Είμαστε πολύ κοντά σε μία συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο έως το 2018, υπογράμμισε σε συνέντευξή του, στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, τονίζοντας ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης είναι να κλείσει με τον καλύτερο τρόπο την αξιολόγηση και να υπάρξεις μια συνολική συμφωνία, η οποία θα επιλύει το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
«Συζητάμε για μια συνολική συμφωνία. Η κατ’ αρχήν θέση της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και όλων όσων εμπλέκονται στις διαπραγματεύσεις, δεν είναι μια «σπασμένη συμφωνία», δηλαδή μια συμφωνία για την περίοδο έως το 2018, μία για το 2019 και μετά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και η συμφωνία για τα πρωτογενή πλεονάσματα» είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και τόνισε: «εάν επαναλάβουμε υπό την πίεση του χρόνου την τακτική να πετάξουμε το μπαλάκι για έξι μήνες μετά, δεν θα έχουμε κερδίσει τίποτε. Το κυριότερο πράγμα που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία είναι σταθερότητα και εμπιστοσύνη».
Υποστήριξε ότι το κλίμα της αβεβαιότητας οφείλεται στη στάση του ΔΝΤ, το οποίο ξεκίνησε την διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση με μια σειρά από παράλογες απαιτήσεις και ζητούσε ως προϋπόθεση για να μετάσχει στο πρόγραμμα, τη λήψη μέτρων 4 δισ.ευρώ, δηλαδή 2% παραπάνω από ότι είχε συμφωνηθεί τον Ιούλιο, και στη στάση της ΝΔ την οποία κατηγόρησε ότι «αντί να κάνει μια εποικοδομητική κριτική για το πώς πρέπει να κλείσει η αξιολόγηση, που συμφωνεί και που διαφωνεί, επέλεξε μια πολιτική κινδυνολογίας και καταστροφολογίας».
Σε ότι αφορά τη διαπραγμάτευση, ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε ότι και οι δύο πλευρές έκαναν υποχωρήσεις. «Από τη μία πλευρά η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε να αλλάξει το μείγμα της δημοσιονομικής της πολιτικής, ώστε να μπορέσει να υπάρξει κοινό έδαφος. Και από την άλλη το ΔΝΤ έκανε πολύ μεγάλη υποχώρηση σε ότι αφορά το ζήτημα των αντίμετρων. Διότι όταν λέμε ότι δεν θα ληφθούν 2% πρόσθετα μέτρα, αλλά 2% θετικά και 2% αρνητικά και άρα ο δημοσιονομικός αντίκτυπος θα είναι μηδέν, τότε είναι μια υποχώρηση του ΔΝΤ» σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, για να υπογραμμίσει ότι εάν επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% στο πρωτογενές πλεόνασμα το 2018, δεν θα υπάρχει ανάγκη επιπρόσθετων μέτρων.