Oι Ιεροί Ευαγγελιστές μέ το πάθος του Ιησού Χριστού μάς έχουν περισώσει επτά φράσεις. Μεταξύ των επτά αυτών φράσεων η μία είναι μικρότερα έξ όλων, αποτελειται άπό ένα μόνο ρήμα δισύλλαβο. Διψώ….
…Δύο φορές ή. Άγια Γραφή μας είπε ότι ό Ιησούς Χριστός ζήτησε νερό. Και τις δυο φορές ό άνθρωπος δέν του έδωσε νερό. Όταν συνομιλούσε μετά της Σαμαρείτιδος της ζήτησε νά του δώσει νά πιει, δέν του έδωσε- τό έλησμόνησε. Του δωσε την καρδιά της όμως. Τη, δεύτερη φορά είναι σήμερα επάνω στον Σταυρό. Διψώ. Πού είναι οι Απόστολοι; Που είναι οί στενοί φίλοι Του καί συγγενείς του; Που είναι τά πλήθη εκείνα τά όποια εχόρτασε μέσα στην έρημο άλλοτε μέ τούς πέντε άρτους καί άλλοτε μέ τούς επτά άρτους; Πού είναι οί ταλαιπωρημένοι καί οί ασθενείς πού έγιναν καλά μέ έναν Του λόγο; Πού είναι οί παράλυτοι; Πού είναι οί νεκραναστηθέντες;
Που είναι όλοι αύτοί; Κανείς δέν είναι κοντά Του. Κι όμως, ό Χριστός δίψα καί κανείς δε θά του δώσει νερό! Καί μένει πάνω στόν Σταυρό ό αιώνια εγκαταλελειμμένος κι ό διψασμένος· ό καταδικασμένος διά την του κόσμου σωτηρίαν.
…Ώς Θεός διψάει τον άνθρωπο. Διψάει τις καρδιές των ανθρώπων, διψάει όλους ’Εκείνους που τον ανέβασαν στόν Σταυρό. Διψάει, όπως είπα πιο μπροστά όλους όσους είχε ευεργετήσει. Καί κανείς άπ’ αυτούς δέν έρχεται νά ξεδιψάσει τη, δίψα του….
…Άλλα ή δίψα τοϋ Εσταυρωμένου έχει αρχίσει πρωτύτερα. Έάν τό σωματικό μαρτύριο του έπρο- κάλεσε δίψα σωματική, την Αγία, όμως, ψυχήν του Εσταυρωμένου Κυρίου Λυτρωτή μας εφλόγιξε πολύ περισσότερον μία άλλη δίψα, δίψα πνευματική. Είναι ή δίψα για να εκπληρωθεί τό θέλημα του Επουρανίου Παιρός. Είναι ό πόθος ό φλογερός, για νά σωθεί ή αμαρτωλή, ανθρωπότης, νά αποκατασταθεί ό ξεπεσμένος άνθρωπος. Από τό ύψος τού Σταυρού στρέφει την σκέψη του πρός τό παρελθόν. Βλέπει τάς ψυχάς πού εύρίσκονται τώρα εις τον ‘Αδη, -θέλει καί ποθεί καί διψά να πορευθεί πρός αύτάς νά τούς φέρει τό χαρμόσυνο μήνυμα της Σωτηρίας, νά τάς άποσπάσει από της αιωνίου καταδίκης καί ανιστάμενος νά τάς συναντήσει γιά νά τάς αναστήσει,
Από τόν Σταυρό ατενίζει πρός τό μέλλον καί βλέπει άλλας ψυχάς, τάς όποίας ήλθε Αύτός νά σώσει, αλλά αί όποίαι του στρέφουν τά νώτα καί φεύγουν μακράν άπό τοϋ Σταυρού Του. Διψώ, φωνάξει πρός αύτάς· διψώ την σωτηρίαν σας. Άλλά, αλλοίμονον, αί ψυχαί αυταί ασυγκίνητοι συνεχίζουν τόν δρόμον της αποστασίας καί αντί ύδατος δροσερού τοϋ προσφέρουν τό όξος τής αδιαφορίας, τής περιφρονήσεως καί τής αποστασίας! Κι ό ανεξίκακος Κύριος εξακολουθεί νά λέγει διψώ.
Διψώ νά ίδω τούς αμαρτωλούς νά μετανοούν καί νά προσφεύγουν εις τόν Σταυρόν μου, διά νά εύρουν φιλάνθρωπον σωτηρίαν καί λύτρωσιν πραγματικήν.
Διψώ διά εκείνους πού δέν φωτίστηκαν ακόμη άπό τό φώς του Ευαγγελίου, πού δέν κατηυγάσθησαν ακόμη από την άλήθεια τής πίστεώς μου.
Διψώ διά τάς ψυχάς των απογοητευμένων πού δέν έρχονται κοντά μου νά τάς παρηγορήσω.
Διψάει για μας, αδελφοί μου, πού σήμερα κατά χιλιάδες θά περάσουμε κάτω από τον Σταυρό Του, σ’ ολόκληρο την ύφήλιο, όπου υπάρχει ορθόδοξος Εκκλησία, για νά άποθέσουμε έναν ασπασμό καί νά προχωρήσουμε ξανά στη, ζωή μας καί νά Τον λησμονήσουμε.
Δίψα νά Τον δοξάσει τό Γένος μας καί τό Έθνος μας. Διψά τό Ένθος μας νά πορεύεται σύμφωνα μέ τό Θέλημά Του, σύμφωνα μέ την Εκκλησία Του, σύμφωνα μέ τίς παραδόσεις Του. Πόσο διψα γι’ αύτό!
Διψά για μένα, διψά γιά σένα που μέ ακούς, γιά νά διαβάζω τον Λόγο Του και νά μετέχω ενεργά καί συνειδητά στα μυστήρια της ’Εκκλησίας Του…
…Την Πάνσεπτον καί Μεγάλην αυτήν Ημερα ας γονατίσουμε μπροστά εις τον Εσταυρωμένον καί ας του απευθύνουμε μιά ολοζώντανη προσευχή: «Ω Φιλάνθρωπε, Κύριε, Εσταυρωμένε Λυτρωτά! Πόση αχαριστία καί αγνωμοσύνη εδείξαμε οί άνθρωποι εις την άγαθότητά Σου!
… Αξίωσε μας νά ευρισκόμεθα εις την πορείαν των εκλεκτών Σου, οί οποίοι στην δίψαν Σου διά την σωτηρίαν των, Σου προσφέρουν την όλόψυχον πίστην των καί όλόθερμον άγάπην των καί την εγκάρδιον ευγνωμοσύνην των.
Κάνε, Κύριε, ώστε ή άνθρωπότης ολόκληρος νά Σέ αναγνωρίσει Κύριον καί Θεόν της καί νά Σε προσκυνεί καί νά Σε λατρεύει ώς Υιόν του Θεού, ώς Σωτηρα καί Λυτρωτή του κόσμου. Αμήν».