« Αύγουστον αλωνίζ’, τ’ οικοκύρ’τς χαρεντερίζ’» λέει το ποντιακό δίστιχο αναφερόμενο σε μια από τις πιο σημαντικές αγροτικές εργασίες του καλοκαιριού, το αλώνισμα.
Στον Πόντο, όπως και σε άλλες περιοχές, τόσο ο θερισμός όσο και ο αλωνισμός γίνονταν με τη βοήθεια των παραγωγικών ζώων, ιδιαίτερα των βοδιών. Βασικό εργαλείο ήταν το τουκάν’ (η αρχαία τυκάνη ή τοκάνη). Επρόκειτο για δύο χοντρά σανίδια πεύκου στην κάτω πλευρά των οποίων ήταν καρφωμένες μυτερές πέτρες από καζκάρ' (πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα). Το τουκάν’ συνδεόταν με το ζυγό με το κοντάρι (αρκοτίκα ή τσάν’) και προσδενόταν σε αυτόν με το ζυγολώρ’ (λουρί από έντερο).
Μία από τις ποντιακές παροιμίες που προέκυψαν από τη διαδικασία του αλωνίσματος λέει «ατός τ’ έξ’ αλωνίζ’», και αφορά κάποιον που προτιμά τα εύκολα σε μια κοινή προσπάθεια. Η παροιμία… έλκει την καταγωγή της από το ζευγάρι των βοδιών, καθώς η δουλειά αυτού που τοποθετούνταν στο εσωτερικό ήταν η πιο κουραστική. Μάλιστα, στα κέρατα του «εσωτερικού» ζώου δενόταν ένα κερατίδ’, με το οποίο ο οδηγός που καθόταν στο τουκάν’ καθοδηγούσε το ζευγάρι προς τα μέσα ή προς τα έξω.
(Χρήστου Γ. Δημάρχου, Ο ελληνικός Πόντος – Μορφές και εικόνες ζωής, Αθήνα 1947)
Το αλώνισμα τελείωνε με τον κατατεμαχισμό των άχυρων και των σταχιών – εκόπεν τ’ αλών’, είναι η φράση στα ποντιακά. Το μίγμα αχύρων και καρπού μαζευόταν σε ένα κόμμαν, και στη συνέχεια ξεκινούσε το λίχνισμα με το λιγμετέριν, το ξύλινο φτυάρι με τέσσερα δόντια.
Ο μερικός διαχωρισμός καρπού και αχύρων λεγόταν εβόριγμαν, και γινόταν με τη βοήθεια του ανέμου. Από εκεί προέκυψε και η έκφραση «όντες φυσά, εβορίζεις», που χρησιμοποιείται για την κατάλληλη αξιοποίηση ευκαιριών. Αντίθετα, οι Πόντιοι λένε «χάσον ατόν, ατός παλιά αχύρια εβορίζ’» όταν αναφέρονται σε κάποιον που αναμοχλεύει παλιές, ανεπιθύμητες υποθέσεις.
(Χρήστου Γ. Δημάρχου, Ο ελληνικός Πόντος – Μορφές και εικόνες ζωής, Αθήνα 1947)
Μετά τον πρώτο διαχωρισμό ακολουθούσε το κοσκίνισμα, αρχικά με χοντρό κόσκινο (αλωνοκόσκινον) και στη συνέχεια με ψιλότερο (πουλουτσίν). Στο τελευταίο στάδιο χρησιμοποιούνταν το χωματοκόσκινο, το οποίο κατακρατούσε το σιτάρι και άφηνε το χώμα, την άμμο ή και το σπασμένο σιτάρι που προοριζόταν για τις κότες.
Η άλεση γινόταν σε χαμαιλέτε, και η ορισμένη κάθε φορά ποσότητα των σιτηρών που επρόκειτο να αλευροποιηθούν λεγόταν αλεσέα. Το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά (καπίτσ’) κυμαινόταν σε ποσοστό 4-8%, και η παραλαβή γινόταν σε δόσεις με τη βοήθεια ξύλινης σέσουλας, του λαγότ’. Η ποσότητα που συγκρατούσε η σέσουλα ήταν περίπου δύο οκάδες. Τόση ήταν και η προσφορά σε περίπτωση που κάποιος φτωχός ζητούσε ελεημοσύνη: «Ο εφτωχόν θα παίρ’ την λαγοτέαν ατ’», έλεγαν.
(Χρήστου Γ. Δημάρχου, Ο ελληνικός Πόντος – Μορφές και εικόνες ζωής, Αθήνα 1947)
Τα άλευρα φυλάσσονταν στα αμπάρια, τα οποία είχαν δύο διαμερίσματα που κατέληγαν σε δύο ανοίγματα, τα «ομμάτια». Στο ένα τοποθετούνταν τα λευκά άλευρα (χάσια) και στο άλλο τα μαύρα (τσαβτάρια). Συλλεγνιασμένα αλεύρια ήταν τα κοσκινισμένα με ψιλό κόσκινο ή δύο φορές (από το σιλλίγνη = λεπτότατο άλευρο). Προορίζονταν για ζυμαρικά ή για πρόσφορα της εκκλησίας.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού.