες την πλησίασαν, αλλά εκείνη φάνηκε σαν να μην τους έδινε καμιά απολύτως σημασία. Ύστερα, οι μαθήτριες πήγαν στην τάξη τους, όπου είδαν έντρομες τη δασκάλα τους αποκοιμισμένη στην έδρα. Την ξύπνησαν αμέσως, της εξήγησαν τι είχε προηγηθεί και όλες μαζί παρακολουθούσαν το φάντασμα της δασκάλας, ακόμα και η ίδια, να περπατάει νωχελικά στον περίβολο και να μαζεύει άνθη.
Τη στιγμή που η δασκάλα κατέρρευσε από την ταραχή της, η οπτασία της έγινε ακόμα πιο έντονη. Εξαφανίστηκε μονάχα, όταν η σοκαρισμένη γυναίκα συνήλθε από τη λιποθυμία της. Μα, το πιο παράξενο και το πιο αινιγματικό ήταν ότι τα λουλούδια, που είχε δρέψει το φάντασμα, είχαν απομείνει κομμένα στον προαύλιο χώρο του παρθεναγωγείου.
Σε μια άλλη περίπτωση, μια νεαρή Γαλλίδα, ενώ έλειπε σε ταξίδι, πληροφορήθηκε έξαφνα ότι ο πατέρας της, τον οποίο λάτρευε, πέθανε. Επέστρεψε αμέσως στην πατρίδα της, όμως, ο γονιός της είχε κιόλας κηδευτεί, καθώς ο δρόμος της επιστροφής ήταν μακρύς.
Η νέα εξομολογήθηκε στην καλύτερή της φίλη ότι ήταν απαρηγόρητη, επειδή δεν πρόλαβε να δει τον πατέρα της έστω για μια στερνή φορά, για να του δώσει έναν τελευταίο ασπασμό.
Ενώ εκστόμιζε αυτά τα λόγια, ξαφνικά μια αλλόκοτη λάμψη φάνηκε μες στο βραδινό ημίφως και μια λευκή μορφή παρουσιάστηκε μπροστά της.
Η κοπέλα, τρέμοντας ολόκληρη, αναγνώρισε ευθύς τον πατέρα της. Η οπτασία του έμεινε για λίγες στιγμές κι ύστερα, χάθηκε για πάντα.
Τέλος, μια νέα γυναίκα, μητέρα τριών μικρών παιδιών, είχε πεθάνει. Το βράδυ της κηδείας της, ο άντρας της σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει το μικρότερο από τα παιδιά του, επειδή ενοχλούσε τα αδελφάκια του.
Μα, το χέρι του έμεινε μετέωρο. Είχε νιώσει με φρίκη ένα άλλο χέρι, αόρατο και υπερφυσικό, να πιάνει το δικό του και να τον εμποδίζει να χτυπήσει τον μικρό. Συγχρόνως, ακούστηκε η φωνή της νεκρής γυναίκας του να του λέει: «Μη χτυπήσεις το παιδί μας!»
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 16/01/1932…