Ένα αρχαίο και πλέον εξαφανισμένο είδος ανθρώπου, οι αποκαλούμενοι Ντενίσοβαν, ζούσε στα Ιμαλάια χιλιάδες χρόνια πριν την άφιξη των προγόνων μας, όπως προκύπτει από την ανάλυση παλαιοντολογικών ευρημάτων.
Η ύπαρξη των Ντενίσοβαν ανακαλύφθηκε μόλις πριν από περίπου μία δεκαετία, χάρη στον εντοπισμό ελάχιστων λειψάνων – τριών δοντιών, ενός οστού και ενός απολιθώματος – στο ομώνυμο σπήλαιο στη Σιβηρία.
Η ανακάλυψη αναζωπύρωσε τα ερωτήματα γύρω από την εξέλιξη και την εξάπλωση των ανθρωπίδων, που εν τέλει οδήγησε στην εμφάνιση του δικού μας είδους, του Homo sapiens.
Τα κενά για την μορφή και την συμπεριφορά των Ντενίσοβαν παραμένουν πολλά, όμως η καινούργια μελέτη μίας κάτω γνάθου που είχε βρεθεί παλαιότερα στο Θιβέτ κατέδειξε πως το αρχαίο είδος ζούσε επιτυχώς σε μεγάλα υψόμετρα και είχε εξαπλωθεί πέραν της Σιβηρίας.
Το οστό, που πλέον αποδείχτηκε ότι ανήκει σε Ντενίσοβαν, βρέθηκε σε υψόμετρο περίπου 3.280 μέτρων και υπολογίζεται πως έχει «ηλικία» 160.000 ετών, δηλαδή περίπου 120.000 χρόνια πριν την άφιξη των προγόνων μας στην περιοχή. Κανένας οικισμός του άλλου εξελικτικού «εξαδέλφου» μας, του Νεάντερνταλ, δεν έχει εντοπιστεί σε τόσο ορεινό σημείο.
Βιολογικές μελέτες έχουν καταδείξει πως οι σημερινοί ανθρώπινοι πληθυσμοί που κατοικούν στο Θιβέτ είναι γενετικά προσαρμοσμένοι ώστε να επιβιώνουν παρά την έλλειψη οξυγόνου που παρατηρείται σε σχέση με τις περιοχές που βρίσκονται στο επίπεδο της θάλασσας.
Το εν λόγω γενετικό χαρακτηριστικό φαίνεται πως προήλθε από τους Ντενίσοβαν, οι οποίοι κατοικούσαν σε μεγάλα υψόμετρα πολύ πριν τους Homo sapiens.
Κατά πάσα πιθανότητα μετέδωσαν την ιδιότητά τους στους προγόνους μας όταν έγιναν επιμιξίες μεταξύ των δύο ειδών, όπως εκτιμούν οι μελετητές που εξέτασαν την κάτω γνάθο και δημοσίευσαν τα συμπεράσματά τους στο περιοδικό Nature.
Η γνάθος ανακαλύφθηκε το 1980 από έναν βουδιστή μοναχό, κατά την διάρκεια εκδρομής μέσα σε σπήλαιο στο Θιβέτ. Μεσολάβησαν δεκαετίες έως ότου να φτάσει στα χέρια της επιστημονικής κοινότητας να βρεθούν πόροι για την εξέτασή του.