Για την ορθόδοξη πίστη, η Αγία Παρασκευή δεν είναι απλώς μια μεγάλη αγία· είναι ο «βράχος της αρετής» και η προστάτιδα των ματιών, που με τα αναρίθμητα θαύματά της, έτσι όπως καταγράφονται στην αγιογραφία της, έχει θεραπεύσει πλήθος κόσμου.
Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη επί αυτοκρατορίας Αντωνίνου Πίου (138-161 μ.Χ.). Οι γονείς της, Αγάθωνας και Πολιτεία, ήταν εύποροι χριστιανοί, που τη μεγάλωσαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», για αυτό και από παιδί ακολούθησε τον δρόμο της ορθόδοξης πίστης.
Στα είκοσί της έχασε τους γονείς της και αποφάσισε να μοιράσει όλη την περιουσία της στους φτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά, ενώ ένα μέρος το προσέφερε «εις κοινόν ταμείον παρθένων, αι οποία έζων ομού, αφιερωμέναι εις τα έργα του ελέους και εις την διάδοσιν του Ευαγγελίου». Τα επόμενα χρόνια της ζωής της τα αφιέρωσε στην προσευχή και την ελεημοσύνη. Ήταν τόσο μεγάλη η προσήλωσή της στον Θεό όσο και τα θαύματά της, που έγιναν κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων της και έκαναν πολλούς να πιστέψουν.
Τα πρώτα βασανιστήρια
Το μαρτύριο για την Αγία Παρασκευή ξεκίνησε όταν η ιεραποστολική της δράση καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο. «Μια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας», λέγεται πως του μετέφεραν. Εκείνος έδωσε εντολή να τη συλλάβουν. Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, προσπάθησε με διάφορες κολακείες να την πείσει να αρνηθεί την πίστη της. «Εγώ με τη δύναμη των μεγάλων θεών σε θαυμάζω για τα νιάτα σου και την ομορφιά σου. Γι’ αυτό και σε συμβουλεύω να θυσιάσεις στους θεούς, που σου έδωκαν αυτή την ωραιότητα. Και αν, μεν, με ακούσεις και κάνεις ό,τι σου λέγω εγώ, θα σε φορτώσω δώρα. Αν όμως δεν με ακούσεις και σταθείς με πείσμα στο θέλημά σου και αντίθετη στις διαταγές μου, μάθε ότι θα σε τιμωρήσω με φοβερά βασανιστήρια».
Η νεαρή τότε Παρασκευή, αναφέρει η παράδοση, λέγεται ότι του είπε: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ τον Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός ούτε τιμωρία ούτε παιδεμός που να με χωρίσει από την αγάπη Του».
Η απάντησή της τον εξόργισε. Στρατιώτες πύρωσαν μια σιδερένια περικεφαλαία και την τοποθέτησαν στο κεφάλι της. Δεν έπαθε το παραμικρό. Όλοι όσοι ήταν μπροστά ασπάστηκαν τον χριστιανισμό και ζήτησαν να βαπτιστούν, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό τους.
Η Παρασκευή οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή. Ένα βράδυ, σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται στον βίο της, εμφανίστηκε μπροστά της ένας άγγελος. Στα χέρια του κρατούσε έναν φωτεινό σταυρό, καλάμι, σπόγγο και στεφάνι: «Χαίρε, Παρασκευή, αθληφόρε του Κυρίου. Μη φοβάσαι τα βασανιστήρια του αυτοκράτορα. Διότι ο Κύριος, που καταδέχθηκε να σταυρωθεί για τη σωτηρία των ανθρώπων, θα είναι βοηθός και θα σε λυτρώσει από κάθε μελλοντική δοκιμασία σου».
Το πρωί, οι στρατιώτες την οδήγησαν στον αυτοκράτορα. «Παρασκευή, έβαλες μυαλό έπειτα από τη χθεσινή τιμωρία ή επιμένεις ακόμη σε αυτή τη βλακεία;», τη ρώτησε. «Τι νομίζεις, ασεβέστατε τύραννε, πως με τέτοιες τιμωρίες θα μου σαλέψεις τον ασάλευτο πύργο της ψυχής μου, την πίστη μου στον Χριστό; Ευκολότερο είναι να μαλακώσεις το σίδερο παρά να μετατρέψεις την καλή μου σκέψη. Και αν θέλεις, δοκίμασε τη δύναμη του Χριστού μου», του απάντησε. Τότε, ο αυτοκράτορας διέταξε τους στρατιώτες να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και με αναμμένες λαμπάδες να καίνε το σώμα της.
Γιατί χαρακτηρίστηκε προστάτιδα των ματιών
«Σου δίνω τρεις μέρες προθεσμία. Αν δεν με υπακούσεις, τότε θα σε θανατώσω», λέγεται πως την απείλησε ο αυτοκράτορας. «Βασιλεύ, εκείνο που πρόκειται να κάνεις σε τρεις μέρες κάν’ το τώρα, γιατί εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστό μου», είπε η Παρασκευή.
Οι βασανιστές της την έριξαν σε ένα καζάνι γεμάτο καυτό λάδι και πίσσα. Όμως και πάλι η αγία δεν υπέστη το παραμικρό. Τότε, ο αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ράντισέ με με το λάδι αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα». Η Παρασκευή πήρε στη χούφτα της λάδι και πίσσα και τα έριξε στο πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να χάσει το φως του. Πανικόβλητος ο Αντωνίνος φώναξε: «Ελέησόν με, δούλη του αληθινού Θεού, και δος μοι το φως των οφθαλμών μου και πιστεύσω εις τον Θεόν, ον συ κηρύττεις».
Και πράγματι η Αγία Παρασκευή προσευχήθηκε. Ο αυτοκράτορας ξαναβρήκε το φως του και υποσχέθηκε να βαφτιστεί χριστιανός. Έτσι και έγινε και από τότε ονομάστηκε «Ευσεβής». Μετά από αυτό σταμάτησαν και οι διωγμοί των χριστιανών και αρκετοί προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, ενώ η Παρασκευή αφέθηκε ελεύθερη.
Το μαρτυρικό τέλος
Η Οσιομάρτυρας δεν σταμάτησε να κηρύττει τον Λόγο του Θεού. Γυρνούσε από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη και δίδασκε την ορθόδοξη πίστη.
Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Αντωνίνος, τον διαδέχτηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.), ο οποίος άνοιξε έναν νέο κύκλο διωγμών κατά των χριστιανών. Από τους πρώτους που συνέλαβαν ήταν η Παρασκευή. Ο Μάρκος Αυρήλιος έδωσε εντολή σε δύο έπαρχους, τον Ασκληπιό και τον Ταράσιο, να τη βασανίσουν. Λέγεται ότι με εντολή του Ασκληπιού η αγία οδηγήθηκε αρχικά σε μια σπηλιά όπου βρισκόταν ένα τεράστιο φίδι, το οποίο σκότωνε όλους όσοι είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Η Παρασκευή δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή. Έκανε τον σταυρό της, φύσηξε προς το μέρος του φιδιού και εκείνο ξεψύχησε. Όλοι όσοι ήταν μπροστά δήλωσαν την πίστη τους στον Χριστό και βαφτίστηκαν.
Αργότερα, ο Ταράσιος, στην προσπάθειά του να την κάνει να αλλαξοπιστήσει, διέταξε να τη ρίξουν σε καζάνι με καυτό λάδι και πίσσα. Σύμφωνα με την αγιογραφία της, ένας άγγελος εμφανίστηκε και έσβησε τη φωτιά. Οι στρατιώτες τη μαστίγωσαν, την κάρφωσαν και μάλιστα λέγεται ότι τοποθέτησαν πάνω στο στέρνο της μια βαριά πλάκα. Η Παρασκευή υπέμεινε σιωπηλά τα βασανιστήριά της. Μονάχα προσευχόταν. Ενα βράδυ εμφανίστηκε μέσα στη φυλακή όπου κρατούνταν δεμένη ο Χριστός, συνοδευόμενος από πλήθος αγγέλων, και της θεράπευσε τις πληγές. «Χαίρε, Παρασκευή καλλιπάρθενε. Μη δειλιάσεις στα βάσανα, γιατί η Χάρις Μου θα είναι μαζί σου. Λίγο ακόμη να υπομείνεις και θα έλθεις να βασιλεύεις μαζί μου αιώνια».
Όταν ο Ταράσιος διαπίστωσε ότι δεν έχει πάνω της καμία πληγή από τα βασανιστήρια, της είπε: «Βλέπεις πως σε αγαπούν οι μεγάλοι θεοί και σε γιατρέψανε; Λυπήθηκαν την ωραιότητά σου και δεν έπρεπε να μείνει επάνω σου καμιά ασχήμια. Μη, λοιπόν, τους δείξεις αχαριστία. Έλα κοντά μας στον ναό να τους προσκυνήσεις και να λάβεις και από μένα πολλά δώρα».
Η Παρασκευή τού απάντησε: «Δεν με γιάτρεψαν οι θεοί σου, τύραννε, αλλά ο Χριστός μου, ο αληθινός Θεός, που Τον πιστεύω και Τον λατρεύω και ο οποίος με επισκέφτηκε τη νύκτα στη φυλακή. Επειδή όμως θέλεις να πάμε στον ναό, ας πάμε να δούμε ποιους θεούς θέλεις να προσκυνήσω». Μόλις η Παρασκευή εισήλθε στον ναό, έκανε το σημείο του σταυρού και τότε ακούστηκε ένας δυνατός ήχος. Ο ναός άρχισε σιγά-σιγά να γκρεμίζεται. Ο κόσμος που παρακολουθούσε αγρίεψε και της επιτέθηκε ξυλοκοπώντας την άγρια. Πολλοί μάλιστα ζητούσαν να αποκεφαλιστεί.
«Την Παρασκευή, που ύβρισε τους θεούς, η οποία κατεφρόνησε την εξουσία μας, κηρύττει δε τον πλάνον Χριστόν σαν αληθινό θεόν, προστάζω να της κόψετε την μιαράν κεφαλήν» είπε τότε ο Ταράσιος.
Οι δήμιοι την οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως. Η Αγία Παρασκευή δεν ζήτησε τίποτε άλλο παρά λίγα λεπτά προσευχής. Σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο οποίος για την ιδική μας σωτηρία ήλθες από τον ουρανό στη Γη, σ’ ευχαριστώ, διότι με αξίωσες να υπομείνω βάσανα και τιμωρίες για το άγιον όνομά Σου. Σε δοξολογώ, διότι αξιώθηκα να μιμηθώ το πάθος Σου. Σε υμνολογώ, διότι με δυνάμωσες να μαρτυρήσω διά την αγάπη Σου. Τώρα, αξίωσέ με και της Βασιλείας Σου. Παράλαβε και την ταπεινή μου ψυχή και ανάπαυσέ τη μαζί με τις φρόνιμές Σου παρθένες. Διότι με το να περιμένω τη μεγάλη Σου δόξα υπέμεινα τις τιμωρίες και τα βάσανα. Με το να ελπίζω στην ανταμοιβή Σου, θα λάβω τώρα και τον θάνατο. Γι’ αυτό κατάταξέ με στον χορό των αγίων Σου μαρτύρων».
Έτσι, έσκυψε το κεφάλι. Οι δήμιοι την πλησίασαν και την αποκεφάλισαν. Λέγεται ότι χριστιανοί που παρακολουθούσαν το τέλος της πήραν το λείψανό της και, αφού το άλειψαν με αρώματα, το τοποθέτησαν σε τάφο. Από τότε η οσιομάρτυρας έχει κάνει χιλιάδες θαύματα….