Ἀξιότιμε Κύριε Ὑπουργέ,
Ἡ ἐκκωφαντική σιωπή τῶν κατά τά λοιπά λαλήστατων «ἀμνῶν» τῶν Γραφείων Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, γιά ὅσα ἔχετε δηλώσει κατά τίς τελευταῖες 15 ἡμέρες, μέ ἀναγκάζει νά σᾶς ἀπευθύνω τήν παροῦσα Ἀνοικτή Ἐπιστολή, προκειμένου νά ἀναφερθῶ σέ ὁρισμένα θέματα τά ὁποῖα θίγετε μέ τίς δηλώσεις σας αὐτές καί τίς τοποθετήσεις σας ἀλλά νά σᾶς θέσω καί ὁρισμένα ἐρωτήματα.
1) Ἡ λίαν προκλητική ἀπάντησή σας στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 20ῆς Μαρτίου 2019, ἡ ὁποία λόγω «ἔλλειψης χρόνου» (!!!) δέν συζητήθηκε στήν ἑπομένη συνεδρία τοῦ Σώματος, ἀρνεῖται τήν συνέχιση τοῦ διαλόγου, τόν ὁποῖο ἀπεφάσισε ὁμόφωνα τό Ἱερόν Σῶμα, γιά συγκεκριμένα θέματα καί μέ μόνη «κόκκινη γραμμή» τήν μή ἀλλαγή τοῦ μισθολογικοῦ καί τοῦ ἐργασιακοῦ καθεστῶτος τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, ὡς μία ἐπιβεβαίωση τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, ἡ ὁποία καί πάλι ἐλήφθη ὁμόφωνα.
Θεωρῶ λοιπόν ὅτι ἄδικα διακόψατε τήν συνέχιση τοῦ διαλόγου, μέ πρόφαση τήν συγκεκριμένη «κόκκινη γραμμή», γιατί ἄν καί ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018 ὑπῆρχε ἡ παροῦσα «κόκκινη γραμμή» ἐντούτοις ἐσεῖς ξεκινήσατε ἕναν διάλογο μή λαμβάνοντας ὑπόψη τήν δέσμευση τῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας γιά τό ζήτημα αὐτό, ἡ Ἐπιτροπή ὃμως οὐδέποτε ἀπέρριψε τη συζήτηση γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα τῆς «ἱστορικῆς συμφωνίας» τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μέν Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας ἐργάστηκε στά ὅρια τῶν ἁρμοδιοτήτων πού τήν ἐξουσιοδότησε ἡ Ἱεραρχία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, καί κανένας περιορισμός δέν τῆς ἐπεβλήθη (!!!), ὅπως λανθασμένα γράφτηκε, μέ σκοπό νά ἐργαστῇ καί νά παράξη ἔργο ἐποικοδομητικό γιά τά ὑπόλοιπα θέματα τῆς «ἱστορικῆς συμφωνίας», ἡ δέ Ἐπιτροπή τῆς Πολιτείας προσπάθησε φορτικά νά ἐπιβάλλει τόν ἐπιδιωκόμενο στόχο της, πού ἦταν ἀποκλειστικά καί μόνο ἡ ἀλλαγή τοῦ καθεστῶτος μισθοδοσίας τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, ὁδηγῶντας σέ ἀδιέξοδο τήν ὅλη πορεία τοῦ διαλόγου.
Πρέπει ὅμως νά γνωρίζετε κύριε Ὑπουργέ ὅτι διάλογος χωρίς «κόκκινες γραμμές» καί ὅρους δέν εἶναι πραγματικός διάλογος ἀλλά ἕνας ἀτέρμων μονόλογος τῆς κάθε διαλεγόμενης ὁμάδας, ὁ ὁποῖος μέ βεβαιότητα ὁδηγεῖται σέ ἀποτυχία. Ἐκτός ἐάν ἐπιθυμούσατε ἡ μέν Ἐκκλησία νά προσέλθει στόν διάλογο χωρίς «κόκκινες γραμμές» καί ὃρους ἐνῶ Ἐσεῖς ἀντίθετα νά προσέλθετε μέ συγκεκριμένες «κόκκινες γραμμές», δηλαδή τήν ἀνατροπή τῶν ἐργασιακῶν, συνταξιοδοτικῶν καί ἀσφαλιστικῶν δικαιωμάτων τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων.
Αὐτό ὃμως δέν εἶναι πρόσκληση σέ διάλογο ἀλλά σέ μονόλογο. Ὁμοιάζει περισσότερο σέ ἄνευ ὃρων παράδοση πού ἐπισυμβαίνει μετά ἀπό μία ὁλοκληρωτική ἧττα. Μία τέτοια προσέγγιση γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀσφαλῶς δέν ταιριάζει οὒτε στήν ἱστορία οὒτε στόν πολιτισμό τῆς Πατρίδας καί τοῡ Ἔθνους.
Ἐπίσης εἶναι δυνατόν μία δημοκρατική κυβέρνηση, ἐκλεγμένη ἀπό τό λαό, νά ἀρνεῖται τόν διάλογο μέ μία Ἐπιτροπή ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ ἕνα θεσμό μέσα στή χώρα, ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Ἐάν σεβόσασταν ὅ,τι ἀναφέρατε στό Δελτίο Τύπου τῆς 20ης Μαρτίου 2019, ὃτι «οἱ ἄξονες τῆς συμφωνίας συγκροτοῦν μία ἑνιαία ὁλότητα καί δέν μποροῦν νά τεμαχιστοῦν» τότε γιατί συμμετείχατε σέ ἕναν διάλογο, γνωρίζοντας τήν δεσμευτική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, ἡ ὁποία ἔθεσε ὡς ἀπαράβατο ὅρο τήν μή ἀλλαγή τοῦ μισθολογικοῦ καθεστῶτος τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων;
Στά ὅσα ἀναφέρατε στή συνέντευξή σας, στίς 19 Μαρ-τίου 2019, ἐκφράζοντας τήν ἐλπίδα ὅτι «στή συνεδρία τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἐμμονές ἱεραρχῶν νά μήν τό ἀπορρίψουν (ἐνν. τό σχέδιο ὑλοποίησης)» σᾶς ὑπενθυμίζω ὅτι τόσο ἡ ἀπόφαση τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018 ὅσο καί τῆς 19ης Μαρτίου 2019 ἦταν ἀποφάσεις ὁμόφωνες καί δέν ἐπικράτησε ἡ «ἐμμονή κάποιων Ἱεραρχῶν» ἀλλά ἡ σύνεση καί ἡ νηφαλιότητα μέ μοναδικό γνώμονα τό συμφέρον καί τήν ἀξιοπρεπή ἐπιβίωση τῶν κληρικῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους ὡς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐκκλησίας.
Δυστυχῶς ὅμως καί στήν τελευταία σας συνέντευξη στήν ΕΡΤ ἐμφανιστήκατε προκλητικός καί ἐπιθετικός πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τονίζοντας ὅτι «οἱ Ἱεράρχες πού ἀρνοῦνται τήν Συμφωνία θά λογοδοτήσουν στήν ἱστορία».
Στήν ἱστορία κύριε Ὑπουργέ θά λογοδοτοῦσαν οἱ Ἱεράρχες ἐάν ἀπεμπολοῦσαν καί δέν σεβόντουσαν κεκτημένα ἐργασιακά, μισθολογικά καί ἀσφαλιστικά δικαιώματα τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ἤ ἀντήλλασαν τά δικαιώματα αὐτά μέ μικροπολιτικά συμφέροντα καί κοντόφθαλμες ἐπενδυτικές ἐπιδιώξεις.
Μία κυβέρνηση ὅμως δημοκρατική καί ἐκλεγμένη ἀπό τόν λαό κυρίως δέ «πρώτη φορά ἀριστερά» εἶναι δυνατόν νά ἀμφισβητεῖ ἤ νά ἀλλάζει ἐργασιακά κεκτημένα μιᾶς ὁμάδος πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν ἕναν ἀπό τούς κορυφαίους θεσμούς τῆς Πατρίδας, τήν Ἐκκλησία καί οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσφέρει ὂχι μόνο κατά τό παρελθόν ἀλλά καί στήν παροῡσα κοινωνική καί ἀνθρωπιστική κρίση ἀνιδιοτελῶς, κατά δήλωση τῆς κυβέρνησης μάλιστα;
Τά περί εὐρωπαϊκῶν ἀπαιτήσεων, τά ὁποῖα ἀνέφεραν τά «παπαγαλάκια» τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς «ἱστορικῆς συμφωνίας», εὐτυχῶς δέν σᾶς ἀφοροῦν γιατί ἀγγίζουν τά ὅρια τῆς ἀστειότητας και τῆς ἔλλειψης σοβαρότητας.
2) Καί ἔρχομαι στά ὅσα ἀναφέρατε στή συνεδρία τῆς Βουλῆς τῆς 12ης Ἀπριλίου 2019, μέ ἀφορμή τήν ἐπερώτηση ἑνός ἀξιότιμου βουλευτῆ τῆς ἀντιπολίτευσης, γιά τό θέμα τῶν νέων ἐφημεριακῶν θέσεων καί τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν κληρικῶν.
Ἔχετε δίκαιο ὅτι μέ τό νόμο τοῦ 1945 θεσμοθετοῦνται 6.000 ὀργανικές θέσεις κληρικῶν γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἐνοριῶν, λαμβάνοντας ὑπόψην τά τότε στατιστικά δεδομένα καί πληθυσμιακά στοιχεῖα, ἐνῶ τό ἔλλειμα ἐπίλυσης τοῦ ὅλου ζητήματος, ἀπό τό 1945 ἕως καί σήμερα, τό ἔχει ἀναγνωρίσει καί ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία ἀπό κοινοῦ, ἀφοῦ μέχρι σήμερα δέν ἔχει ἐπικαιροποιηθεῖ με βάση πλέον τά σημερινά πληθυσμιακά και στατιστικά δεδομένα.
Τό ζήτημα ἀναγνωρίστηκε καί ἀπό τήν Ἐπιτροπή Διαλόγου γιά τήν «ἱστορική συμφωνία» τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 γιαυτό καί ἡ Ἱεραρχία στήν ἀπόφαση τῆς 20ης Μαρτίου 2019 τό ἔθεσε ὡς ἕνα ἀπό τά θέματα πού πρότεινε πρός συζήτηση καί τό ὁποῖον ἐσεῖς ἀπορρίψατε ὃπως καί ὁλόκληρη τήν ὁμόφωνη πρόταση τῆς Ἱεραρχίας.
Γνωρίζετε ὅμως καλύτερα ἀπό μένα ὅτι :
α) Ἡ ἐπίλυση τοῦ θέματος τῶν ὀργανικῶν θέσεων εἶναι μία νομοτεχνική διαδικασία, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐπικαιροποιηθεῖ μέ βάση τά σημερινά πληθυσμιακά καί στατιστικά δεδομένα καί δέν μποροῦμε νά ἐπιδιώκου-με τήν ἐπίλυσή του μέ τά δεδομένα τοῦ 1945.
β) Ἡ συσχέτιση τοῦ θέματος τῶν ὀργανικῶν θέσεων μέ τήν ἀλλαγή τοῦ μισθολογικοῦ, ἐργασιακοῦ, ἀσφαλιστικοῦ καί συνταξιοδοτικοῦ καθεστῶτος τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων εἶναι ἄστοχη καί ἀνεπιτυχής γιατί τό θέμα τῆς μισθοδοσίας δέν ἅπτεται τοῦ νόμου τοῦ 1945 ἀλλά εἶναι μία σειρά νόμων καί διατάξεων, μέχρι καί τό 2014, μέ τίς ὁποῖες de facto καί de jure τό μισθολογικό καθεστώς τῶν κληρι-κῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων κατοχυρώνεται ἀπό τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀνεξάρτητα ἀπό τήν κατ’ ἀπόλυτον ἔννοια ἀνα-γνώριση στούς κληρικούς τῆς ἰδιότητας τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου ἤ τῆς κατάστασής τους ὡς ἐγγάμων ἤ ἀγάμων.
Καί ἐφόσον ὅλα αὐτά εἶναι ἀκόμη σέ ἰσχύ τίθεται ἄμεσα τό ἐρώτημα : Ἀφοῡ ὁ προκάτοχός σας ὑπουργός Παιδείας κ. Γ. Φίλης τό ἔτος 2016 δρομολόγησε περίπου 160 θέσεις ἐφημερίων γιά κάλυψη ἐφημεριακῶν ἀναγκῶν καί γιά τόν ἴδιο λόγο ἐσεῖς τό ἔτος 2017περίπου 190 θέσεις γιατί τό ἔτος 2018 δέν ἔχουν δοθεῖ θέσεις;
Ἐπειδή πολλά φημολογοῦνται ὡς ἀπάντηση, τά ὁποῖα κινοῦνται μεταξύ ἐκδικητικότητας καί μεροληψίας, θά σᾶς προέτρεπα, μέ ὅλο τό σεβασμό πρός τήν ἰδιότητά σας καί τό πρόσωπό σας, νά δρομολογηθεῖ ὁ προγραμματισμός γιά νέες ἐφημεριακές θέσεις προκειμένου νά ἐξυπηρετηθοῦν οἱ ἐφημεριακές ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί τήν ὕστατη ὥρα, «μεσοῦντος τοῦ ἡμερολογια¬κοῦ ἔτους», γιατί ἡ λήψη ἀποφάσεων ἐν θερμῷ καί μέ τό θυμικό μόνο δημιουργεῖ πάντα περαιτέρω προβλήματα καί δέν ὁμαλοποιεῖ κατά-στάσεις οὒτε ἐκτονώνει κρίσεις.
Μέ τήν πεποίθηση ὃτι ἡ παροῦσα Ἀνοικτή Ἐπιστολή μου δέν προκάλεσε προβλήματα ἀλλά μᾶλλον θά ἀποτελέσει ἀφορμή προβληματισμοῡ διελεύκανε καί ἀναδείξει τήν ἀλήθεια τῶν γεγο-νότων σᾶς εὔχομαι καλό ὑπόλοιπο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς καί μέ τό καλό νά ἑορτάσουμε καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Καλαμάτα 15 Ἀπριλίου 2019
Μετ’ εὐχῶν ἑορτίων
† Ο ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
*Ο σεβασμιώτατος Χρυσόστομος Σαββάτος είναι Μητροπολίτης Μεσσηνίας και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών