Ο Ακάθιστος Ύμνος ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, τμηματικά, το βράδυ της Παρασκευής των τεσσάρων πρώτων εβδομάδων των Νηστειών και ολόκληρος το βράδυ της Παρασκευής της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών. Πώς, όμως, συντάχθηκε και ποιοι θρύλοι τον συνοδεύουν;
Η φιλόλογος-βυζαντινολόγος Δρ. Ελένη Ρωσσίδου Κουτσού χαρακτηρίζει τον Ακάθιστο Ύμνο «αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, με γλώσσα σοβαρή και ποιητική, εμπλουτισμένο με κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου». Το θέμα του, τονίζει, είναι «η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης». Επιπρόσθετα, εξηγεί ότι «σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο Ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε τον χρόνο της σύνθεσής του ούτε τον μελωδό του».
Το περιεχόμενό του, πάντως, απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στην Έφεσο, το 431, από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο Θεοτόκος. Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο Ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται πως αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν επί Ιουστινιανού (527-565). Ωστόσο, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Εξάλλου, πολλοί μελετητές της Ορθόδοξης παράδοσης τον αποδίδουν στον μεγάλο Βυζαντινό υμνογράφο Ρωμανό τον Μελωδό. Θεωρούν, μάλιστα, ότι οι εκφράσεις του, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα.
Υπάρχουν, βέβαια, πολλές θεωρίες και αρκετά πρόσωπα θεωρούνται μελωδοί του Ακαθίστου Ύμνου: «Μια εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715-730), γιατί σε λατινική μετάφραση του ύμνου, το 800, από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, αναφέρεται ως δημιουργός του. Μια άλλη, βασίζεται σε παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου της μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ειλητάριο που γράφει « Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακαθίστου Ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αναγράφεται «Ο Άγιος Κοσμάς», διότι πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό».
Άλλες εκτιμήσεις, λιγότερο πιθανές, τον αποδίδουν στον Πατριάρχη Σέργιο, τον Ιερό Φώτιο, τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, κ.ά., που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αι.
«Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βέβαιο, πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676-749), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου», αναφέρει η κ. Κουτσού.
Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται με διάφορα ιστορικά γεγονότα, με κυριότερο αυτό του 626, όταν, ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε τον λαό στην αντίσταση. Ξαφνικά, δυνατός ανεμοστρόβιλος προκάλεσε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο. Για όλους αυτό ήταν θεϊκό σημάδι. Οι πιστοί, για να εκφράσουν ευχαριστία στην Παναγία που τους προστάτεψε, όρθιοι έψαλλαν τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Ακόμη, υπάρχει ο θρύλος ότι η εικόνα αυτή, μπροστά στην οποία ψάλθηκε, για κάποιους πρώτη φορά, ο Ακάθιστος Ύμνος, βρίσκεται στη Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους. Για να ψαλθεί, όμως, τότε θα πρέπει να είχε συντεθεί νωρίτερα, καθώς δεν ήταν δυνατό να γίνει αυτό σε μια νύχτα. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο ύμνος έπρεπε να προϋπήρχε στη λειτουργική πράξη, και να ψάλθηκε εκείνο το βράδυ σε όρθια στάση, για να εκφρασθεί η ευγνωμοσύνη προς την Παναγία. Σύμφωνα με τον θρύλο η εικόνα έφθασε στο μοναστήρι το 1592 με θαυμαστό τρόπο, με επιγραφή στην πίσω πλευρά, ότι «την προσέφερε ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός στον Όσιο Διονύσιο, τον Τραπεζούντιο, κτήτορα της Μονής» και είναι «αυτή ακριβώς η εικόνα που ο πατριάρχης Σέργιος περιέφερε στα τείχη της Πόλης το 626».
Σύμφωνα με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ΄ (860).
Γιατί ψάλλεται τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή
Γενικό θέμα του Ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Η κ. Κουτσού περιγράφει ότι «στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου. Το βράδυ της Παρασκευής, άλλωστε, το Σάββατο και την Κυριακή μόνον επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων κατά τις εβδομάδες των Νηστειών και στις οποίες μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας».